Αφορμή για το κείμενο αυτό δίνουν αφ’ ενός οι διαχρονικά υψηλές προσδοκίες από τον ΟΗΕ και αφ’ ετέρου η κατά καιρούς κριτική που ασκείται στον Οργανισμό για τη στάση του στο Κυπριακό και τις παραβιάσεις των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας από την Τουρκία.  Είναι σημαντικό να αξιολογήσουμε τα δεδομένα ως έχουν με πραγματισμό  με στόχο τη βελτίωση των πολιτικών μας προσεγγίσεων.

Η Κυπριακή Δημοκρατία ως νεοσύστατο κράτος αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα νομιμοποίησης καθώς η συντριπτική πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων είχε ως στόχο την ένωση και των Τουρκοκυπρίων (τουλάχιστον) τη διχοτόμηση.  Πέραν τούτου το εν πολλοίς δοτό Σύνταγμα στηριζόταν στο μοντέλο της συναινετικής δημοκρατίας και λαμβάνοντας υπ’ όψιν τον δικοινοτικό χαρακτήρα του κράτους, στη δυαρχία.

Επιπρόσθετα, με τις πολλαπλές στρεβλώσεις, τις έξωθεν παρεμβάσεις καθώς και την έλλειψη επαρκούς διάθεσης για διακοινοτική συνεργασία φθάσαμε στη μεγάλη κρίση του 1963-64.  Παρά το γεγονός ότι η κατάθεση των 13 σημείων από τον Μακάριο για την αναθεώρηση του Συντάγματος στις 30 Νοεμβρίου 1963 θεωρήθηκε παράτολμη, η Κυπριακή Δημοκρατία εξασφάλισε στις 4 Μαρτίου 1964 το Ψήφισμα 186 του Συμβουλίου Ασφαλείας το οποίο ουσιαστικά νομιμοποιούσε το Δίκαιο της Ανάγκης.  Το Ψήφισμα 186 αποτέλεσε ένα πραγματικό θρίαμβο του Μακαρίου και της Κυπριακής Δημοκρατίας.  Η εξέλιξη αυτή θα ήταν αδύνατη χωρίς τη συμβολή της Βρετανίας, η οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση έκρινε ότι τα συμφέροντα της εξυπηρετούντο με την εδραίωση της κυπριακής ανεξαρτησίας (και όχι από μια λύση διπλής ένωσης).

Μετά το συγκεκριμένο Ψήφισμα ακολούθησε η Έκθεση Γκάλο Πλάζα, Ειδικού Αντιπροσώπου του ΓΓ του ΟΗΕ για το Κυπριακό, το 1965.  Η Έκθεση υπογράμμισε ότι τα δεδομένα ήταν τέτοια που δεν στοιχειοθετείτο η τουρκική θέση για ομοσπονδοποίηση της Κύπρου και τάχθηκε υπέρ μιας ειρηνικής διευθέτησης του Κυπριακού στη βάση ενός ενιαίου κράτους. Ατυχώς δεν δόθηκε η ανάλογη προσοχή σε αυτή την Έκθεση του ΟΗΕ καθώς η επικρατούσα πολιτική επιδίωξη ήταν η ένωση.

Με την άνοδο της Χούντας στην Ελλάδα στις 21 Απριλίου 1967 και την αποχώρηση της ελληνικής μεραρχίας από την Κύπρο τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, ο Μακάριος στράφηκε υπέρ της πολιτικής του εφικτού.  Οι συνομιλίες υπό την αιγίδα του ΟΗΕ μεταξύ των αντιπροσώπων των δύο κοινοτήτων, Γλαύκου Κληρίδη και Ραούφ Ντενκτάς, θα διεξάγοντο στη βάση ενός ενιαίου κράτους.  Εν ολίγοις, η στάση του ΟΗΕ μέχρι το 1974 ήταν θετική για τις θέσεις της ελληνοκυπριακής πλευράς και της Κυπριακής Δημοκρατίας. 

Με το πραξικόπημα όμως και την εισβολή τα δεδομένα διαφοροποιήθηκαν άρδην.  Ο ΟΗΕ ουδέποτε καταδίκασε την τουρκική εισβολή.  Και παρά τις τουρκικές θηριωδίες στην Κύπρο καθώς και τις πολλαπλές διαστάσεις του προβλήματος, το Συμβούλιο Ασφαλείας προέκρινε τις διακοινοτικές συνομιλίες για την εξεύρεση λύσης στο Κυπριακό.

Στην πορεία του χρόνου ως αποτέλεσμα και των συνεχών ελληνοκυπριακών παραχωρήσεων η βάση των συνομιλιών διαφοροποιήθηκε δραστικά προσεγγίζοντας εν πολλοίς τις τουρκικές θέσεις. 

Επιπρόσθετα, παρά την καταδίκη της ανακήρυξης της «ΤΔΒΚ» στις 15 Νοεμβρίου 1983 από τα σχετικά Ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, λίγους μήνες αργότερα η πρωτοβουλία του ΓΓ Περέζ ντε Κουεγιάρ χαρακτηριζόταν από μια φιλοσοφία η οποία εν πολλοίς ικανοποιούσε την τουρκική πλευρά.  Λίγα χρόνια αργότερα ούτε οι Ιδέες Γκάλι έτυχαν της έγκρισης της πλειοψηφίας των Ελληνοκυπρίων.  Αποκορύφωμα ήταν το Σχέδιο Ανάν το οποίο τελικά έγινε δεκτό σε δημοψήφισμα στις 24 Απριλίου 2004 από τους Τουρκοκύπριους και τους εποίκους (65%) και απορρίφθηκε από τους Ελληνοκύπριους (76%).  Έκτοτε και μέχρι τις μέρες μας πέραν της πρακτικής των ίσων αποστάσεων στην Κύπρο, ο ΟΗΕ απέφυγε επίσης να καταδικάσει την παραβίαση των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας στην ΑΟΖ και την επικράτειά της.  

Ενώ υπάρχουν δικαιολογημένες απογοητεύσεις από τη στάση του ΟΗΕ μετά το 1974 πρέπει να κατανοηθεί ο τρόπος λειτουργίας του Οργανισμού.  Ο ΟΗΕ δεν είναι πρωταρχικά ένας Οργανισμός ο οποίος είναι θεματοφύλακας αρχών και αξιών.  Ο ΟΗΕ λειτουργεί λαμβάνοντας υπ’ όψιν τις πολιτικές πραγματικότητες, καθώς και το ισοζύγιο δυνάμεων.  Ως εκ τούτου οι οποιεσδήποτε ψευδαισθήσεις για τον ρόλο του ΟΗΕ θα πρέπει να παραμερισθούν.

Πέραν των οποιονδήποτε ελλείψεων του ΟΗΕ είναι απαραίτητο να αξιολογήσουμε τα σοβαρά λάθη και της δικής μας πλευράς που μας έχουν φέρει σε δύσκολη θέση ακόμα και έναντι του εν λόγω Οργανισμού.  Είναι τραγικό το γεγονός ότι τυχόν υλοποίηση του διαπραγματευτικού κεκτημένου θα επιδεινώσει τα δεδομένα για την πλευρά μας.  Είναι επίσης θλιβερό και εθνικά ζημιογόνο ότι τόσα χρόνια μετά την εισβολή η πλευρά μας δεν έχει ένα πειστικό αφήγημα προς τα έσω και προς τα έξω.   

Είναι επιτακτικό να αναβαθμισθεί ο τρόπος λειτουργίας του πολιτικού μας συστήματος και να κινηθούμε στα πλαίσια ενός διεκδικητικού πραγματισμού.  Εν ολίγοις, πρέπει να διερευνηθεί η προοπτική μιας ομοσπονδιακής λύσης η οποία να βελτιώνει το status quo.  Δύσκολη επιλογή αλλά απαραίτητη.