Στις 2.30′ το πρωί άρχισαν να κτυπούν οι καμπάνες. Ο Μηνάς που ήταν ο κωδωνοκρούστης της βραδιάς, καθώς κτυπούσε δυνατά το σύστρο της μεγάλης καμπάνας, ένιωθε την ευχαρίστηση, ότι με κείνο το κτύπημα τους ξυπνούσε όλους, πλούσιους και φτωχούς, μικρούς και μεγάλους, άνδρες και γυναίκες και κανένας δεν μπορούσε ν’ αρνηθεί την κλήση, αλλά όλοι ετοιμάζονται για την εκκλησία. Πρώτα ξυπνούν οι γονείς, ύστερα φωνάζουν στα μικρά παιδιά, που βυθισμένα στο βαθύ ύπνο με μεγάλη δυσκολία αποχωρίζονται το ζεστό τους κρεββάτι. Σε λίγο μπουλούκια – μπουλούκια ανεβαίνουν από την Κάτω Γειτονιά ή κατεβαίνουν από την Πάνω Γειτονιά οι οικογένειες. Όλοι φορούν τα γιορτινά τους και τα μικρά παιδιά “παννίζουν” τα καινούρια τους ρούχα. Στο δρόμο συναντιούνται και καλημερίζονται νιώθοντας την ημέρα της Ανάστασης να ζωντανεύει μέσα τους τα συναισθήματα της αγάπης και της αλληλοκατανόησης……….
     …… Στην είσοδο συνωστισμός. ‘Ολοι περνούν από το παγκάρι και καλημερίζουν τον Αναστασιάδη, το Πρόεδρο της Εκκλησιαστικής Επιτροπής που χαμοχελαστός τους υποδέχεται. Δίπλα ο Μιρτής, σοβαρός, σκυμμένος πάνω στο παγκάρι ελέγχει την πώληση των άσπρων λαμπάδων που τις έφεραν ειδικά για την Ανάσταση. Οι λεπτές μισό σελίνι, οι πιο χοντρές ένα σελίνι. Ο κάθε οικογενειάρχης αγοράζει λαμπάδες για όλη την οικογένεια……….
     Πλησιάζει τρεις η ώρα. Ο Παπά-Κώστας ρωτά αν λείπει κανένας, έστω και τυπικά. Και πάλι τυπικά παίρνει την απάντηση, ότι είναι όλοι οι χωριανοί στην εκκλησία. Ο Αναστασιάδης από το παγκάρι πατά το διακόπτη και σβήνει όλα τα φώτα της εκκλησίας. Τότε ο Ευστάθιος κατεβάζει το καντήλι που βρίσκεται πίσω από την Αγία Τράπεζα. Ο παπά-Κώστας πλησιάζει και ανάβει τις λαμπάδες στο ασημένιο, σκαλιστό τρικέρι. ‘Ύστερα πλησιάζει την Ωραία Πύλη. Μαζεμένοι εκεί αρκετοί χωριανοί, κυρίως νεαροί ετοιμάζονται να συναγωνιστούν ποιος να πάρει πρώτος το ‘Αγιο Φώς. Δεν προλαβαίνει να πει ο παπά-Κώστας το “Δευτ…” και καθώς όλοι απλώνουν τα κεριά στους προς το τρικέρι, πιέζουν τις λαμπάδες και τις σβήνουν. Ο παπά-Κώστας δείχνει τη δυσαρέσκειά του, αλλά δε λέει τίποτε. Μα μπαίνει ξανά στο Ιερό, πλησιάζει το άγιο καντήλι και ανάβει ξανά το τρικέρι. ‘Ύστερα βγαίνει ξανά στην Ωραία Πύλη, τεντώνει το κορμί και υψώνει το τρικέρι όσο πιο ψηλά μπορεί, ψάλλοντας το “Δεύτε λάβετε φως εκ του ανεσπέρου φωτός…”. Οι κοντοί δεν το φτάνουν. Οι υπόλοιποι, συνεσταλμένοι αυτή τη φορά, πλησιάζουν με περισσότερη ευγένεια και προσπαθούν να πάρουν την πρωτιά στο ‘Αγιο Φώς. Κάποιος φωνάζει πως άναψε πρώτος το κερί του, αλλά καθώς ανάβουν δυο τρία κεριά μαζί, κανένας δεν είναι σίγουρος για την πρώτη θέση.
 
     Το φως ταξιδεύει από λαμπάδα σε λαμπάδα, προχωρεί δεξιά και αριστερά, φτάνει στα ψαλτήρια, ύστερα στο παγκάρι, μετά στο πίσω μέρος της εκκλησίας. ‘Ολοι κρατούν τώρα τα αναμμένα κεριά και αναμένουν. Εκείνη την ώρα με ένα πάτημα του διακόπτη το ηλεκτρικό φως σκορπίζεται στην εκκλησία, ενώνεται με το άγιο φως των κεριών και δημιουργεί ατμόσφαιρα εορταστική και νικηφόρα.
     Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, μέσα στην σιγή της εκκλησίας, ακούγεται η φωνή του παπά-Κώστα, που αντηχεί στο θόλο της εκκλησίας και μεγεθύνεται από τα μεγάφωνα που τη σκορπούν έξω στον ηλιακό και την αυλή. «Την ανάστασιν σου, Χριστέ Σωτήρ, άγγελοι υμνούσιν εν ουρανοίς και ημάς τους επι γής καταξίωσον εν καθαρά καρδία σε δοξάζειν». Τον καλό λόγο επαναλαμβάνει από δεξιά ο Πατζηνάκκος και από αριστερά ο Αντωνής, ενώ η καμπάνα από ψηλά μεταδίδει το αναστάσιμο μήνυμα σ’ ολόκληρο το χωριό. Οι νεαροί στην αυλή της εκκλησίας μεταδίδουν το μήνυμα της νίκης με το δικό τους τρόπο, ……………………….
     Ο παπά- Κώστας κρατώντας το Ευαγγέλιο βγαίνει από την ωραία πύλη. Τον ακολουθεί ο διάκος, ενώ από τη μικρή πόρτα βγαίνουν τα εξαπτέρυγα. Μερικοί σηκώνουν την εικόνα της Ανάστασης και αρχίζει η λιτανεία. Βγαίνει η πομπή από την νότια πύλη του ναού, ακολουθεί ο λαός, κάνουν το γύρω της εκκλησίας, που έχει αδειάσει. Τότε ο Αναστασιάδης κλείει από μέσα τη βαριά ξύλινη πόρτα και στέκεται από πίσω.
     Η λιτανεία συμπληρώνει το γύρο της εκκλησίας και ο παπά-Κώστας είναι τώρα έξω από την κλειστή νότια βαριά πόρτα, πίσω του η εικόνα της Ανάστασης, τα εξαπτέρυγα, ο λαός. Ο παπά-Κώστας κτυπά με το χέρι την κλειστή πόρτα και λέει, επαναλαμβάνοντας τρεις φορές την προσταγή. «’Αρατε πύλας, οι άρχοντες ημών, ίνα εισέλθει ο βασιλεύς της δόξης». Στην πρώτη και τη δεύτερη φορά δεν παίρνει απάντηση. Στην Τρίτη φορά ακούγεται από μέσα η φωνή «Και τις εστίν ούτος, ο βασιλεύς της δόξης;».  Τότε ο παπά-Κώστας απαντά δυνατά: «Ιησούς Χριστός, βασιλεύς κραταιός, δυνατός, Κύριος εν πολέμω, αναστάς εκ νεκρών, ούτος εστίν ο βασιλεύς της δόξης».. Στο “ούτος” σπρώχνει με δύναμη την πόρτα. Από μέσα ο Αναστασιάδης αφήνει ελεύθερη την πόρτα, που ανοίγει διάπλατα και όλοι μπαίνουν στην εκκλησία. Ο παπά-Κώστας ανεβαίνει στο δεσποτικό θρόνο και διαβάζει το ευαγγέλιο. “Διαγενομένου του Σαββάτου….. ” και ύστερα αρχίζει να ψάλλει το “Χριστός Ανέστη” και μαζί του όλο το εκκλησίασμα. Η Ανάσταση έγινε και φέτος στην Αγία Φύλα. Ο παπά-Κώστας πηγαίνει στο ιερό, ο κόσμος αρχίζει να προσκυνά, η λειτουργία συνεχίζεται…