Μνήμες που ξυπνούν από την αθώα παιδική μας ηλικία της δεκαετίας του 1950 και των αρχών της δεκαετίας του 1960. Μνήμες που αλυσιδωτά φέρνουν στο μυαλό μας γεγονότα, ανθρώπους και πράγματα που δεν υπάρχουν πια, μα που έχουν ριζωθεί βαθειά μέσα μας, ώστε να έχουν γίνει μέρος του εαυτού μας. Εικόνες και ιστορίες που ξαναζωντανεύουν γεμίζοντας τον ελεύθερο χρόνο μας, ιδίως τώρα το καλοκαίρι που, κατά τις θερινές διακοπές, τον έχουμε μπόλικο, οπόταν μπορούμε να χαλαρώνουμε και να αναπολούμε ξέγνοιαστα το παρελθόν, ο καθένας σύμφωνα με τις δικές του αναμνήσεις, για να τις διηγούμαστε στα παιδιά και στα εγγόνια μας, ώστε να υπάρχει συνέχεια…

Όσο για μένα, θυμούμαι με πολλή συγκίνηση τα παιδικά παιγνίδια με τα φιλαράκια μας στο Νηπιαγωγείο του Νικολαΐδη στην Λευκωσία, και, αργότερα, στο Παρθεναγωγείο Φανερωμένης, με την Διευθύντριά του κα Καρατζά, την συμπαθέστατη δασκάλα μας στην Δευτέρα τάξη, Δώρα Δυμιώτου, την αυστηρή δασκάλα μας στην Τρίτη και Τετάρτη τάξη, Ιουλία Καλπακίδου, και τις αγαπημένες μου συμμαθήτριες. Ακούω στ΄αυτιά μου τον ήχο των καμπάνων της διπλανής Εκκλησίας της Παναγίας Φανερωμένης, βλέπω μπροστά μου τα ανθοστολισμένα βάϊα που κρατούσαμε τα παιδιά στην Εκκλησία κάθε Κυριακή των Βαΐων, τις μητέρες μας που μας έπαιρναν τα παιδιά στο σχολείο καθισμένα στο πίσω κάθισμα του ποδηλάτου τους, το Θέατρο Παπαδοπούλου με το έργο, μεταξύ άλλων, «Τα Δένδρα πεθαίνουν όρθια» με ηθοποιούς τον Ανδρέα Μούστρα και την Κυπρούλα, το σινεμά Πάνθεον, το καφενείο του Μουσκή με τους μεζέδες του, τα κέντρα αναψυχής «ΑΝΕΜΟΜΥΛΟΣ» και «ΣΙΑΝΤΕΚΛΑΙΡ» (απέξω βέβαια, γιατί δεν πηγαίναμε μέσα τα παιδιά), το καφενείο του Χατζησάββα.

Αναβιώνω με κλειστά τα μάτια τις μέρες της δόξας του Παγκύπριου Γυμνασίου με Γυμνασιάρχη τον Κωνσταντίνο Σπυριδάκι και με αξέχαστους καθηγητές, όπως τον Αλέξανδρο Κοσμά στην Προγυμνασιακή,  και  με την Φιλαρμονική του Γυμνασίου στις παρελάσεις με μαέστρο τον πατέρα μου Σώζο Τομπόλη, όλους τους ανθρώπους που είχαμε γύρω μας, την οικογένειά μας, τους συγγενείς και τους φίλους μας.

Ξαναζώ με την σκέψη μου τα Κυριακάτικα απογευματινά οικογενειακά τσάγια στο ξενοδοχείο «DOME» του Κατσελλή στην Κερύνεια, τα Ανθεστήρια και τα μυρωμένα την Άνοιξη περιβόλια στο Μόρφου, την παρέλαση στην Γιορτή του Πορτοκαλιού στην Αμμόχωστο, τις εκδρομές και επισκέψεις μας σε τόσα άλλα μέρη της Κύπρου, ιδίως μέρη που μέχρι σήμερα κατακρατούν οι Τούρκοι.

Ξαναβλέπω με την φαντασία μου το μοναδικό τότε στην Κύπρο μοντέρνο γλυπτό σε εξωτερικό χώρο που, από τις αρχές του 1950, στόλιζε τον κήπο της μαιευτικής κλινικής του Παρασκευαΐδη, στην οδό Σανταρόζα, τώρα λεωφόρο Σπύρου Κυπριανού, όπου γεννηθήκαμε, μεταξύ άλλων, ο αδελφός μου κι’ εγώ και η μισή Λευκωσία. Έμοιαζε με ένα δίμετρο όρθιο χέρι, από τον αγκώνα μέχρι λίγο μετά τον καρπό, καμωμένο με πουρόπετρα και, από τα πλευρά του ξεφύτρωναν γύρω-γύρω μικρά άσπρα μαρμάρινα χεράκια από τον καρπό, που φαίνονταν σαν να ζητιάνευαν! Δεν κατάφερα ποτέ να λύσω την απορία μου, αν αυτό συμβόλιζε κάτι. Τώρα, ούτε το γλυπτό αυτό υπάρχει ούτε η κλινική, και μου έμεινε η απορία…

Μαζί μ’ αυτές τις μνήμες, έρχονται κι’ αναμνήσεις από ήχους, μυρωδιές και γεύσεις από τα τρυφερά μας χρόνια: Τα τραγούδια στο ραδιόφωνο του αλησμόνητου Νίκου Γούναρη και του Τώνη Μαρούδα, τα κέϊκς, τα κουλουράκια και τα γλυκά του κουταλιού της χρυσοχέρας μανούλας, τα φρέσκα τραγανά λαχανικά χωρίς φυτοφάρμακα, τα ζουμερά εποχιακά φρούτα, τα ολόγλυκα καρπούζια που στις εκδρομές μας στην Κυθρέα παγώναμε στο ξακουστό κεφαλόβρυσό της και, βεβαίως, τα χαλλούμια που τα φυλάγαμε στο κελάρι, τα πρώτα χρόνια μέσα σε μεγάλα τενεκεδένια δοχεία («τενεκέδες») και, πιο ύστερα, μέσα σε μεγάλες ευρύστομες γυάλινες και ντυμένες με πλεκτή ψάθα «νταμιτζάνες», μαζί με τον «νορό» τους. Η τελευταία αυτή ανάμνηση ίσως να σχετίζεται και με το γεγονός ότι προσφάτως γίνεται πολύς λόγος για το χαλλούμι και την ονομασία του ως «ΠΟΠ».

Τα πιο φημισμένα ήταν τα χαλλούμια της Ζηνοβίας, που το κατάστημα της ήταν, αν θυμούμαι καλά, σε πάροδο της οδού Ονασαγόρου στην Λευκωσία: Μεγάλα, σφικτά, χορταστικά, καμωμένα με φρέσκο γάλα, προβατίσιο ή κατσικίσιο, τότε βλέπετε δεν υπήρχαν σκόνες γάλακτος, έσταζαν φρέσκο βούτυρο. Πού να βρεις σήμερα τέτοια χαλλούμια; Εκείνα έπρεπε να ληφθούν ως πρότυπο και να καθιερωθούν ως «ΠΟΠ». Το μόνο κακό ήταν ότι, με την μακρά παραμονή τους στις «νταμιτζάνες», χωρίς τότε να φυλάγονται σε ψυγεία, κάποτε γέμιζαν με «αππηιτούρκα» , κάτι μικρούτσικα, άσπρα συμπαθητικά σκουληκάκια που μετακινούνταν με πηδηματάκια (άππηους), εξ ού και το όνομά τους, καθώς και η κυπριακή φράση, για κάποιον άσχετο που πετάγεται ακάλεστος και μιλά στην μέση κάποιας συζήτησης, ότι «πετάσσεται στην μέση σαν το αππηιτούρι»! Πόσα «αππηιτούρκα» έχουμε καταπιεί, χωρίς να το πάρουμε είδηση! Σήμερα, δεν βρίσκουμε «αππηιτούρκα» στα χαλλούμια. Αν βρίσκαμε, τότε θα μιλούσαμε, ίσως, για «αππηιτούρκα ΠΟΠ» ή, μάλλον, για «αππηιτούρκα ΧΟΠ»! Υπήρχε, μάλιστα, και ένα ανέκδοτο για τα «αππηιτούρκα», που έλεγε ότι, όταν ρώτησαν ένα «αππηιτούρι» από τί είναι καμωμένος ο κόσμος, αυτό απάντησε αυθόρμητα μέσα στον μικρόκοσμό του: «Από χαλλούμι»!              

Από την άλλη, οι γλυκειές αναμνήσεις μου διασταυρώνονται με τις πικρές αναμνήσεις που μου άφησαν τα κέρφιους των Άγγλων κατακτητών και τα δακρυγόνα που έριχναν οι Άγγλοι στρατιώτες για να διαλύουν συγκεντρώσεις, καθώς και με τις τραυματικές εμπειρίες στις παιδικές ψυχές μας όταν οι Άγγλοι συλλάμβαναν ή σκότωναν ή φυλάκιζαν ή κρέμαζαν αγωνιστές της Ε.Ο.Κ.Α. Μακρύς ο κατάλογος των ηρώων μας.      

Μετά, ήρθαν οι Συμφωνίες Ζυρίχης-Λονδίνου, που έβαλαν τα θεμέλια της διχοτόμησης του όμορφου νησιού μας, και ακολούθησαν οι διακοινοτικές ταραχές του 1963-64 που σήμαναν το τέλος της παιδικής μας ηλικίας. Φαίνεται ότι τίποτε δεν είχαμε διαχρονικά διαχειρισθεί σωστά και ουδέποτε πέρασε από το μυαλό μας ότι κανείς δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να μας βοηθήσει. Όπως, στην ουσία, κανείς δεν βοηθά σήμερα την δύσμοιρη Ουκρανία.    

Όσο για εμάς στην σημερινή μισή κατεχόμενη Κύπρο, όταν μας ρωτήσουν «ποιός είναι ο ομφαλός της γής», απαντούμε ακόμη σαν τα «αππηιτούρκα»: «Η Κύπρος»! Βρε, κούνια που μας κούναγε! Ποιός μας λαμβάνει υπ’ όψη και ποιός νοιάζεται για εμάς; Μόνο στα χέρια μας βρίσκεται η σωτηρία μας. Ας πάψουμε να τρωγόμαστε μεταξύ μας κι’ ας ενώσουμε τις δυνάμεις μας για ένα κοινό σκοπό: Την σωτηρία μας.

Θα διερωτάσθε, πώς μου ήρθε και σας τα διηγούμαι όλα αυτά; Έτσι, για να θυμόμαστε, όχι μόνο τί κακά πάθαμε, αλλά και τί καλά είχαμε και τί χάσαμε, ώστε να βάλουμε μυαλό για να μην χάσουμε κι’ άλλα…

*Δικηγόρος , πρώην Εισαγγελέας της Δημοκρατίας