Παθογένειες, έλλειψη πρωτοκόλλων και απουσία εκπαίδευσης των εμπλεκόμενων φορέων, ανέδειξε η αθώωση της Βρετανίδας από τις κατηγορίες που τη βάραιναν και ιδίως η διαπίστωση του Ανωτάτου Δικαστηρίου για σφάλματα των Αρχών. Η νεαρή γυναίκα είχε καταγγείλει το καλοκαίρι του 2019 τον βιασμό της από 12 Ισραηλινούς. Από παραπονούμενη, τότε, μέσα σε λίγες ώρες βρέθηκε να διώκεται, τέθηκε υπό κράτηση, καταδικάστηκε και τελικά, αρκετούς μήνες μετά, το Εφετείο την αθώωσε. Στο προσκήνιο ήρθαν τα κακώς κείμενα σε σχέση με τη διαχείριση των περιστατικών βιασμού, το απηρχαιωμένο σύστημα διερεύνησης, καθώς και η ανάγκη να τεθεί, επιτέλους, σε εφαρμογή η ψηφισθείσα από το 2017, Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης.

Ανάμεσα στα θλιβερά που πληροφορήθηκα κατά τη διάρκεια διερεύνησης του θέματος, ήταν ότι τα θύματα βιασμού αποτρέπονται από τις Αρχές να προχωρήσουν σε καταγγελία. Όπως ανέφερε η Άντρη Λουκά, ιδρυτικό μέλος του «Δικτύου Ενάντια στη Βία κατά των Γυναικών», οι ανακριτικές Αρχές κάνουν το παν για να αποτρέψουν το θύμα να προχωρήσει σε καταγγελία. «Του κάνουν ψυχολογικό πόλεμο. Το εκφοβίζουν αντί να το ενθαρρύνουν. Το έζησα με δεκάδες θύματα. Οι Αρχές όταν έχουν πληροφορία για βία ή βιασμό, πρέπει να ξεκινούν αυτεπάγγελτη έρευνα. Να προστατεύουν το θύμα». Χρειάζεται, είπε, να θεσμοθετηθούν διαδικασίες, να αλλάξει η κουλτούρα διερεύνησης, εκδίκασης και εξέτασης των θυμάτων. «Δεν υπάρχει πρωτόκολλο για το πώς πρέπει να χειρίζονται θύματα βίας και βιασμού. Επίσης δεν εφαρμόζεται η Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης».

Με άλλα λόγια το θύμα προτρέπεται να κρύψει το περιστατικό κάτω από το χαλί και να μην φτάσει μέχρι τη Δικαιοσύνη. Την ίδια στιγμή, διαφαίνεται ότι δίχως την επίσημη καταγγελία οι Αρχές δεν προχωρούν να ερευνήσουν την υπόθεση. Δηλαδή πέφτει στο κενό η μαρτυρία του θύματος, το οποίο είναι πιθανό να φοβάται να προχωρήσει, είτε γιατί έχει απειληθεί, είτε επειδή έχει κακοποιηθεί συστηματικά, είτε επειδή φοβάται μήπως εκτεθεί κοινωνικά, είτε επειδή του ασκούνται πιέσεις από το περιβάλλον του, είτε επειδή χρήζει ψυχολογικής στήριξης. Όποια και αν είναι η αιτία που ένα θύμα δεν προχωράει σε καταγγελία, οι Αρχές γνωρίζουν. Γνωρίζουν και δεν πράττουν κάτι.

Αυτό, βεβαίως, δεν αφορά μόνο τα περιστατικά βιασμών. Όπως αναφέρθηκε, αφορά και την ενδοοικογενιακή βία, καθώς χρειάζεται η καταγγελία του θύματος για να επέμβουν οι Αρχές. Αν οι γείτονες ή ο περίγυρός του θύματος αναφέρουν περιστατικό, αυτό πέφτει στο κενό διότι δεν υπάρχει η καταγγελία του θύματος. Άραγε, το συγκεκριμένο γεγονός δεν αποτελεί αιτία διαιώνισης του φαινομένου; Δεν είναι ένα αποκούμπι για τους θύτες;

Από την πλευρά της, η δικηγόρος και ιδρυτικό μέλος του «Δικτύου Ενάντια στη Βία κατά των Γυναικών», Αργεντούλα Ιωάννου, ανέφερε ότι «δεν υπάρχει καμία απολύτως εκπαίδευση αστυνομικών και γενικότερα ανακριτικών Αρχών, ούτε και σωστό πλαίσιο χειρισμού θυμάτων βιασμών. Πιστεύω ότι δεν έχει διαμορφωθεί ένα σύγχρονο πρωτόκολλο που να εναρμονίζεται και με τις υποχρεώσεις της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης, η οποία στοχεύει στην προστασία του θύματος». 

Ποιος είναι ο λόγος που παρατηρείται αυτή η πενταετής καθυστέρηση; Γιατί δεν εναρμονιζόμαστε; Γιατί αφήνουμε τα θύματα σε απηρχαιωμένα εργαλεία και λανθασμένες ετυμηγορίες; 

[email protected]