«Χορεύοντας στη Λουνάσα» του Μπράιαν Φρίελ σε σκηνοθεσία Λέας Μαλένη.

Τον περασμένο Φεβρουάριο, στα πρώτα 24ωρα της εισβολής στην Ουκρανία, ένας ευνοϊκός άνεμος με πήγε για λίγες μέρες στο Δουβλίνο. Σεργιανίζοντας ένα απόγευμα στα Ντόκλαντς, ένα σημείο αμέτρητων οδυνηρών αποχαιρετισμών, την προσοχή μου κέντρισε ένα αναπαλαιωμένο βιομηχανικό κτήριο στη βόρεια όχθη του ποταμού Λίφι. Το EPIC, το Μουσείο Ιρλανδικής Μετανάστευσης (σωστότερα: εκπατρισμού), που άνοιξε το 2016, είναι ένα μουσείο χωρίς εκθέματα. Παντελώς ψηφιακό. Μοιάζει περισσότερο με μια διαδραστική κιβωτό βιωμένης και προφορικής μαρτυρίας, παραδόσεων και ξεριζωμών, δόξας και συντριβής, μια σύγχρονη απόπειρα γεφύρωσης του χάσματος μεταξύ ιστορίας και μνήμης.

Στην άλλη πλευρά του παρόχθιου δρόμου, στην προκυμαία, βρίσκονται οι έξι γλυπτές φιγούρες υποσιτισμένων Ιρλανδών που από το 1997 συνθέτουν το «Μνημείο του Λιμού», σε ανάμνηση του μεγάλου λιμού του 1845-49, που οδήγησε στη μείωση του πληθυσμού στο νησί κατά το ήμισι από το θανατικό και την εξωθημένη μετανάστευση.

Οι Ιρλανδοί –που διακατέχονται από το σύνδρομο του περιούσιου λαού, αλλά σε μια ήπια και γαρμπόζα μορφή- είναι λες και ηδονίζονται να ξύνουν τις πληγές τους. Υποδαυλίζοντας τη θράκα της μνήμης, αγγίζοντας συνεχώς τα συλλογικά τους τραύματα, ρίχνοντας αλάτι στις εθνικές τους λαβωματιές και ισορροπώντας περίτεχνα μεταξύ υπεροψίας και μεμψιμοιρίας, εξασφαλίζουν ένα ψυχικό απόθεμα που λαμπαδιάζει το φαντασιακό. Αυτό άλλοτε αποστάζεται σε υψηλότατου επιπέδου πνευματική δημιουργία κι άλλοτε σε οινοπνευματική ροπή –χωρίς το ένα να αποκλείει το άλλο. Μοιάζουν κάπως με τους Έλληνες, αλλά και δεν μοιάζουν με κανέναν: εξωστρεφείς, κυκλοθυμικοί, αυτοοικτίροντες, σαρκαστικοί. Και κυρίως: αμετανόητα νοσταλγικοί.

Η νοσταλγία, με έμφαση στο δεύτερο συνθετικό, το άλγος, είναι η λέξη- κλειδί για την πρόσληψη του εμβληματικού έργου του Μπράιαν Φρίελ «Χορεύοντας στη Λουνάσα». Εκεί που ο ενήλικας πια Μάικλ ταξιδεύει νοερά στο καλοκαίρι του 1936, όταν ήταν επτά χρονών και ζούσε στην ύπαιθρο μαζί με τις «μεγαλοκοπέλες» θειάδες του και την ανύπαντρη μητέρα του, δηλαδή με πέντε αδερφές αιχμάλωτες της ενθύμησης και της φθοράς.

Αν χαρακτηρίσω το έργο «ημιαυτοβιογραφικό» θα είναι πλεονασμός, καθώς υπό μια έννοια όλα τα πνευματικά πονήματα εμπεριέχουν στον πυρήνα βιώματα του δημιουργού τους. Πολλώ δε μάλλον όταν αυτός είναι Ιρλανδός, φορέας δηλαδή μιας υπερφορτισμένης κοινωνικής μνήμης. Ο Βορειοϊρλανδός Φρίελ, ένθερμος υποστηρικτής της ιρλανδικής ενοποίησης και αυτοδιάθεσης, παρέδωσε το τρυφερό, μυστηριώδες και ιλαροδραματικό αυτό κείμενο το 1990, έχοντας πατήσει ήδη τα 60. Ηθογραφεί περίτεχνα τους αυθεντικούς, πληβειακούς, στερημένους συμπατριώτες του, που το μόνο που επιθυμούσαν ήταν ένας απλός και ήσυχος βιοπορισμός, αλλά η ανέχεια τους ώθησε στον ξεριζωμό.

Στην Κύπρο συζητείται μέχρι σήμερα η παράσταση που είχε ανεβάσει στον ΘΟΚ ο Χρίστος Σιοπαχάς μόλις τέσσερα χρόνια μετά την παγκόσμια πρεμιέρα στο Θέατρο Abbey του Δουβλίνου. Γι’ αυτό και το ανέβασμά του 32 χρόνια μετά, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Όχι επειδή υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία ότι το κείμενο διατηρεί αναλλοίωτη τη φρεσκάδα και την επικαιρότητά του, αλλά επειδή το φιλόδοξο τόλμημα δεν γίνεται από το κρατικό θέατρο, αλλά από έναν ιδιωτικό θίασο. Όμως, η σκηνοθέτρια και οι συνεργάτες της όχι μόνο κερδίζουν το στοίχημα, αλλά η εγρήγορση της ανάγκης και της μειονεκτικότητας προσθέτει πόντους. Με μια υποδειγματική επιμονή σε κάθε πτυχή της παραγωγής, προσφέρουν μια καλοδεχούμενη ανάσα ιδεώδους επαγγελματισμού που μεγάλη ανάγκη έχει το κυπριακό θέατρο σ’ αυτό του το φεγγάρι. Με φροντίδα για τη λεπτομέρεια: από τη διάταξη των εξέδρων, μέχρι το πρόγραμμα.

Κυρίαρχη είναι η συμβολή του σκηνογράφου Εδουάρδου Γεωργίου που μετέτρεψε το Wherhaus 612 σε χρονοκάψουλα που μεταφέρει τον θεατή στην Ιρλανδία του ’30, με ανάλογη μελέτη πάνω στην ενδυματολογική συνέπεια. Το ίδιο ισχύει για το ηχοτοπίο, την κινησιολογία, το υψίστης δραματουργικής σημασίας χορευτικό ξέσπασμα που ξεπερνά τα λόγια.

Η Λέα Μαλένη δεν φοβήθηκε πιθανές ηλικιακές ανακολουθίες και πέτυχε μια εργονομική διανομή, που δικαιώθηκε τόσο οπτικά όσο –κυρίως- ερμηνευτικά. Μια εύγλωττη, πιστή αποτύπωση ολοκληρωμένων χαρακτήρων που σχεδόν ξεπετάγονται μέσα από τη γλυκιά όσο και καταπιεστική ατμόσφαιρα της εποχής τους. Μεγαλύτερο επίτευμα είναι η ποιητικορεαλιστική απεικόνιση αυτού του συναρπαστικού παιχνιδιού με τη μνήμη, παράλληλα με την έντιμη ανάδειξη της πολιτικής καρδιάς του σπουδαίου έργου.

Ελεύθερα, 16.10.2022