Τη δεκαετία 2002-2011, η θερμοκρασία της χερσαίας έκτασης της Ευρώπης έχει διαμορφωθεί κατά μέσο όρο σε επίπεδα υψηλότερα κατά 1,3°C από τα προβιομηχανικά χρόνια, γεγονός που σημαίνει ότι η αύξηση στην Ευρώπη ήταν ταχύτερη από τον παγκόσμιο μέσο όρο. Έχουν αυξηθεί ορισμένα ακραία καιρικά φαινόμενα, με συχνότερα κύματα καύσωνα, δασικές πυρκαγιές και ξηρασία στη νότια και την κεντρική Ευρώπη. Η αύξηση των φαινομένων αυτών είναι πιθανό να μεγεθύνει τις καταστροφές, οδηγώντας σε σημαντικές οικονομικές ζημιές, προβλήματα δημόσιας υγείας και θανάτους. 

Σύμφωνα με ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής προς το Ευρωκοινοβούλιο, το Συμβούλιο, την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινωνική Επιτροπή και την Επιτροπή των Περιφερειών: «Υπολογίζεται ότι το ελάχιστο κόστος της αδυναμίας προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή θα κυμαίνεται μεταξύ 100 δισ. ευρώ ετησίως το 2020 και 250 δισ. ευρώ το 2050, για την ΕΕ στο σύνολό της».

Όλες οι χώρες της ΕΕ είναι εκτεθειμένες στην κλιματική αλλαγή. Ωστόσο, ορισμένες περιφέρειες κινδυνεύουν περισσότερο από άλλες.

Η λεκάνη της Μεσογείου, οι ορεινές περιοχές, οι πυκνοκατοικημένες κατακλυζόμενες πεδιάδες, οι παράκτιες ζώνες, οι εξόχως απόκεντρες περιοχές και η Αρκτική είναι ιδιαίτερα τρωτές. Οι κλιματικές μεταβολές θα έχουν συνέπειες για τη διαθεσιμότητα βασικών φυσικών πόρων (νερό, έδαφος), με αποτέλεσμα σημαντικές αλλαγές στις συνθήκες γεωργικής και βιομηχανικής παραγωγής σε ορισμένες περιοχές».

Η Κύπρος, που ως παράκτια χώρα θα υποστεί πρώτη τις συνέπειες από την αύξηση της θερμοκρασίας, η οποία θα έχει ως συνέπεια την αύξηση της στάθμης της θάλασσας και της υπερκάλυψης των ακτών μας, έστω και αν είναι μικρή χώρα με ανύπαρκτη βιομηχανία, δυστυχώς «συμμετέχει» αρνητικά στην επιβάρυνση του πλανήτη και στην εκπομπή ρύπων που εντείνουν το φαινόμενο του θερμοκηπίου, με την εκτεταμένη καύση ορυκτών καυσίμων για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας αντί των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.

Η οδηγία 2009/28/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές έθεσε έναν γενικό στόχο σε ολόκληρη την ΕΕ για μερίδιο 20% της κατανάλωσης ενέργειας που θα προέρχεται από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας έως το 2020.

Στις 11 Δεκεμβρίου 2018, η ΕΕ εξέδωσε την Οδηγία 2018/2001/ΕΕ για την προώθηση της χρήσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές. Το νέο ρυθμιστικό πλαίσιο περιλαμβάνει έναν δεσμευτικό στόχο ανανεώσιμων πηγών ενέργειας για την ΕΕ για το 2030 ύψους 32 % με ρήτρα αναθεώρησης προς τα πάνω έως το 2023.

Η ΕΕ έφτασε σε μερίδιο 22,1% της ακαθάριστης τελικής κατανάλωσης ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές το 2020. Επιπλέον, αυτός ο στόχος κατανέμεται μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ με εθνικά σχέδια δράσης που έχουν σχεδιαστεί για να χαράξουν μια πορεία για την ανάπτυξη των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας σε κάθε κράτος μέλος. Το μερίδιο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας ήταν 22,1% στην ΕΕ το 2020, έναντι 9,6% το 2004.

Σύμφωνα με στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα στις 26/1/2022 η Eurostat, οι ΑΠΕ αποτελούσαν το 37% της ακαθάριστης κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας έναντι 34% το 2019.

Αντίστοιχα, για το σύνολο της ΕΕ η αιολική και η υδροηλεκτρική ενέργεια αντιπροσώπευαν πάνω από τα δύο τρίτα της συνολικής ηλεκτρικής ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές, 36% και 33%, αντίστοιχα.

Το υπόλοιπο ένα τρίτο της ηλεκτρικής ενέργειας προερχόταν από ηλιακή ενέργεια (14%), στερεά βιοκαύσιμα (8%) και άλλες ανανεώσιμες πηγές (8%). Σύμφωνα με τη Eurostat, η ηλιακή ενέργεια είναι η ταχύτερα αναπτυσσόμενη πηγή: το 2008 αντιπροσώπευε μόνο το 1% της ηλεκτρικής ενέργειας που καταναλώθηκε στην ΕΕ.

Μεταξύ των κρατών-μελών, το ψηλότερο ποσοστό (άνω του 70%) ανανεώσιμων πηγών ενέργειας παρήχθη στην Αυστρία (78%) και τη Σουηδία (75%). Η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ήταν επίσης υψηλή και αντιπροσώπευε περισσότερο από το ήμισυ της ηλεκτρικής ενέργειας που καταναλώθηκε στη Δανία (65%), την Πορτογαλία (58%), την Κροατία και τη Λετονία (και οι δύο 53%).

Στον αντίποδα, το μερίδιο της ηλεκτρικής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές ήταν 15% ή λιγότερο στη Μάλτα (10%), την Ουγγαρία και την Κύπρο (και οι δύο 12%), το Λουξεμβούργο (14%) και την Τσεχία (15%).

Με περισσότερο από το ήμισυ της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στην ακαθάριστη τελική κατανάλωση ενέργειας, η Σουηδία (60%) είχε μακράν το υψηλότερο μερίδιο μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ το 2020, μπροστά από τη Φινλανδία (44%) και τη Λετονία (42%). Στο αντίθετο άκρο της κλίμακας, τα χαμηλότερα ποσοστά ανανεώσιμων πηγών ενέργειας καταγράφηκαν στη Μάλτα (11%), ακολουθούμενη από το Λουξεμβούργο (12%) και το Βέλγιο (13%).

 

Η κατάσταση στην Κύπρο

Σύμφωνα με περιβαλλοντικές μελέτες που αφορούσαν τη χρήση φωτοβολταϊκών για σώρευση ηλιακής ενέργειας, όλες οι περιοχές της Κύπρου έχουν μεγάλη διάρκεια ηλιοφάνειας. Στις πεδινές περιοχές, ο μέσος αριθμός ωρών ηλιοφάνειας για ολόκληρο το χρόνο είναι 75% των ωρών που ο ήλιος είναι πάνω από τον ορίζοντα. Σ’ όλη τη διάρκεια του καλοκαιριού, η ηλιοφάνεια είναι κατά μέσο όρο 11.5 ώρες την ημέρα, ενώ στους μήνες Δεκέμβρη και Γενάρη, που έχουν την πιο μεγάλη νέφωση, η διάρκεια της ηλιοφάνειας ελαττώνεται μόνο στις 5.6 και 5,9 ώρες την ημέρα, αντίστοιχα. Ακόμα και στις πιο ψηλές περιοχές του Τροόδους, στους χειμερινούς μήνες, με πολύ μεγάλη νέφωση, η μέση ηλιοφάνεια είναι περίπου 4 ώρες την ημέρα και στους μήνες Ιούνη και Ιούλη η τιμή αυτή φτάνει στις 11 ώρες.

Παρά όμως αυτού του γεγονότος και παρά τις σαφέστατες υποχρεώσεις μας, στη σελίδα της ΑΗΚ διαβάζουμε ότι «η Κύπρος δεν διαθέτει πρωτογενείς πηγές ενέργειας, γι’ αυτό η Αρχή Ηλεκτρισμού Κύπρου (ΑΗΚ) βασίζεται για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας αποκλειστικά σε εισαγόμενα καύσιμα, κυρίως μαζούτ».

Εκτός όμως της τεράστιας περιβαλλοντικής επιβάρυνσης, η «βρόμικη» αυτή πολιτική της ΑΗΚ στοιχίζει πάρα πολλά εκατομμύρια στους φορολογούμενους πολίτες, αφού, εκτός από το ότι οι δαπάνες καυσίμων και αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας ανήλθαν στα €664,3, όπως αναφέρεται στον προϋπολογισμό της ΑΗΚ για το 2020, το πρόστιμο που πληρώνουμε οι πολίτες για τους ρύπους υπολογίζεται για το 2020 στα €85,6 εκ., έναντι €38,9 εκ. το 2019 και €37,8 εκ το 2018. Το 2021 ήταν ακόμα ψηλότερο και στα ίδια επίπεδα -αν όχι πιο ψηλά- θα διατηρηθεί το 2022.

Η Κύπρος, ως κράτος μέλος της ΕΕ, αλλά και της διεθνούς κοινότητας εν γένει, φαίνεται ξεκάθαρα ότι έχει αποτύχει παταγωδώς να συντονιστεί με όλη αυτή την παγκόσμια προσπάθεια, όσον αφορά τη συμμετοχή της σε αυτό το μεγαλόπνοο σχέδιο ανατροπής της κλιματικής αλλαγής και προστασίας του περιβάλλοντος, αλλά και αντιμετώπισης προφανώς των οικονομικών επιπτώσεων που θα έχουμε λόγω αυτής.

* Advocates-Legal Consultants