Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η ιστορία λειτουργεί ως πυξίδα και φάρος για τους αγωνιζόμενους λαούς. Γι’ αυτό κάθε μαύρη επέτειος όπως η 15η και η 20η Ιουλίου του 1974, πρέπει να ακονίζει τη μνήμη, να σμιλεύει τη συνείδηση μέσα στη φλόγα της ιστορικής γνώσης και της ορθής πολιτικής ανάλυσης, να εντοπίζει τα αίτια για την πορεία που ακολούθησε η Ιστορία, ώστε να προκύπτει το χρέος εκάστου και ειδικότερα της πολιτικής εξουσίας, προς την πατρίδα. Η καταδίκη του δίδυμου εγκλήματος σε βάρος του λαού και του τόπου μας, δεν μπορεί και δεν είναι μια απλή τυπική υποχρέωση. Αντίθετα πρέπει να αποτελεί κατάθεση δέσμευσης, για συνέχιση του αγώνα μέχρι την τελική δικαίωση. Προϋπόθεση βέβαια σε έναν αντικατοχικό αγώνα, είναι η ενότητα δυνάμεων και οι κοινοί στόχοι για δικαίωση.

Ο τόπος μας μπορεί να είναι μικρός, αλλά πάλεψε διαχρονικά μ’ επίβουλους γείτονες και επιδρομείς για χιλιάδες χρόνια. Αγωνίστηκε για τη Δημοκρατία, την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την ελευθερία. Οι άνθρωποι του ως απλοί συνεχιστές μιας λαμπρής ιστορίας χιλιάδων χρόνων, αποδείχθηκαν αγωνιστές ακούραστοι για την ελευθερία και αναζήτησαν το δίκαιο, χωρίς ενδοιασμούς. Αυτός ο ολιγάριθμος λαός αρνείται την καταπίεση και τη βαρβαρότητα και απαιτεί να διαμορφωθεί η αναγκαία, νέα πορεία επίτευξης ενός καλύτερου και δίκαιου μέλλοντος. Άλλωστε από την 9η Ιουλίου 1821 μας χωρίζουν μόνο 200 χρόνια και από τον αγώνα του 1955-59 μόνο 61 χρόνια.

Άλλωστε σαράντα πέντε χρόνια από εκείνο τον Ιούλη, που το σώμα της Κύπρου σημαδεύτηκε κατάστηθα με τις χαρακιές της προδοσίας του πραξικοπήματος και της συμφοράς από την εισβολή και κατοχή και όμως δεν έκαμψαν και συνεχίζουμε αντί της απελευθέρωσης, να ζούμε κρίσιμες στιγμές για λύση καταστρεπτική. Διακυβεύεται πιο έντονα η επιβίωση του Κράτους από τις συνεχείς από πλευράς Τουρκίας και αλλεπάλληλες παρανομίες αντίθετα στο διεθνές δίκαιο αλλά και από τα διαδοχικά λάθη της πολιτικής των υποχωρήσεων. Υποχωρήσεις που «πρόσφεραν» χωρίς την όποια όμως σταθερά περί τούτου εντολή από τον κυρίαρχο λαό, καταστροφικές παραχωρήσεις, αναμένοντας, δήθεν, το «αντίδωρο» από την Τουρκία, η οποία διακηρύσσει θρασύτατα ακόμη και προς την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση, ότι δεν θα συμμορφωθεί και δεν θα τηρήσει το διεθνές δίκαιο και την αρχή της καλής γειτονιάς.

Η δέσμευση περί το λεγόμενο «ιστορικό συμβιβασμό», από τις συμφωνίες του 1977 και 1979, που δεν τήρησε ποτέ η Τουρκία, με πρώτη ένδειξη το 1983 όταν προχώρησε στην πανηγυρική καταπάτηση τους, με την «ανακήρυξη» του ψευδοκράτους ή όταν απαιτεί συνομοσπονδία ή δύο κράτη ή όταν επεμβαίνει στην ΑΟΖ της Κύπρου και προχωρεί σε νέα παράνομα τετελεσμένα για την Αμμόχωστο. Μια πολιτική διαχείρισης του προβλήματος, η οποία επιβεβαιώνει την αποτυχία της πορείας που ακολουθήθηκε για τόσα χρόνια, μάλιστα, παρά την εντολή του λαού με το δημοψήφισμα του 2004 και το γεγονός ότι, η Κυπριακή Δημοκρατία κατέστη έκτοτε, ισότιμο και πλήρες μέλος της Ε.Ε. Είναι καταθλιπτικά απαράδεκτη κατάσταση, να διαπραγματεύεται μια χώρα μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Κυπριακή Δημοκρατία, τη λύση του δικού της διεθνούς αλλά και Ευρωπαϊκού προβλήματος, παράνομης στρατιωτικής εισβολής, εποικισμού και κατοχής με προδιαγραφές ανελεύθερες και αντιδημοκρατικές. Δεν μπορεί ο λόγος αυτής της τραγικότητας, να είναι στα 47 χρόνια συνομιλιών, η διπλωματική δεινότητα ή η στρατιωτική υπεροχή της Τουρκίας. Συνεισφέρει, δυστυχώς, πρόσθετα η εθελότυφλη αντίληψη ότι, η Τουρκία θα συμβάλει στην επίλυση του προβλήματος, όχι γιατί θα αναγνωρίσει τις ευθύνες της, αλλά γιατί αυτό είναι το συμφέρον της, εξού και οι απαράδεκτες ιδέες για δύο κράτη. 

Τον ένοχο κατά το διεθνές δίκαιο πρέπει να τον θέτεις συνεχώς στο σκαμνί του κατηγορουμένου. Οι καταγγελίες και η αναζήτηση αλληλεγγύης από την Ευρωπαϊκή Ένωση που έγινε τώρα έπρεπε να είχαν γίνει πριν πολλά χρόνια. Δεν αφήνεις στο απυρόβλητο, μια χώρα που παραβιάζει διαρκώς και πολλαπλώς το διεθνές δίκαιο. Όμως μια τέτοια διεκδίκηση προϋποθέτει ομόφωνη και συστρατευμένη δράση. Αυτή θα αποβεί σε δημιουργική δύναμη, για τη μοίρα του τόπου. Η μετά από 47 χρόνια, κοινή από όλα τα κόμματα αντικατοχική εκδήλωση για την εδώ νέα παρουσία του κ. Ερντογάν, θα εξέπεμπε το σαφές μήνυμα ότι οι πολίτες της Ευρώπης αυτού του τόπου, δεν ανέχονται και δεν τους ταιριάζουν νόθες λύσεις κατά τις απαιτήσεις της Τουρκίας. Η μνήμη αγώνων και θυσιών και η αξιοπρέπεια του λαού δεν επιτρέπει άλλες πλέον εθελότυφλες αντιλήψεις. Τα αναφαίρετα δικαιώματα του λαού και του τόπου πρέπει να είναι γνωστό σε όλους ότι είναι αδιαπραγμάτευτα. Γι’ αυτό αναζητούμε πραγματική αλληλεγγύη, που να επιτρέψει στην Τουρκία να κατανοήσει επιτέλους την ανάγκη για σεβασμό στο Διεθνές και Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Ο κυρίαρχος λαός ας είναι λοιπόν σε γνώση όλων, φίλων και λιγότερο φίλων, ότι θα είναι παρόν και ομόγνωμος, για την αποτροπή κάθε καταστρεπτικής λύσης.

*Δικηγόρος – Πρώην βουλευτής