Το περασμένο Αύγουστο μια γυναίκα 79 ετών, λίγα χρόνια μεγαλύτερη από τη μητέρα μου, δηλώθηκε ελλείπουσα. Λίγες μέρες πριν, κάποιος την είχε βρει να περιπλανιέται αποπροσανατολισμένη στην πόλη που πετά και τη μετέφερε στο Γενικό Νοσοκομείο Λεμεσού. Εκεί, οι γιατροί διαπίστωσαν ότι ήταν η ίδια γυναίκα που τους είχε επισκεφτεί το πρωί. Την αποδέσμευσαν και την έστειλαν στο σπίτι της. Μόνη της. 79 χρονών γυναίκα. Βρέθηκε νεκρή μια βδομάδα μετά, σ’ ένα χαντάκι, πεντακόσια μέτρα μακριά από το νοσοκομείο. Ήταν καρκινοπαθής, είχε κάνει μαστεκτομή, έπασχε από άνοια, είχε ψυχικά και άλλα πολλά οικογενειακά προβλήματα, μια γυναίκα που ζούσε σε συνθήκες που δεν θα δείτε να διαφημίζονται σε φιλμάκια προώθησης του success story που βιώνει η χώρα μας τα τελευταία χρόνια.
 
Τις ίδιες μέρες, στην ίδια πόλη που πετά -πίσω από τη βιτρίνα των πύργων με τους δεκάδες ορόφους  με τα διαμερίσματα φαντάσματα- στην οποία πληθαίνουν καθημερινά τα περιστατικά αστέγων που κοιμούνται σε παγκάκια στα πάρκα και στις παραλίες, ένας άνδρας άφηνε την τελευταία του πνοή σε μια εγκαταλελειμμένη οικοδομή, ενώ ένας 66χρονος περιπλανιόταν για μέρες αβοήθητος επειδή οι αρμόδιες υπηρεσίες βρίσκονταν σε περίοδο διακοπών.
Πριν από μερικές μέρες, ένας 15 χρόνος, ένα παιδί, σε μια οικογένεια που παρακολουθείτο για δώδεκα ολόκληρα χρόνια από λειτουργούς του Γραφείου Ευημερίας και η Αστυνομία ήταν ενήμερη για περιστατικά που συνέβαιναν στην οικογένεια, αποφάσισε να βάλει τέρμα στη ζωή του, να δραπετεύσει απ’ όσα έκαναν βασανιστική τη διαβίωση στο σπίτι του, κοντά σε ανθρώπους που λογικά έπρεπε να αισθάνεται ασφάλεια. Και αγάπη.
 
Δεν είχε περάσει πολύς καιρός από τότε που αποδείχτηκε ότι μερικές γυναίκες -ξένες σε ξένη γη- οι οποίες κατέφευγαν στην Αστυνομία δηλώνοντας την εξαφάνιση αγαπημένων τους προσώπων, φοβούμενες για τα χειρότερα, είχαν δίκιο. Οι φίλες τους, οι δυο μαζί με τα παιδιά τους, δυο μικρά κοριτσάκια έξι και οκτώ χρόνων, δολοφονήθηκαν από έναν κατά τ’ άλλα ευυπόληπτο πολίτη. Η αδιαφορία της Αστυνομίας, η δικαιολογία «πέρασαν στα κατεχόμενα» μπορεί να μην καταγράφηκε ακόμα στην έρευνα -άλλη μια έρευνα- που περιμένουμε, αλλά τεκμηριώθηκε από τα ρεπορτάζ και τις μαρτυρίες που είδαν στο μεταξύ το φως της δημοσιότητας. 
 
Όσο συνέβαιναν αυτά, ένα άλλο παιδί, ο πεντάχρονος σήμερα Άγγελος,  μεγάλωνε για τέσσερα ολόκληρα χρόνια μέσα στο Μακάρειο  Νοσοκομείο. Αυτοί που τον έφεραν στον κόσμο, τον εγκατέλειψαν ένεκα μιας σπάνιας ασθένειας που είχε. Είχαν αποκτήσει δίδυμα, το ένα τους βγήκε «χαλασμένο», πήραν το «καλό» και πήγαν σπίτι τους, αφήνοντας ένα μωρό  να μεγαλώνει στους θαλάμους ενός νοσοκομείου. Για τέσσερα ολόκληρα χρόνια. Μέχρι που, μετά από πιέσεις που προκάλεσε η γνωστοποίηση της, δύσκολης ομολογουμένως, υπόθεσής του, βρέθηκε μια προσωρινή λύση, υπό καλύτερες συνθήκες.
 
Υπό την παρακολούθηση του Γραφείου Ευημερίας ήταν και ένα από τα κορίτσια που κακοποιήθηκαν σεξουαλικά σε υπόθεση παιδεραστίας που απασχόλησε την πόλη της Λάρνακας και όλη την Κύπρο πριν από μερικά χρόνια. Στην ίδια πόλη που πριν από μερικά χρόνια μια γυναίκα, μια μάνα,  έμεινε για μέρες πεθαμένη σ’ ένα σπίτι γεμάτο σκουπίδια, χωρίς κανείς από τους γείτονές της να ενδιαφερθεί, ούτε για τους παράξενους θορύβους που προηγήθηκαν, ούτε για τη δυσοσμία που αναδυόταν μετά.
 
Την ίδια περίοδο στο «προπύργιο της Ευρώπης», σε μια πόλη που -φευ- φόρεσε τον τίτλο της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας, τραυματίστηκε ένας νεαρός τουρίστας ο οποίος, στην ιδιωτική κλινική όπου κατέφυγε ενημέρωσε -δεοντολογικά σωστά ως όφειλε- τους γιατρούς, ότι είναι φορέας του ιού του AIDS. Κι αυτοί τι έκαναν; Αρνήθηκαν να τον περιθάλψουν (προφανώς μόνο… υγιείς περιέθαλπαν εκεί) και ενημέρωσαν, μάλιστα, τηλεφωνικώς (παραβιάζοντας κάθε έννοια ιατρικού απορρήτου) το ξενοδοχείο του, το οποίο με τη σειρά του, του ζήτησε να το εγκαταλείψει, τον πέταξαν δηλαδή στον δρόμο επειδή ήταν οροθετικός.
 
Την ίδια βδομάδα που οι γιατροί της ιδιωτικής κλινικής αρνούνταν να περιθάλψουν έναν τραυματισμένο και το ξενοδοχείο έκαιγε τα σεντόνια του δωματίου του, βρέθηκε ένα νεκρό βρέφος στα σκουπίδια. Όχι από κάποιο (ασυγχώρητο) λάθος. Αλλά, από… επαγγελματικές αντιζηλίες. Επειδή οι υπάλληλοι είχαν μεταξύ τους διαφορές, προκειμένου να τη φέρει ο ένας του άλλου, πέταξαν ένα νεκρό βρέφος στον κάλαθο των σκουπιδιών.
 
Προσθέστε τώρα όσα άλλα περιστατικά θυμάστε εσείς – η δική μου μνήμη άρχισε είτε να ασθενεί είτε να παρουσιάζει συμπτώματα αυτοάμυνας. Προσθέστε την ασυδοσία. Την κοινωνική σήψη, τη μισαλλοδοξία και τον ρατσισμό που ακονίζουν τα δόντια τους. Το περί δικαίου αίσθημα που πλήττεται καθημερινά. Την ασέβεια στο περιβάλλον. Τις σπηλιές, τις ακακίες, τις παραλίες, τα διαβατήρια, τα διαμερίσματα φαντάσματα με sea view σε πύργους που προκαλούν τεράστια προβλήματα στο παραθαλάσσιο μέτωπο μιας πόλης. Τους αιωνίως ευρισκόμενους στο απυρόβλητο. Τα σκάνδαλα. Την αδιαφάνεια. Το φαγοπότι. Μιαν παρασιτική ελίτ να λυμαίνεται τα πάντα. Να απλώνεται σαν χταπόδι και να πολλαπλασιάζεται σαν αμοιβάδα, διά της διχοτόμησης. Τα αλισβερίσια μεταξύ πολιτικών, δικηγόρων, δικαστών, ντιβέλοπερ, ενίοτε και των ΜΜΕ συμπεριλαμβανομένων. Τις μαφίες του λευκού κολάρου. Τη φρενίτιδα να φάνε όλοι από παντού. Τη λαιμαργία. Τις ξεδιάντροπες κλεψιές. Τις μίζες των έργων που καθυστερούν αδικαιολόγητα, το κόστος που εκτοξεύεται. Toυς εκατοντάδες αργόσχολους που συντηρούμε. Τη διαπίστωση ότι μας εξουσιάζουν, ως επί το πλείστον, μετριότητες. Τις φαιδρότητες που αντιμετωπίζονται ως αστεϊσμοί. Την αλαζονεία, το θράσος και την ξετσιπωσιά της εξουσίας. Και τότε θα δείτε να αναβοσβήνει πάνω απ’ όλα αυτά μια ωραία, φωτεινή επιγραφή με νέον γράμματα – ο τίτλος: «Η χώρα του success story». Και ο καθένας από εμάς, ας αισθανθεί περήφανος για ό,τι νομίζει ότι του αναλογεί.
 
Περιοδικό Down Town, τεύχος 645.