Όταν το 1949 ο Edward Murphy διατύπωνε τον περίφημο νόμο, δεν είχε φανταστεί ότι 70 χρόνια μετά η θεωρία αυτή θα είχε τόσο ευρεία εφαρμογή. Η παγκόσμια οικονομία βιώνει σήμερα μια πρωτοφανή κατάσταση με πολλαπλές δυναμικές προκλήσεις.

H πανδημία κτύπησε την πόρτα της ανθρωπότητας σε μια χρονική στιγμή που οι χώρες ακολουθώντας το μοντέλο της ανοικτής οικονομίας απολάμβαναν τους καρπούς της παγκοσμιοποίησης, της αυξημένης κινητικότητας στη λογική των συγκοινωνούντων δοχείων. Ταυτόχρονα βρήκε το παγκόσμιο χρέος σε πρωτοφανή υψηλά επίπεδα, εν μέσω εμπορικών πολέμων και γεωπολιτικών εντάσεων. Κλασσική ένδειξη της έντονης αβεβαιότητας και του οικονομικού αποπροσανατολισμού που επικρατεί αποτελεί η εκτίναξη της τιμής του χρυσού, καταρρίπτοντας το ένα μετά το άλλο τα ρεκόρ.

Η Ευρώπη δε, εισήλθε στην κρίση από σχετικά πιο εύθραυστη βάση, με χαμηλή ανταγωνιστικότητα, τον βαθμό αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών μελών στο ναδίρ, εν μέσω της αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου και τις τράπεζες με χαμηλή κερδοφορία να προσπαθούν να αντεπεξέλθουν στις τεχνολογικές προκλήσεις. Στις αρχικές εκτιμήσεις του UNCTAD των Ηνωμένων Εθνών περί μείωσης σε παγκόσμιο επίπεδο των ροών Άμεσων Ξένων Επενδύσεων στο χαμηλότερο σημείο από το 2005, για την Ευρώπη ειδικά υπολογίζεται επιπλέον υποχώρηση κατά 30 – 45% περισσότερο από τις άλλες ανεπτυγμένες οικονομίες.

Αναμφίβολα η κυπριακή οικονομία βρίσκεται ενώπιον ενός πρωτοφανούς κοκτέιλ προκλήσεων. Οι αναθεωρημένες θερινές εκτιμήσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για ύφεση 7,75% το 2020 και ανάκαμψη 5,25% εντός του 2021, είναι θετικές, ωστόσο δεν πρέπει να προκαλούν εφησυχασμό. Καταρχάς οι εκτιμήσεις που δημοσιεύτηκαν πριν από ένα μήνα, βασίστηκαν στην υπόθεση ότι τα μέτρα εγκλεισμού θα συνεχίσουν να χαλαρώνουν και δεν θα υπάρξει νέα έξαρση ή δεύτερο κύμα κρουσμάτων. Όπως ρητά αναφέρει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή οι κίνδυνοι που συνδέονται με αυτές τις προβλέψεις είναι εξαιρετικά υψηλοί, αφού οι διαστάσεις και η διάρκεια της πανδημίας παραμένουν κατ’ ουσία άγνωστα, οι συνέπειες στην αγορά εργασίας δυνατόν να μην παραμείνουν βραχυπρόθεσμες, οι δυσκολίες ρευστότητας των επιχειρήσεων δυνατό να εξελιχθούν σε προβλήματα φερεγγυότητας, οι εξελίξεις με την μελλοντική εμπορική σχέση μεταξύ ΕΕ και Ηνωμένου Βασιλείου δυνατό να εντείνουν τα προβλήματα, ενώ το εμπόριο να ενδέχεται να επηρεαστεί αρνητικά συνεπεία των προστατευτικών πολιτικών και της απομάκρυνσης από τις παγκόσμιες αλυσίδες παραγωγής.

Εξαιτίας της φύσης της υγειονομικής κρίσης και της συνεπακόλουθης καθήλωσης των αερομεταφορών, μικρά νησιωτικά κράτη όπως η Κύπρος, δέχονται αναπόφευκτα το μεγαλύτερο πλήγμα, με τους τομείς του τουρισμού, των ακινήτων και των επαγγελματικών υπηρεσιών, να μετρούν τις περισσότερες απώλειες. Για μια ανοικτή και εξωστρεφή οικονομία όπως είναι αυτή της Κύπρου, η μικρή εγχώρια ζήτηση που δημιουργεί η τοπική κοινωνία των περίπου 800 χιλιάδων κατοίκων, είναι ικανή να πετύχει την επανεκκίνηση. Η ανάκαμψη όμως, είναι αποκλειστικά αποτέλεσμα της αύξησης της εξωτερικής ζήτησης, που για την χώρα μας πηγάζει από το τρίπτυχο: τουρισμός, επενδύσεις, επαγγελματικές υπηρεσίες.

Σημαντική παράμετρος στην ιεράρχηση της σημασίας που η πολιτεία επιβάλλεται να δώσει σε κάθε τομέα της οικονομίας, είναι η άμεση συμβολή στην Ακαθάριστη Προστιθέμενη Αξία (ΑΠΑ) της χώρας. Συγκεκριμένα, για τον τομέα των χρηματοοικονομικών και επαγγελματικών υπηρεσιών, η ΑΠΑ διαμορφώθηκε στο 18% για το 2019.

Φυσιολογικά η προσοχή του Κυπριακού Οργανισμού Προώθησης Επενδύσεων (Invest Cyprus) στρέφεται στον κλάδο των χρηματοοικονομικών και επαγγελματικών υπηρεσιών, ο οποίος αποτελεί εδώ και δεκαετίες τον κινητήριο μοχλό της κυπριακής οικονομίας, επιδρώντας θετικά, με οριζόντιο τρόπο, σχεδόν σε όλους τους υπόλοιπους κλάδους. Για παράδειγμα, στον τομέα αυτό στηρίχθηκε πριν από δεκαετίες το όραμα για ανάπτυξη της Κύπρου ως κέντρου ναυτιλιακών υπηρεσιών, ενώ τροφοδοτεί τη ζήτηση και για άλλους τομείς, όπως οι κατασκευές και τα ακίνητα. Ταυτόχρονα, η εξωστρεφής φύση του τομέα αυτού αυξάνει την φορολογική βάση και τα έσοδα στα κρατικά ταμεία.

Ειδικότερα για τον τομέα των χρηματοοικονομικών και επαγγελματικών υπηρεσιών, πέραν των επιπτώσεων συνεπεία της πανδημίας, επιβάλλεται να ληφθούν υπόψη και άλλες εξίσου σημαντικές εξελίξεις, προκειμένου να μην βρεθούμε στα πρόθυρα ενός «perfect storm». Οι αρνητικές εξελίξεις με την Συμφωνία Αποφυγής Διπλής Φορολογίας με την Ρωσία, η υποχρέωση εφαρμογής της ευρωπαϊκής οδηγίας DAC6, αλλά κυρίως οι προσπάθειες για υιοθέτηση ενιαίας φορολογικής βάσης σε ευρωπαϊκό επίπεδο, δημιουργούν έντονο προβληματισμό.

Στο πλαίσιο της προσπάθειας αντιμετώπισης της αιφνίδιας απόφασης της Ρωσικής Ομοσπονδίας για τροποποίηση της Συμφωνίας Αποφυγής Διπλής Φορολογίας, η βασική επιδίωξη της κυβέρνησης πρέπει να είναι η διασφάλιση ίσης μεταχείρισης έναντι των άλλων ανταγωνιστικών δικαιοδοσιών. Παράλληλα, κόκκινη γραμμή θα πρέπει να αποτελεί για την χώρα μας η ενδεχόμενη υιοθέτηση ενιαίας ευρωπαϊκής φορολογικής βάσης, καθώς αυτή τη στιγμή τα κράτη-μέλη διατηρούν την κυριαρχία επί της δημοσιονομικής πολιτικής που ακολουθούν, ενώ ο σχεδιασμός των συστημάτων φορολογικής πολιτικής γίνεται λαμβάνοντας υπόψη τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά κάθε οικονομίας, στη βάση των εκάστοτε χρηματοοικονομικών και μακροοικονομικών αποτελεσμάτων.

Αναμφίβολα, οι εξελίξεις των τελευταίων εβδομάδων, με τις δικαστικές αποφάσεις που αφορούν τις υποθέσεις «Apple» και «Schrems II», χρήζουν περαιτέρω επεξεργασίας και πιθανής αξιοποίησης σε ευρωπαϊκό επίπεδο από το οικονομικό επιτελείο της Κυβέρνησης. Ο τομέας των χρηματοοικονομικών και επαγγελματικών υπηρεσιών, αλλά και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της Κύπρου ως προορισμού ξένων επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και ξένων επενδύσεων, επιβάλλεται να διαφυλαχθούν ως κόρη οφθαλμού, ταυτόχρονα με την διαδικασία αναζήτησης ενός νέου οικονομικού μοντέλου βιώσιμης ανάπτυξης.

Στο έντονα ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον που διαμορφώνεται, ο Κυπριακός Οργανισμός Προώθησης Επενδύσεων, ως η αρμόδια κρατική εταιρεία για προώθηση της Κύπρου στο εξωτερικό ως ελκυστικού επενδυτικού προορισμού και ως ανταγωνιστικού διεθνούς επιχειρηματικού και χρηματοοικονομικού κέντρου, θεωρεί ότι η χώρα μας είναι σε θέση να οικοδομήσει συνθήκες επιστροφής στην ανάκαμψη, αρκεί να ληφθούν έγκαιρα όλα τα ενδεδειγμένα μέτρα και πάντοτε στη βάση ενός καλά στοχευμένου και συντονισμένου πλάνου δράσης.

Πρωτίστως δε, επιβάλλεται να συνεχίσουμε χωρίς εφησυχασμό τη μάχη κατά της πανδημίας, διατηρώντας καλή επιδημιολογική εικόνα, ενισχύοντας έτσι την ελκυστικότητα της χώρας ως ασφαλούς προορισμού επενδύσεων και διεθνούς επιχειρηματικότητας.