Φεύγεις, λέει, ε; Σώπα, μη μας το κάνεις αυτό! Απ’ το σούργελο που ζήσαμε μπορεί και να μας λείψεις, ναι, τόσο μαζόχας μπορεί να γίνει ο άνθρωπος, μην το γελάς! Φεύγεις και στο ξεπροβόδισμά σου, μόνο ο άρχοντας Στράτος με το «τα πήρες όλα κι έφυγες» κολλάει. Όχι, που σε περιμέναμε να συνέλθουμε από κείνον τον αλλόφρονα χειμώνα που άφησε πνιγμούς, σεισμούς, καταποντισμούς κι ήρθες να ολοκληρώσεις το έργο του με τρισχειρότερα.
Σ’ είχαμε λαχταρίσει, λέγαμε άνοιξη πια, να χαρούμε ξανά την όσφρηση σ’ ένα όργιο από μυρωδιές, το ανατρίχιασμα στο δέρμα, την ερωτική λαχτάρα να κυλιστείς στα χωράφια – όσα απέμειναν – την αγαλλίαση της όρασης με τα μπουμπούκια που πετάγονταν ξαναγεννημένα, την ανάσταση της φύσης, τη νίκη της ζωής κατά του θανάτου. Κι εσύ έσπειρες τον θάνατο. Τετρακόσιες χιλιάδες ψυχές τι θα τις κάνεις, τι σου κάνανε; Στο τσουβάλι σου χώρεσαν όσα μας ανάσταιναν κάθε που ερχόσουν, ν’ ανοίξουν τα μάτια στο φως, στην ελπίδα. Τα πήρες όλα, αχ και να τσακιζόσουν στο φευγιό σου! Ζούσαν όσοι ξέδιναν με το καρναβάλι λίγες μέρες χαράς, τώρα τις μάσκες τις κοτσάρουμε και θα τις έχουμε για μήνες μιας και ξεφύγαμε απ’ τον ακατονόμαστο που μας κουβάλησες… 
Ένα Πάσχα που είχαμε με τις όποιες χαρές και χάρες του, το τσουβάλιασες κι αυτό κι εμείς βουρκώναμε σε θλιβερό ορατόριο απ’ τα μπαλκόνια, ένα αντίο σ’ όσους έφευγαν, στις ελπίδες που χάνονταν σε κάθε μας βήμα. Κλεισμένοι για μήνες στα καταφύγια με παρέα τον τρόμο αντέξαμε, λέμε τώρα, γιατί τα σώψυχά μας με όσα βγήκαν στην επιφάνεια  με την κλεισούρα και τον συγχρωτισμό, τώρα ξεμυτάνε σιγά-σιγά και φέρνουν φουρτούνες. Στο δισάκι σου καθώς φεύγεις μην ξεχάσεις και τα εκατομμύρια των καταποντισμένων οικονομικά, των ανέργων, κληρονομιά σου είναι κι αυτοί.
Και μας έρχεται ένα καλοκαίρι καραγκιόζης, τα χιλιοειπωμένα θα λέμε τώρα; Με μεζούρες, ψεκασμούς, θερμομετρήσεις, απομόνωση, μια παγωμάρα ανθρώπινη, ποια συναυλία και ποια θάλασσα, ποιον ρεμβασμό, ποια ανάσα; Κι άντε πες το καλοκαίρι το βγάζουμε, την οικονομία μας που έκανε βουτιά στα γαλανά πελάγη την παλεύουμε, τις ελπίδες και τα όνειρα κλεισμένα στο ψυγείο τα ψευτοχαζεύουμε μαζοχιστικά. Μας λες κυρά μου τι θα γίνουμε με τον χειμώνα που τον περιμένουμε με τον τρόμο πως έτσι και ξεμπουκάρουν τα υπόλοιπα αυτού που μας κουβάλησες, τη βάψαμε; Ικανή σ’ έχω να γυρίσεις άναυλα να χτυπάς ρέστα και για τα υπόλοιπα. 
Άντε λοιπόν, στο…μην πω και να μη μας γράφεις. Θ’ ακούμε Φεβρουάριο του λοιπού και θα ψάχνουμε καντούνι και στενό να κρυφτούμε. Μάζεψ’ τα ρημάδια που μας άφησες και άσε μας να το παλέψουμε, λες και μας έλειψαν οι συμφορές σ’ αυτό τον δύσμοιρο τόπο που, τη θέση του, τις ομορφιές και το κλίμα του και τα μυαλά κάποιων αρχόντων του, τα πληρώνει ο κοσμάκης ακριβά. Η προδοσία σου καταγράφηκε.