Με μια απόφαση σταθμό που ουσιαστικά ξεμπλοκάρει τα αιτήματα διοικητικής συνδρομής της Ελλάδας προς τις Ελβετικές Αρχές σχετικά με παροχή πληροφοριών για τους λογαριασμούς της αποκαλούμενης λίστας Λαγκάρντ, προχώρησε το ανώτατο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Ελβετίας (Bundesgericht) το Δεκέμβριο του 2019.

Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση, η οποία σημειωτέον είναι η πρώτη που αφορά Έλληνες καταθέτες της λίστας Λαγκάρντ, η Ελβετία θα ικανοποιεί εφεξής τα αιτήματα διοικητικής συνδρομής, δηλ. κατά κανόνα θα ανοίγει τους επίμαχους λογαριασμούς και θα παράσχει πληροφορίες, ακόμη και εάν τα σχετικά αιτήματα βασίζονται σε υποκλαπέντα στοιχεία από ελβετικές τράπεζες.

Η εξέλιξη αυτή είναι σημαντική καθώς η Ελβετική Δικαιοσύνη ανέτρεψε τα μέχρι τότε νομολογιακά δεδομένα της, ανοίγοντας ένα νέο σημαντικό κεφάλαιο στην ικανοποίηση αιτημάτων αναφορικά με ελβετικούς λογαριασμούς, τα στοιχεία των οποίων είχαν υποκλαπεί στο παρελθόν και κοινοποιηθεί στις φορολογικές αρχές άλλων κρατών. Μέχρι πρότινος, η Ελβετία απέρριπτε τα σχετικά αιτήματα συνδρομής, με το σκεπτικό ότι οι ερευνώμενοι λογαριασμοί είχαν περιέλθει στα αιτούντα κράτη μέσω παρανόμων πράξεων.

Τι αλλάζει

Ο Ηλίας Μπίσιας, Δρ. Νομ. Παν/μιου Ζυρίχης και Δικηγόρος Αθηνών κ΄ Ελβετίας, ο οποίος χειρίστηκε την υπόθεση και στους δυο βαθμούς δικαιοδοσίας στην Ελβετία, εξηγεί στο capital.gr τη σημασία της απόφασης:

“Η Ελβετία, σύμφωνα με τα νέα νομολογιακά δεδομένα, πιθανολογείται ότι θα ικανοποιεί μελλοντικά τα αιτήματα διοικητικής συνδρομής, εκτός εάν αυτά στηρίζονται αποδεδειγμένα σε στοιχεία που έχουν αγοραστεί από το κράτος που αιτείται το άνοιγμα των λογαριασμών. Πρόκειται για μια σημαντική εξέλιξη της ελβετικής νομολογίας, η οποία ανατρέπει την προηγούμενη αντιμετώπιση αιτημάτων που σχετίζονται με τραπεζικά δεδομένα, τα οποία είχαν περιέλθει στα αιτούντα κράτη μέσω αξιοποίνων πράξεων.

Συμπερασματικά, η απόφαση που εξεδώθη για την Ελλάδα έχει ιδιαίτερο ειδικό βάρος για την αντιμετώπιση εκκρεμών και μελλοντικών αιτημάτων συνδρομής μεταξύ Ελλάδας και Ελβετίας, σχετιζομένων με τον φορολογικό έλεγχο Ελλήνων καταθετών στην HSBC Γενεύης. Παρά το γεγονός ότι κάθε υπόθεση κρίνεται αυτοτελώς και με βάση τις ιδιαιτερότητές της, θα πρέπει να θεωρείται σχεδόν βέβαιο ότι τα αιτήματα των ελληνικών αρχών με αντικείμενο τη “λίστα Lagarde” θα ικανοποιούνται εφεξής στην πλειοψηφία τους από τα ελβετικά δικαστήρια. Από την εξέλιξη αυτή θίγονται προφανώς όσοι εκ των καταθετών της λίστας Lagarde ελέγχονται σήμερα ή πρόκειται να ελεγχθούν για τις φορολογικές χρήσεις που δεν έχουν παραγραφεί”.

Σημειώνεται δε πως δεν έχουν παραγραφεί ακόμα οι χρήσεις 2015-2020. Συνεπώς, οι λογαριασμοί στη HSBC Γενεύης της λίστας είναι σήμερα, σε περίπτωση φορολογικού ελέγχου του δικαιούχου των, ελεγκτέοι για αυτή την περίοδο.

Η υπόθεση Λαγκάρντ

Η “λίστα Lagarde” περιλαμβάνει τραπεζικά προσωπικά δεδομένα 2.059 Ελλήνων καταθετών, τα οποία κοινοποιήθηκαν το 2010 από τις γαλλικές στις ελληνικές αρχές και το 2012 δημοσιεύτηκαν στο διαδίκτυο. Πρόκειται για τμήμα δεδομένων, τα οποία υπεκλάπησαν την περίοδο 2007/2008 από την τράπεζα HSBC της Γενεύης και περιήλθαν στη συνέχεια στις γαλλικές αρχές. Ως δράστης της επίμαχης υποκλοπής καταδικάστηκε αμετακλήτως το 2015 από την ελβετική δικαιοσύνη ο υπάλληλος της HSBC, Hervè Falciani.

Στη συγκεκριμένη ελληνική υπόθεση, τo δικαστήριο κλήθηκε να αποφανθεί, εάν η Ελβετία είχε νομική υποχρέωση να ικανοποιήσει ελληνικό αίτημα παροχής πληροφοριών με αντικείμενο λογαριασμούς της “λίστας Lagarde”, ή να το απορρίψει λόγω της παράνομης κτήσης (υποκλοπή) των επίμαχων στοιχείων που εμπεριέχονται στη λίστα.

Όπως εξηγεί μάλιστα ο κ. Μπίσιας “ο ελβετικός νόμος περί διεθνούς διοικητικής συνδρομής σε φορολογικές υποθέσεις (Steueramtshilfegesetz) ορίζει ρητώς ότι διεθνή αιτήματα διοικητικής συνδρομής δεν ικανοποιούνται, εφόσον “… παραβιάζουν την αρχή της καλής πίστης, ιδιαίτερα δε όταν βασίζονται σε πληροφορίες, οι οποίες έχουν αποκτηθεί μέσω αξιοποίνων πράξεων κατά το ελβετικό δίκαιο”. Παρά την διάταξη αυτή, το ανώτατο δικαστήριο, υπό το πρίσμα της αναγκαιότητας της διεθνούς συνεργασίας σε φορολογικές υποθέσεις, ικανοποίησε το ελληνικό αίτημα, κρίνοντας ότι δεν παραβιάζεται η αρχή της καλής πίστης, καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι η Ελλάδα κατέβαλε οικονομικό αντάλλαγμα στη Γαλλία ή σε οποιονδήποτε τρίτο για την απόκτηση της “λίστας Lagarde”. Επιπλέον, το δικαστήριο επεσήμανε, ότι οι ελληνικές αρχές ουδέποτε υπέβαλλαν στην Ελβετία ρητή δήλωση περί μη χρήσης των παρανόμως κτηθέντων στοιχείων της λίστας, στην οποία η Ελλάδα, ούτως ή άλλως, δεν υποχρεούται βάσει της υφιστάμενης Σύμβασης αποφυγής διπλής φορολόγησης (ΣΑΔΦ)”.

Εξέλιξη της νομολογίας

Είναι πάντως χαρακτηριστικό ότι υπήρξε μεταστροφή στις Ελβετικές αποφάσεις, καθώς όπως είχε αποκαλύψει το capital.gr στις 10.04.2017.

Η χώρα είχε αποφασίσει τότε να απορρίψει τα αιτήματα συνδρομής με στοιχεία γύρω από τη “λίστα Lagarde” κρίνοντας ότι βασίζονται σε δεδομένα που προέρχονται από υλικό που έχει συλλεχθεί παράνομα από την τράπεζα HSBC της Γενεύης. Το δικαστήριο είχε απορρίψει το αίτημα συνδρομής της Γαλλίας επειδή έκρινε, ότι το επίμαχο αίτημα βασίστηκε σε στοιχεία που περιήλθαν σε γνώση των γαλλικών αρχών μέσω του υποκλαπέντος υλικού της Τράπεζας. Η εν λόγω απόφαση δημοσιεύτηκε την 5η Απριλίου 2017.

Πηγή: Capital.gr