Το Εφετείο επικύρωσε ουσιαστικά απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, με την οποία είχε απορριφθεί αίτηση δικηγόρου για έκδοση εντάλματος με το οποίο να ακυρώνεται η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου να μην τη διορίσει ως δικαστή.

Η εφεσείουσα δικηγόρος, Ντόρια Βαρωσιώτου, αμφισβήτησε τη συνταγματικότητα και νομιμότητα της απόφασης του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου με την οποία αποκλείστηκε ως υποψήφια για διορισμό ως δικαστής, χωρίς καν να τύχει εξέτασης από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο. Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου πρωτοβάθμια αποφάσισε πως δεν έχει δικαιοδοσία να εξετάσει την ουσία της αίτησης γιατί, όπως κατέληξε, τα προνομιακά εντάλματα εκδίδονται για να ελεγχθεί η νομιμότητα αποφάσεων κατώτερων Δικαστηρίων και όχι αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, το οποίο αποτελείται αμιγώς από Ανώτατο Δικαστικό Σώμα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Η Στάλω Χατζηγιάννη νέα Δικαστής του Ανωτάτου Δικαστηρίου

Με την έφεση, η δικηγόρος εισηγήθηκε πως η πιο πάνω απόφαση είναι νομικά εσφαλμένη. Υποστήριξε πως το Σύνταγμα της Κυπριακής Δημοκρατίας προνοούσε τη σύσταση δύο Δικαστηρίων: Του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Με το Άρθρο 157.1 του Συντάγματος δόθηκε η αρμοδιότητα στο Ανώτατο Δικαστήριο να λειτουργεί ως Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο. 

Όπως ανέφερε η εφεσείουσα, το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο δεν λειτουργεί ως Δικαστήριο, έστω και αν τα μέλη του είναι οι Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Επί αυτού του σημείου, η εφεσείουσα εισηγήθηκε πως το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο όταν παρακάθεται και αποφασίζει, δεν ενεργεί ως Δικαστήριο, δεν εκδίδει δικαστικές αποφάσεις, αλλά ως Συμβούλιο αποφασίζει για τον διορισμό, τις μεταθέσεις και προαγωγές των Δικαστών. Εάν ο συνταγματικός νομοθέτης ήθελε να παραχωρήσει αυτήν την αρμοδιότητα στο Ανώτατο Δικαστήριο ως Δικαστήριο, δεν θα όριζε πως η εν λόγω αρμοδιότητα ανάγεται στο Ανώτατο Δικαστήριο ως Συμβούλιο, επεσήμανε η εφεσείουσα.

Περαιτέρω, ανέφερε πως βάσει της ισχύουσας νομολογίας, οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου είναι οιονεί δικαστικές και δυνάμει της καθιερωμένης νομολογίας και έτσι ελέγχονται μέσω προνομιακών ενταλμάτων. Η εφεσείουσα ανέφερε πως το Ανώτατο Δικαστήριο έχει εξουσία να εξετάζει τη συνταγματικότητα και νομιμότητα οποιωνδήποτε διαδικαστικών ή άλλων κανονισμών θεσπίζονται από το ίδιο το Ανώτατο Δικαστήριο, τα μέλη του οποίου λειτουργούν ως συντάκτες δευτερογενούς νομοθεσίας. Κατά αναλογία και λογική υπαγωγή, επεσήμανε η εφεσείουσα, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν κωλύεται αλλά έχει καθήκον να αποφασίζει σχετικά με τη συνταγματικότητα ή νομιμότητα οποιασδήποτε απόφασης ή διαδικασίας ακολουθείται από το Ανώτατο Δικαστικό Συμβούλιο, έστω και αν τα μέλη του είναι και μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Και αυτό διότι, όπως ανέφερε, τα ίδια τα μέλη αναμένεται να διαφοροποιούν τις ιδιότητες τους. Με αυτό τον τρόπο, εισηγήθηκε η Εφεσείουσα, ικανοποιείται το δικαίωμα πρόσβασης στη Δικαιοσύνη, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος για αποτελεσματική θεραπεία, όπως διασφαλίζεται μέσω του Άρθρου 30 του Συντάγματος και του Άρθρου 6 της ΕΣΔΑ. 

Τελειώνοντας και απευθυνόμενη προς το Ανώτατο Δικαστήριο, η κ. Βαρωσιώτου ανέφερε πως η ορθή και συνταγματική διαδικασία διορισμών είναι αυτή με την οποία διορίστηκαν οι ίδιοι καθώς επίσης και όλοι οι δικαστές, πριν την υιοθέτηση της Διαδικασίας και Κριτηρίων Διορισμού του 2019. 

Δεν υπόκειται σε έλεγχο

Το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την έφεση, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, επαναλαμβάνοντας ουσιαστικά ότι αυτό που επιδιώκεται στην παρούσα υπόθεση είναι ο εποπτικός έλεγχος Ανωτάτου Δικαστικού Σώματος, ήτοι του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, το οποίο αποτελείται από το Ανώτατο Δικαστήριο. Στην απόφαση αναφέρεται πως έστω και αν οι αρμοδιότητες του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως οιονεί δικαστικές, το ίδιο ως Σώμα δεν μπορεί να θεωρηθεί ως κατώτερο Δικαστήριο ή όργανο ή σώμα το οποίο θα μπορούσε να υπόκειται σε εποπτικό έλεγχο στο πλαίσιο διαδικασίας certiorari.