Τελικά ποιος αγαπάει τη φύση περισσότερο; Εκείνοι που καλλιεργούν τα δέντρα και συλλέγουν τα φρούτα τους, ή εκείνοι που κερδοσκοπούν στον βωμό της λεγόμενης «πράσινης ενέργειας»; O σκηνοθέτης ΛΙΝΟΣ ΠΑΝΑΓΗ γράφει για το φιλμ που κέρδισε στη φετινή Μπερλινάλε.

«Αλκαρράς»: με αυτή την παράξενη, καταλανική λέξη, η σκηνοθέτιδα Κάρλα Σιμόν κατάφερε να κατακτήσει τη φετινή Μπερλινάλε. Υψώνοντας την Χρυσή Άρκτο, αφιέρωσε το βραβείο στους αγρότες, «που εργάζονται για να μπορούμε να έχουμε φαγητό στο τραπέζι μας». Ταυτόχρονα, μας έβαλε όλους σε σκέψεις για την περίφημη οικολογική μας συνείδηση και ποιο κόστος μπορεί να έχει σε ανθρώπους που είναι ζυμωμένοι μέσα στη γη. Η ταινία παρακολουθεί την πορεία ξεριζωμού μιας οικογένειας αγροτών σε ένα χωριό της Καταλονίας (το Αλκαρράς του τίτλου) όταν σχεδιάζεται η εγκατάσταση φωτοβολταϊκών πάνελ στην περιοχή. Φαινομενικά, η πρόθεση ακούγεται ευγενική, ωστόσο θα έχει φοβερές συνέπειες στις ζωές των ντόπιων. Τα πανέμορφα περιβόλια με τις ροδακινιές θα δώσουν τη θέση τους στα σιδερένια παραλληλόγραμμα με τις κυψέλες που ρουφάνε τον ήλιο. 

Τελικά ποιος αγαπάει τη φύση περισσότερο; Εκείνοι που καλλιεργούν τα δέντρα και συλλέγουν τα φρούτα τους, ή εκείνοι που κερδοσκοπούν στον βωμό της λεγόμενης «πράσινης ενέργειας»; Τα ερωτήματα της ταινίας είναι αδυσώπητα, σε μια εποχή που ο συναισθηματικός δεσμός του ανθρώπου με τη γη έχει ελαχιστοποιηθεί. Η Σιμόν τα διατυπώνει χωρίς ίχνος διδακτισμού: οι αγρότες γίνονται κυριολεκτικά η φωνή της. Οι αγρότες μετατρέπονται στους ηθοποιούς του φιλμ, συζητώντας και αυτοσχεδιάζοντας, οδηγώντας στα δικά τους εύφορα και λασπερά μονοπάτια την ιστορία. Η ματιά που επικρατεί είναι εκείνη των παιδιών, που πλάι σε παππούδες και γιαγιάδες, μαρτυρούν τη συνέχεια των γενεών και τη σχέση του ανθρώπου με τον τόπο του. Αυτά, πριν η ψυχρή γλώσσα του χρήματος και των αριθμών συντρίψει κάθε αντίσταση. 

Η ταινία μιλάει σε κάθε ένα που βίωσε κάποιου είδους ξεριζωμό, για λόγους πολιτικούς ή άλλους.  Ταυτόχρονα, φανερώνει μια τάση που επικρατεί τον τελευταίο καιρό και θέλει τους μικρούς και τους ελάχιστους να υψώνουν επιτέλους τη φωνή τους στο σινεμά. Το είδαμε χαρακτηριστικά να συμβαίνει με την περσινή απονομή του Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας στο «Nomadland» το οποίο έγινε η φωνή των αστέγων της Αμερικής. Όχι τυχαία, στην σκηνοθετική καρέκλα καθόταν και πάλι μία γυναίκα, η κινεζικής καταγωγής Κλόε Ζάο. Ακολούθησαν οι «χρυσές» βραβεύσεις της Ζουλιά Ντουκουρνό στις Κάννες για την ταινία «Titane» και της Οντρέι Ντιγουάν στην Βενετία για το «Happening». Αλλά και στο Βερολίνο το βραβείο Καλύτερης Σκηνοθεσίας πήγε στην Κλερ Ντένις για το φιλμ «Both sides of the blade». Ο τίτλος της ταινίας του Μάρκο Φερρέρι από το μακρινό 1984 («Το μέλλον είναι γυναίκα») θα αποδειχτεί άραγε προφητικός; Αυτό μένει να το δούμε, όμως η γυναικεία ματιά φαίνεται πως αναγνωρίζει ευκολότερα πιο λεπτές κι ευαίσθητες αποχρώσεις της εποχής μας και τις κάνει σινεμά. 

Ανάλογη είναι και η περίπτωση του «Αλκαρράς». Εκεί, στο αγαπημένο πατρικό της χωριό, η κάμερα της σκηνοθέτιδας συνάντησε μιαν άλλη αλήθεια ανάμεσα στις ροδακινιές, τις συκιές, τις ντοματιές και τους αμπελώνες. Εκείνη, που βρίσκεται πέρα από βαρύγδουπες δηλώσεις για την «προστασία του περιβάλλοντος» και μακριά από γραφειοκρατικές, οικολογικές εκστρατείες και εύκολα συνθήματα. Είναι η αλήθεια της γης, που γίνεται φανερή σε όσους την αγαπούν και τη φροντίζουν. Αναφέρομαι στους ίδιους τους ανθρώπους της γης, που μας ψιθυρίζουν μια όχι τόσο μακρινή μας πραγματικότητα: πως ήταν οι ερπύστριες ξεριζώσουν τα δέντρα μας, ένας ολόκληρος κόσμος θα χαθεί. Κι εμείς, θα μοιάζουμε σαν εκείνη την αριστοκρατική οικογένεια του Τσέχωφ που μαράθηκε όταν χάθηκε ο αγαπημένος της βυσσινόκηπος.

Ελεύθερα, 6.3.2022.