Είπαμε χθες για τον αστεϊσμό, όπως ο ίδιος τον χαρακτήρισε, του Προέδρου Αναστασιάδη, για τους τρεις συνεργάτες του υποψήφιους, και για την «ενόχληση» Μαυρογιάννη και ΑΚΕΛ, που δεν τους αρέσει να χαρακτηρίζεται ο υποψήφιος ως πρώην συνεργάτης του Νίκου Αναστασιάδη. Αλλά, από τη διευκρινιστική δήλωση του Προέδρου, πέρασε απαρατήρητο ένα δεύτερο αστείο χείρον του πρώτου.

«Η εμπλοκή μου στις εκλογικές διεργασίες, έστω και αν είναι γνωστή και δεδηλωμένη η θέση μου ότι υποστηρίζω την υποψηφιότητα του Προέδρου του ΔΗΣΥ, Αβέρωφ Νεοφύτου, διακρίνεται από σεβασμό στον θεσμικό ρόλο, που οφείλω να διαδραματίσω», είπε ο Πρόεδρος, αλλά δεν χρειάστηκε να κάνει καμιά διευκρινιστική δήλωση. Διότι, ουδείς από την αντιπολίτευση αντιλήφθηκε ότι είναι κι αυτό ένας αστεϊσμός. Όπως ήταν το ότι «όπως διαφαίνεται θα είναι ένας εκ των τριών συνεργατών μου» ο νέος Πρόεδρος.

Η αλήθεια, λοιπόν, είναι ότι δεν αντέδρασε ούτε τώρα, ούτε παλιότερα το ΑΚΕΛ της άγριας αντιπολίτευσης, που δεν αφήνει τίποτα να πάει χαμένο. Διότι η όποια εμπλοκή του Προέδρου και της κυβέρνησης στις εκλογικές διεργασίες, δεν αφορά τον δικό του υποψήφιο αλλά «τον άλλο υποψήφιο», που λέει κι ο Αβέρωφ.

Δικαιούται, όμως, ο Νίκος Αναστασιάδης να υποτιμά τη νοημοσύνη όλων λέγοντας πως η εμπλοκή του στις εκλογικές διεργασίες διακρίνεται από σεβασμό στον θεσμικό ρόλο, που οφείλει να διαδραματίσει; Φαίνεται ότι δικαιούται. Διότι, ουδείς ζήτησε εξηγήσεις γι΄ αυτή την εμπλοκή. Αλλά, πέρα από τη «δεδηλωμένη θέση» υποστήριξης στον πρόεδρο του κυβερνώντος κόμματος (θα ήταν αφέλεια να πίστευε κανείς πως δεν θα είχε αυτήν τη «δεδηλωμένη θέση»!), ο Πρόεδρος έχει ευθύνη και για τους υπουργούς του, ας πούμε.

Κι αυτό είναι κάτι που απασχολεί για χρόνια τον δημόσιο διάλογο. Κατά πόσο, δηλαδή, ο Πρόεδρος και οι υπουργοί ή άλλα πολιτικά στελέχη της κυβέρνησης οφείλουν να συμπεριφέρονται ως το τέλος της θητείας τους ως κυβέρνηση όλων των πολιτών και να μένουν μακριά από τις εκλογικές διεργασίες.

Στον σύγχρονο κόσμο μας, δεν χρειάζεται ιδιαίτερη σκέψη, ασφαλώς και οφείλουν να μένουν μακριά. Αλλά, ουδέποτε το τηρούν, καμία κυβέρνηση, κανένα κόμμα. Κάθε φορά που έρχονται οι προεδρικές εκλογές, η εκάστοτε κυβέρνηση ως να ζει σε μια πανηγυρική ατμόσφαιρα επί πεντέξι μήνες πριν λήξει η θητεία της.

Η παρούσα κυβέρνηση δεν αποτελεί εξαίρεση. Ούτε ο Πρόεδρος, ούτε υπουργοί του διακρίθηκαν για σεβασμό στον θεσμικό ρόλο, που οφείλουν να διαδραματίσουν, κατά τη φράση του Προέδρου. Δύο υπουργοί, μάλιστα, ο Γιάννης Καρούσος και η Νατάσα Πηλείδου, ανακατεύτηκαν ακόμα και στις συζητήσεις που έγιναν τον Αύγουστο περί της άρνησης του Χριστοδουλίδη να πάει στα ντιμπέιτ του ΡΙΚ του Σεπτεμβρίου.

Ο υπουργός Μεταφορών, έγραφε για τον πρώην συνάδελφό του στο Υπουργικό: «Η πολιτική αξιοπρέπεια και ηθική εντελώς απούσες και δεν είναι η πρώτη φορά. Δυστυχώς επαναλαμβανόμενα τα δείγματα γραφής πολιτικής ανευθυνότητας». Μίλησε και για κωλοτούμπες του Χριστοδουλίδη και για το ότι δεν χρειάζεται την άδεια κανενός υποψηφίου για να εκφράσει τις θέσεις του, και ανέβασε σε άλλα επίπεδα την εμπλοκή στις «εκλογικές διαδικασίες». Γι΄ αυτό και για πολλά άλλα, δεν είναι αρκετό να δηλώνει ο Πρόεδρος –και ο εκάστοτε Πρόεδρος– ότι ανταποκρίνεται στον θεσμικό ρόλο του, οφείλει εμπράκτως να ανταποκρίνεται.

Υ.Γ. Πήγαν ξανά στην τηλεόραση τέσσερις υποψήφιοι και μάλλον δεν πρέπει να ξαναπάνε μέχρι να συνέλθουν. Διότι, όπως έλεγαν, ήθελαν τα ντιμπέιτ για να ενημερώσουν τον λαό για τις θέσεις τους και τελικά δίνουν την εικόνα ότι ενημερώνονται από τις αναρτήσεις του λαού στο Facebook, και προσπαθούν να τις ξεπεράσουν. Ειδικά, οι Ανδρέας Μαυρογιάννης και Κωνσταντίνος Χριστοφίδης. Ο πρώτος, ρίχνοντας με δήθεν αθωότητα σκιές στο διδακτορικό του Χριστοδουλίδη και ο δεύτερος, προσβάλλοντας όσους τον στηρίζουν ως καιροσκόπους, που ψάχνουν μια καρέκλα, όλους τους αποτυχημένους των κομμάτων. Το δυστύχημα είναι ότι αυτοί οι ίδιοι υπόσχονται να αναβαθμίσουν τον πολιτικό πολιτισμό μας και τον δημόσιο διάλογο. Κρίμα. Τουλάχιστον, ο Γιώργος Κολοκασίδης προσπάθησε να πει τις θέσεις του, παρότι ούτε αυτός απέφυγε «κουβέντες» ειδικά για τον Χριστοδουλίδη. Το παράδοξο είναι ότι μάχονται όλοι οι υποψήφιοι να πάρουν ψήφους από το ένα τρίτο που τον στηρίζει (κατά τις δημοσκοπήσεις) και όχι από τα δύο τρίτα που δεν τον στηρίζουν.