Του Αλέξανδρου Λόρδου

«Eάν μη, ην δ’ εγώ ή οι φιλόσοφοι βασιλεύσωσιν εν ταις πόλεσιν ή οι βασιλης τε νυν λεγόμενοι και δυνάστει φιλοσοφήσωσι γνησίως τε και ικανώς και τούτο εις ταύτον συμπέση, δυναμις τε πολιτική και φιλοσοφία, των δε νυν εις ταύτον συμπέση, δυνάμις τε πολιτική και φιλοσοφία, των δε νυν πορευομένων χωρίς εφ’ εκατέρων αι πολλαί φύσεις εξ ανάγκης αποκλεισθώσιν, ουκ έστι κακών παύλα, ω φίλε Γλαύκων, ταις πόλεσι δοκώ δ’ ουδέ τω ανθρωπίνω γένει, ουδέ αυτή η πολιτεία μη πότε πρότερον φυή τε εις το δυνατόν και φως ηλίου ίδη».

Η πιο πάνω σωκρατική ρήση, από την Πολιτεία του Πλάτωνα, αποδίδει με ακρίβεια το βασανιστικό ζήτημα της ηγετικής ανεπάρκειας στη νεότερη Κυπριακή ιστορία, το οποίο πραγματεύεται ο Λεόντιος Ιεροδιακόνου στο βιβλίο του με τίτλο «Μοιραία Ηγεσία 1948 – 2021: Ο Μακάριος και συνεχιστές». Το σύγγραμμα αυτό δεν αποτελεί ακόμη μια ιστορική καταγραφή του Κυπριακού προβλήματος. Σκόπιμα, ο συγγραφέας αποφεύγει τις μακροσκελείς αναφορές στα πλέον γνωστά ιστορικά γεγονότα που συνήθως θεωρούμε ότι καθόρισαν την πορεία του Κυπριακού πολιτεύματος, όπως τον Απελευθερωτικό Αγώνα 1955-59 και το δίδυμο έγκλημα πραξικοπήματος – εισβολής 1974. Αυτά, εξάλλου, έχουν ήδη μελετηθεί και καταγραφεί σε πλειάδα άλλων συγγραμμάτων. 

Η έμφαση του παρόντος τόμου δίδεται αλλού, στις διεργασίες των διαπραγματεύσεων που καθόρισαν την πορεία του Κυπριακού από το πέρας της αποικιοκρατίας μέχρι σήμερα, καθώς και στις αποφάσεις –και την ποιότητα των αποφάσεων– που λάμβανε η εκάστοτε ελληνοκυπριακή ηγεσία, στο πλαίσιο των εκάστοτε δοσμένων συνθηκών. Η ανασκόπηση αυτή καλύπτει ένα μεγάλο χρονικό εύρος – από τις πρώτες προσπάθειες διεθνοποίησης του Κυπριακού με την προσφυγή Μακαρίου στον Ο.Η.Ε., τις αγγλοκυπριακές συνομιλίες που ακολούθησαν, τις διαβουλεύσεις που προηγήθηκαν της ανακήρυξης της ανεξαρτησίας, την επιδίωξη αλλαγών στο Σύνταγμα καθώς και άλλες προσπάθειες επίλυσης του Κυπριακού πριν το 1974, τις συνομιλίες της Γενεύης μεταξύ πρώτης και δεύτερης εισβολής, και τις ζυμώσεις που οδήγησαν στη συνομολόγηση της πρώτης συμφωνίας κορυφής Μακαρίου-Ντενκτάς. Έπειτα, γίνεται αναφορά σε σημαντικούς σταθμούς της διαπραγματευτικής ιστορίας του Κυπριακού στη μετά-Μακάριο εποχή, με ειδική εστίαση στο ΑγγλοΑμερικανοΚαναδικό Σχέδιο, τα αλυσιδωτά σχέδια De Cuellar, τo Σχέδιο Ανάν, τις συγκλίσεις Χριστόφια-Ταλάτ, την πορεία προς το Κραν Μοντανά, και τη μετέπειτα αποτελμάτωση των διαπραγματεύσεων. 

Μέσα από όλη αυτή τη μακρά διαπραγματευτική ιστορία, ο συγγραφέας εντοπίζει, με ελάχιστες θετικές εξαιρέσεις, επαναλαμβανόμενα μοτίβα προβληματικής ηγετικής συμπεριφοράς, όπως λήψη σοβαρών αποφάσεων χωρίς μελέτη και προγραμματισμό, διαμόρφωση πολιτικής από τον άμβωνα και τα εθνικά μνημόσυνα, υπερβολική προστασία της πολιτικής καριέρας και δημοτικότητας, αδυναμία λήψης σκληρών αλλά αναγκαίων αποφάσεων, καθώς και αμφίσημες πολιτικές αποφάσεις, με διχασμένες σκέψεις και συναισθήματα, που οδηγούσαν τελικά σε πολιτική και διπλωματική ανακολουθία και αναξιοπιστία. Ως πρόβλημα πίσω από το πρόβλημα, ο συγγραφέας εντοπίζει την «κουλτούρα του ενός» – το κατάλοιπο της εθναρχίας – που ανέκαθεν χαρακτήριζε την εκπροσώπηση των Ελληνοκυπρίων στις διάφορες διαπραγματεύσεις, με αποτέλεσμα οι προσωπικές αδυναμίες, ανεπάρκεια γνώσεων και άλλοι περιορισμοί του εκάστοτε ηγέτη να έχουν υπερμεγέθεις συνέπειες στην πορεία των διαπραγματεύσεων. 

Ο Λεόντιος Ιεροδιακόνου δεν περιορίζεται μόνο στη διάγνωση του προβλήματος, αλλά προτείνει και διόρθωση υπό τη μορφή μιας ριζικής αναδιάρθρωσης του τρόπου εκπροσώπησης των Ελληνοκυπρίων σε μελλοντικές διαπραγματεύσεις. Συγκεκριμένα, προτείνει τη σύσταση ενός αντιπροσωπευτικού πολιτικού θεσμού, που να διαχειρίζεται αποκλειστικά το εθνικό πρόβλημα με πλήρη εκτελεστική αρμοδιότητα. Σε αυτό το σώμα θα μπορούσε να εκπροσωπείται το κάθε κοινοβουλευτικό κόμμα με ψήφους ανάλογα της εκλογικής του δύναμης, ενώ ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας θα προεδρεύει, έχοντας όμως μόνο μια ψήφο. Το σώμα αυτό θα διορίζει τον διαπραγματευτή και θα λαμβάνει όλες τις αποφάσεις για τον χειρισμό του εθνικού μας προβλήματος, με την υποστήριξη όμως μιας ομάδας ειδικών και έγκυρων μελετητών, ώστε να διασφαλίζεται ότι η λήψη αποφάσεων από την πολιτική ηγεσία θα γίνεται στο πλαίσιο σωστής ενημέρωσης τόσο για τις συνέπειες την ώρα που λαμβάνεται η απόφαση όσο και για τις μελλοντικές πολιτικές προεκτάσεις. Η πρόταση αυτή του Λεόντιου Ιεροδιακόνου είναι αξιοσημείωτη σε πολλαπλά επίπεδα. Μέσα από τη συλλογική εκπροσώπηση όλων των κοινοβουλευτικών κομμάτων στη διαμόρφωση διαπραγματευτικής στρατηγικής θα είναι εφικτό να αποφευχθούν πολλές ακρότητες και αβλεψίες, ενώ θα σημειωθεί επίσης σταθεροποίηση της διαπραγματευτικής μας θέσης, κάτι που θα έχει θετικό αντίκτυπο τόσο στην εσωτερική μας συνοχή όσο και στην εξωτερική μας αξιοπιστία. 

Η υποστήριξη της πολιτικής ηγεσίας από ειδική ομάδα εμπειρογνωμόνων θα μπορούσε να συμβάλλει περαιτέρω στη βελτιστοποίηση των πολιτικών αποφάσεων, ιδιαίτερα αν αυτή η ομάδα είναι πραγματικά πολυθεματική, με ευρεία εκπροσώπηση των κοινωνικών και πολιτικών επιστημών, και όχι μόνο με συμμετοχή συνταγματολόγων, όπως έχει παρατηρηθεί στο παρελθόν. Πέραν από το περιεχόμενο των εισηγήσεων του Λεόντιου Ιεροδιακόνου, το βιβλίο που συνέγραψε μας διδάσκει πως πρέπει να προσεγγίζουμε την ιστορία: Με διάθεση να αντλήσουμε διδάγματα από αυτήν, εντοπίζοντας τη ρίζα των δυσκολιών μας, ώστε να οικοδομήσουμε με πνεύμα ενότητας και συλλογικής υπευθυνότητας ένα καλύτερο αύριο.

*Λέκτορας Ψυχολογίας Πανεπιστημίου Κύπρου- Ιδρυτής και Πρόεδρος του Κέντρου Βιώσιμης Ειρήνης και Δημοκρατικής Ανάπτυξης.