Επανέρχεται μετά από χρόνια η φημολογία και η ψιθυρολογία στην αγορά για μετοχικό φλερτ ελληνικών τραπεζών προς κυπριακές τράπεζες. Φλερτ που δεν είναι καινούριο, αλλά μετράει χρόνια πίσω, με διαφορετικούς πρωταγωνιστές αλλά και συνθήκες της αγοράς.

Το ενδιαφέρον για συγχωνεύσεις ελληνικών και κυπριακών τραπεζών κόπηκε μαχαίρι το 2013 από την τρόικα, σε μια προσπάθεια να αποκοπεί οποιαδήποτε οικονομική σύνδεση Ελλάδας και Κύπρου, κυρίως στο τραπεζικό κομμάτι, στην εποχή της μνημονιακής προσαρμογής της χώρας και των προβλημάτων που είχαν προκύψει.

Εννιά χρόνια σχεδόν η φημολογία είχε σταματήσει και η κάθε τράπεζα σε Ελλάδα και Κύπρο προσπαθούσε να ενισχυθεί κεφαλαιακά, να καθαρίσει τον ισολογισμό της από προβληματικά δάνεια και να ενδυναμώσει την οργανική της κερδοφορία. Τώρα φαίνεται ότι οι συνθήκες έχουν διαφοροποιηθεί, μετά το μεγάλο ξεκαθάρισμα που έγινε στους τραπεζικούς ισολογισμούς και το μετοχικό φλερτ επανέρχεται αλλά με διαφορετικές τράπεζες στο προσκήνιο. Οι αναγκαίες αλλαγές στο επιχειρηματικό μοντέλο λειτουργίας των τραπεζών, η στροφή στην πράσινη  ανάπτυξη και η αύξηση της κερδοφορίας σηματοδοτούν και τη νέα εποχή των τραπεζών.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Διέψευσε η Εθνική Ελλάδας συγχώνευση με Τράπεζα Κύπρου

Οι καταστάσεις σε σύγκριση με το 2013 είναι τελείως διαφορετικές. Οι τράπεζες έχουν κεφάλαια και ρευστότητα, μείωσαν το προβληματικό χαρτοφυλάκιο δανείων, αλλά πρόσφατα βρέθηκαν αντιμέτωπες με τις επιπτώσεις της πανδημίας, λόγω των ιδιαίτερων συνθηκών που επικρατούσαν στην οικονομία. Tώρα αντιμετωπίζουν μια ακόμη μεγάλη πρόκληση, αυτήν του ρωσο-ουκρανικού πολέμου και ο φόβος είναι αν η ενεργειακή κρίση και η ακρίβεια δημιουργήσουν νέο κύμα κόκκινων δανείων, που θα ταλαιπωρήσει το χαρτοφυλάκιο τους.

Θέλουν έσοδα

Οι τράπεζες έχοντας προχωρήσει σε μεγάλο βαθμό στην εξυγίανση των χαρτοφυλακίων τους από τα προβληματικά δάνεια, στρέφονται σταδιακά στην ταχύτερη υλοποίηση του ψηφιακού τους μετασχηματισμού και στο σχεδιασμό της επόμενης μέρας του τραπεζικού συστήματος.

Εκείνο που θέλουν οι κυπριακές αλλά και οι ελληνικές τράπεζες πέρα από τον ψηφιακό μετασχηματισμό είναι το άνοιγμα σε νέες αγορές, για να μπορούν να διευρύνουν τον κύκλο των εσόδων τους. Τα έσοδα είναι αρκετά δύσκολο να αυξηθούν αν προέρχονται μόνο από την τοπική αγορά, για αυτό και το κέντρο βάρους μεταφέρεται στον περιορισμό του κόστους. Άρα, στο σκέλος των εσόδων τα πράγματα είναι πολύ περιορισμένα, ενώ στα έξοδα συνήθως η πολιτική των τραπεζικών διοικήσεων εστιάζεται στις μειώσεις προσωπικού και το κλείσιμο καταστημάτων.

Πρωταγωνιστές της αγοράς

Οι πρωταγωνιστές της κυπριακής αγοράς είναι η Τράπεζα Κύπρου και η Ελληνική, δυο τράπεζες που ελέγχουν πάνω από το 55% του μεριδίου της αγοράς στον τομέα των δανείων και πάνω από 60% στις καταθέσεις. Την προηγούμενη εβδομάδα, ρεπορτάζ σε ελληνικά ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης ανέφεραν ότι η Τράπεζα Κύπρου συζητά για συγχώνευση με την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος. Κάτι που διαψεύστηκε την ίδια μέρα στο Χρηματιστήριο Αθηνών από την Εθνική Τράπεζα. Το δημοσίευμα μάλιστα μιλούσε για προχωρημένες διαπραγματεύσεις και ότι απομένουν ελάχιστα σημεία προς διευκρίνιση, ενώ για το όνομα του «στρατηγικού επενδυτή» έλεγε ότι είναι «επτασφράγιστο μυστικό». Η διάψευση έβαλε τέλος σ’ αυτή την τραπεζική σεναριολογία. Ο διευθύνων σύμβουλος της Τράπεζας Κύπρου Πανίκος Νικολάου, στην παρουσίαση των αποτελεσμάτων του πρώτου τριμήνου 2022, την περασμένη Πέμπτη, ανέφερε ότι δεν σχολιάζει φημολογίες και ειδικά όταν η Εθνική Τράπεζα διέψευσε επίσημα το σενάριο εξαγοράς και άρα το θέμα είναι λήξαν.

Ενδιαφέρον από  Eurobank

Το ενδιαφέρον, όμως, είναι στη δεύτερη μεγαλύτερη τράπεζα της Κύπρου, στην Ελληνική, και για το κατά πόσο θα υπάρξει κοινό μέλλον με τη Eurobank. Διότι, πέρα από τους ψιθύρους της αγοράς, που συντηρούν το θέμα, υπάρχουν και χειροπιαστές εξελίξεις, καθώς ο ελληνικός όμιλος είναι μέτοχος στην Ελληνική.

Η Eurobank πέρυσι τον Ιούλιο ανακοίνωσε ότι σύναψε σύμβαση αγοραπωλησίας μετοχών με τη Third Point Hellenic Recovery Fund, για την εξαγορά επιπλέον ποσοστού 2,7%, με τη συμμετοχή της να ανέρχεται στο 12,6%. Στην ανακοίνωση ο ελληνικός όμιλος είχε αναφέρει, ένα χρόνο πριν, πως «η Ελληνική Τράπεζα είναι η δεύτερη μεγαλύτερη τράπεζα στην Κύπρο, που δραστηριοποιείται στην τραπεζική ιδιωτών και επιχειρήσεων και στη διεθνή τραπεζική. Η επένδυση αυτή είναι ευθυγραμμισμένη με τη στρατηγική του Ομίλου Eurobank να ενισχύσει περαιτέρω την παρουσία του σε όλες τις βασικές αγορές στις οποίες διατηρεί στρατηγικό ενδιαφέρον. Έχοντας πολύ καλή γνώση της εγχώριας αγοράς, μέσω της κατά 100% θυγατρικής Eurobank Κύπρου και λαμβάνοντας υπόψη τις θετικές προοπτικές της κυπριακής οικονομίας, η Eurobank πιστεύει ότι η Ελληνική Τράπεζα, με τη διοίκηση, την κεφαλαιακή δομή και την πιστή πελατειακή της βάση, βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση, ώστε να επωφεληθεί από τις προοπτικές που υπάρχουν και να αξιοποιήσει τις μελλοντικές ευκαιρίες. Σε αυτό το πλαίσιο, η Eurobank προσβλέπει σε στενή συνεργασία με τους υπόλοιπους μετόχους και το διοικητικό συμβούλιο της Ελληνικής Τράπεζας και δεσμεύεται να συνεισφέρει θετικά και εποικοδομητικά προς αυτή την κατεύθυνση».

Παρά το γεγονός ότι το ποσοστό της Eurobank δεν αυξήθηκε εδώ και ένα χρόνο, το κλίμα ενδιαφέροντος συντηρείται από τα ελληνικά μέσα ενημέρωσης, αλλά και από τα τραπεζικά πηγαδάκια σε Ελλάδα και Κύπρο, που βλέπουν εξελίξεις. Πριν ενάμιση μήνα γράφτηκε ότι η διοίκηση της Eurobank ήταν σε προχωρημένες συζητήσεις με τη Wargaming, τον δεύτερο μεγαλύτερο μέτοχο της Ελληνικής, με ποσοστό 20,2%, ο οποίος θέλει να αποχωρήσει από την τραπεζική επένδυση. Φήμη η οποία όσο περνάει ο καιρός συντηρείται χωρίς να υπάρχουν διαψεύσεις ή επιβεβαιώσεις από καμία πλευρά. Τα τραπεζικά πηγαδάκια θεωρούν ότι η Wargaming θέλει να φύγει από την επένδυση, αλλά το θέμα είναι η τιμή που θα πωλήσει τις μετοχές. H Eurobank εάν αποκτούσε το 20,2% της Wargaming θα είχε τον έλεγχο του 32,8% της Ελληνικής Τράπεζας και κατ΄ουσία θα ήταν ο βασικός στρατηγικός επενδυτής. Ωστόσο, με βάση τη νομοθεσία, αν το ποσοστό ξεπεράσει το 30% θα πρέπει να υποβάλει δημόσια πρόταση προς όλους τους μετόχους.

Τα μεγέθη και οι μέτοχοι τραπεζών

Οι κυπριακές τράπεζες είναι πολύ μικρές σε σχέση με τις ελληνικές. Η κεφαλαιοποίηση της Τράπεζας Κύπρου (τιμές Τετάρτης 18 Μαϊου) στο ΧΑΚ ήταν €450,66 εκατ., ο αριθμός μετοχών 446.199.933 και η τιμή κλεισίματος €1.01.

Η χρηματιστηριακή αξία της Ελληνικής  είναι €309, 60 εκατ., ο αριθμός μετοχών €412.805.230 και η τιμή κλεισίματος €0,75.

Η χρηματιστηριακή αξία της Εθνικής το ΧΑ είναι €3,03 δισ., ο αριθμός μετοχών 914.715.153 και η τιμή κλεισίματος €3,35.

Η κεφαλαιοποίηση της Eurobank στο ΧΑ είναι €3,36 δισ., ο αριθμός μετοχών 3.709.161.852 και η τιμή στο ΧΑ €0,91.

Ο μεγαλύτερος μέτοχος της Eurobank είναι το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ), με ποσοστό 51,23%, η Fairfax Financial Holding Limited με 33%, η Capital Group Companies (CGC) με 5,06%, οι λοιποί θεσμικοί επενδυτές εσωτερικού με 3,21%, οι λοιποί θεσμικοί επενδυτές εξωτερικού με 1,4% και οι μη θεσμικοί επενδυτές (λοιπά νομικά πρόσωπα και ιδιώτες επενδυτές)  με 6,1%.

Στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας κατέχει ποσοστό 40,39% του  μετοχικού κεφαλαίου της Τράπεζας. Το 45,14% είναι κατανεμημένο σε θεσμικούς και ιδιώτες επενδυτές του εξωτερικού και το 7,81% σε ιδιώτες επενδυτές εσωτερικού. Το 6,14% έχουν εγχώριοι ιδιώτες, νομικά πρόσωπα και λοιποί θεσμικοί επενδυτές και το 0,52% εγχώρια συνταξιοδοτικά ταμεία και λοιποί μέτοχοι.

Υπέρ των συγχωνεύσεων οι επόπτες

Από το 2020, όταν άρχισε η πανδημία COVID 19 και οι ευρωπαϊκές τράπεζες άρχισαν να αντιμετωπίζουν δυσκολίες, ο επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Εποπτικού Μηχανισμού (SSM) της ΕΚΤ, Αντρέα Ένρια, τάχθηκε υπέρ των διασυνοριακών εξαγορών και συγχωνεύσεων και μάλιστα χωρίς να υπάρχουν πολιτικά εμπόδια. Τον Δεκέμβριο του 2021 αναφορές σε τραπεζικές συγχωνεύσεις έκανε και ο διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας Κωνσταντίνος Ηροδότου, περιγράφοντας ένα περιβάλλον προκλήσεων που ευνοεί συγχωνεύσεις στον εγχώριο τραπεζικό τομέα. Τόσο ο κ. Ενρία όσο και ο κ. Ηροδότου έκαναν τις δηλώσεις για τραπεζικές συγχωνεύσεις πριν ξεσπάσει ο ρωσο-ουκρανικός πόλεμος και αυξηθούν οι προκλήσεις του τραπεζικού τομέα. Αρχές του 2021, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, θέλοντας να διευκολύνει τις συγχωνεύσεις τραπεζών, πρότεινε μία εποπτική προσέγγιση που δεν επιβάλλει μεγαλύτερες κεφαλαιακές απαιτήσεις.