Τις προάλλες, εξαντλημένος πια από την κούραση της δουλειάς και την ηχορύπανση της ατμόσφαιρας πόλεων και ανθρώπων, άκουσα από το Α’ Πρόγραμμα του ΡΙΚ αυτό που με ενεργοποίησε για την επόμενη βδομάδα – αρκεί να πιστέψεις στη δύναμη της Τέχνης, αρκεί η καρδιά σου να ‘ναι διάφανη από εναποθέσεις σε συγκεκριμένες «στιγμές» και ν’ «ακούς» καθαρά: εκείνο το παλιό τραγούδι του Κωστή Χρήστου «τι παράπονα είχες». Δεν είναι γνωστό -εκτός, ίσως, από όσους έχουν εντρυφήσει στα βαθύτερα των θησαυρών της ελληνικής δισκογραφίας – αλλά η ερμηνεία αυτού του (άγνωστου, για τους πλείστους) κορυφαίου και απολύτως αδικημένου τραγουδιστή (από τους συναδέλφους του; Από τα «κυκλώματα»; Από τον ίδιο τον Θεό που έμοιαζε να του άρπαζε από το στόμα το «δώρο», όπως το χελιδόνι αφήνει ενσυνείδητα την μπουκιά στη φωλιά του χωρίς να την καταπίνει;) διαπερνά σαν ίλιγγος την ψυχή, σαν παφλασμός κυμάτων ωκεανού σε μακρινή αποβάθρα – σε συγκινεί και σε κάνει να τρέμεις σύγκορμα το αντίο του εραστή με αξιοπρέπεια, γαλήνη, αποδοχή του τέλους, στα απλά λόγια του Πυθαγόρα, μ’ ένα συνειδητοποιημένο «αντίο» όπως το καταλαβαίνει ένα παιδί: σιωπηλό. Μα, ακούστε το: 

«Τι παράπονα είχες, κι έφυγες από μένα
που σε είχα, ζωή μου, τέλος μου και αρχή.
Τα μικρά μου τα λάθη, τα μετρώ ένα ένα
και πικρά συμπεραίνω, πως δεν είχες ψυχή».

Η περίπτωση του Κωστή Χρήστου είναι μοναδική: μία κορυφαία φωνή -σαφέστατα, η ερμηνεία του στο σπαρακτικά μεγαλειώδες «αλίμονο» του 1971 καλύτερη από εκείνην του Μητροπάνου που το είπε αργότερα σε δίσκο του κάνοντάς το «επιτυχία»- που καταπλακώθηκε και «χάθηκε» διπλώνοντας τη φωνή του μέσα σε συρτάρι ξεχασμένο, όπως όταν ανεβάζεις τα χειμερινά σου ρούχα στο πατάρι τρώγοντάς τα ο σκόρος – αν και όχι με τέτοια πρόθεση εξαρχής. Σε μία σπάνιά του συνέντευξη, κάποτε, είχα διαβάσει πως είχε ανοίξει ένα μαγαζί στην Πατησίων, το έκλεισε αργότερα, ξεκίνησε να ασχολείται με την πολιτική κι ύστερα χάθηκε ξανά – αποχαιρετώντας με στενοχώρια, προφανώς, αυτό που τον χαρακτήρισε τη δεκαετία του ’70 ανώτερης στάθμης ερμηνευτή από τον Γιάννη Πάριο, αν υποθέσουμε πως ήταν της ίδιας κατηγορίας στοχευμένου κοινού τραγουδιστές.

Κάτι παρόμοιο συνέβη με την Καίτη Ντάλη. Που με την άχνα της θλίψης της μού συνέτριψε τα σωθικά ένα βράδυ Παρασκευής σ’ ένα υπόγειο στη Βικτωρίας – όταν «επανασυστηνόταν» έπειτα από αρκετά χρόνια «εξαφάνισης». Ή με τη Γιώτα Γιάννα, προτού «ανακαλυφθεί» ξανά – και λοιδορηθεί, κάποια στιγμή, από τους αμετροεπείς, με τις γνωστές σύγχρονες μαφιόζικες τηλεοπτικές μεθόδους. Ή ακόμη και με τον Κύπριο Περικλή του «λάθους» που -ποιος ξέρει πώς;- καθηλώθηκε στα «οικογενειακά» μαγαζιά της Λευκωσίας και δεν έγινε μαρκίζα στα πρωτοκλασάτα της Αθήνας όπου θα απλωνόταν η λαϊκότητα της φωνής του σαν πυκνό ύφασμα, εφάμιλλη εκείνης του Στράτου Διονυσίου, αν η συνοχή μυαλού κι εκείνης της βαθιάς ανάσας συμφώνων στους στίχους διαμεριζόταν σωστά. Κι άλλοι. Οι περιπτώσεις ποικίλλουν – αναλόγως. Αρκεί ένα ταλέντο για τη διαχρονικότητα – μεγεθυμένο σαν όαση στη μεγάλη έρημο συμπαρασύροντας για «νερό»; Δεν αρκεί. Πότε αρκούσε; 

Η ζωή μας είναι συμπτώσεις – τύχη κυρίως. Για τους καλλιτέχνες κανόνας – μια λάθος πόρτα και μία ατυχής εμφάνιση μπορεί να σε στριμώξει για πάντα -ή για πολλά χρόνια- στην αφάνεια των επιλογών «παραγόντων» (εκτός κι αν είσαι η -εξαίρεση- Τζένη Βάνου που επέπλεε θριαμβευτικά ακόμη και στα σκουπίδια των σκυλάδικων που τραγουδούσε «για το μεροκάματο» στη δύση της μεγάλης της καριέρας). Μου το λέει πολύ ωραία ο Χρήστος Μάστορας στη συνέντευξή του που θα διαβάσετε παρακάτω – ένα παιδί γεννημένο από την pop κουλτούρα που καταφέρνει να επιπλέει ποιητικότατα απ’ τον αφρό της τηλεοπτικής μαζικότητας ερμηνεύοντας στίχους απλούς σαν να μην απέβαλε ποτέ του τον εφηβικό ρομαντισμό απ’ τον οποίο σταμπαριστήκαμε όλοι κάποια στιγμή: «το σημαντικότερο απ’ το να έχεις ταλέντο, είναι να ξέρεις να το διαχειρίζεσαι σωστά». Αυτό. 

Πόσοι φρίκαραν από την αναμενόμενη παρακμή του καλλιτεχνικού βίου και γύρισαν απροετοίμαστοι για την αρπαγή των γυπαετών, πίσω στο μικρό τους δυαράκι – έξω από τα φώτα και τη λάμψη, τα «μπράβο» εκείνα που θρέφουν ανελέητα; Αναρωτήθηκα, πολλές φορές, για την ψυχολογική πίεση αυτών των ανθρώπων – τι μεγάλες καμπύλες κάνει η ζωή καμιά φορά! Τους συμπαραστέκομαι και τους κατανοώ – φωτεινότεροι συνήθως από τους πρωτοκλασάτους, γήινα τραυματισμένοι κι όχι γυάλινοι. Παρηγοριέμαι στη λύπη και στην αναγέννησή τους και λέω, δεν μπορεί, «θα περάσει κι αυτό», όπως συμβαίνει στα τραγούδια τους. Όπως το άκουσμά τους στην ερμηνεία τους που σπάει. Όπως όλα – όπως όλα όσα έχουν εντρυφήσει σε αποχαιρετισμούς και κατανοούν -ξέρουν καλά- πού ακριβώς διαχωρίζεται το ενδιάμεσο απ’ το αναπόφευκτο. 

«Τι παράπονα είχες, τι σου έλειψε πες μου
πες μου ποια αδικία, σου ‘χα κάνει βαριά.
Κι αν ελάχιστες ήταν, οι κακές οι στιγμές μου
πως να τις συγχωρήσεις, που δεν είχες καρδιά».

[email protected]