Αρχές Μαρτίου, η συγγραφέας Μάρω Δούκα θα ταξίδευε στην Κύπρο για μια εκδήλωση με τίτλο «Τίποτα δεν Χαρίζεται», την οποία διοργάνωνε το «Βιβλιοτρόπιο» σε συνεργασία με το Νεοελληνικό Σπουδαστήριο Πετρώνδα και τις εκδόσεις Πατάκη. Στην εκδήλωση εκείνη θα συνομιλούσε με τον αναπληρωτή καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Κύπρου Μαρίνο Πουργούρη. Στις  11 Μαρτίου επρόκειτο να μιλήσει στη Λεμεσό, στο Κέντρο Λόγου και Τεχνών «Τεχνοδρόμιο» και την επόμενη μέρα στη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου Κύπρου. Η κ. Δούκα, εκτιμώντας τους κινδύνους από την επιταχυνόμενη διάδοση του κορωνοϊού στην Ελλάδα, αποφάσισε να ακυρώσει το ταξίδι της στην Κύπρο – και εκ των υστέρων φαίνεται πως καλά έκανε. 
Στο μεταξύ, στις αρχές Ιουνίου  της απονεμήθηκε στην Ελλάδα η σημαντικότερη διάκριση, το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων 2019, για τη συνολική προσφορά του έργου της. Αυτή ήταν και η αφορμή για τη συνέντευξη αυτή, με μια από τις σημαντικότερες συγγραφείς της σύγχρονης πεζογραφίας. «Με τη μακροχρόνια και πλούσια προσφορά της στα ελληνικά γράμματα, η Μάρω Δούκα υπηρετεί επάξια το ατομικό και το συλλογικό στοιχείο, ψηλαφώντας σε βάθος τις κοινωνικές, πολιτικές και ιστορικές εκφάνσεις της εκάστοτε εποχής, χτίζοντας σύνθετους και μεστούς χαρακτήρες, ενσωματώνοντας νεωτερικές αφηγηματικές τεχνικές, κατορθώνοντας εν τέλει να αποτυπώσει, με εφαλτήριο το κληροδότημα των μεταπολεμικών γενιών, το στίγμα της μεταπολίτευσης», σχολίασε η επιτροπή των Κρατικών Βραβείων Λογοτεχνίας απονέμοντάς της το Βραβείο.
Ποιες είναι οι πιο πολύτιμες αναμνήσεις σας από τα Χανιά όπου μεγαλώσατε; Πολύτιμες και ανεξίτηλες οι αναμνήσεις μου από τα καλοκαίρια στο χωριό της μητέρας μου. Μικρό χωριό στη νότια δυτική Κρήτη, στην επαρχία Σελίνου. Τα παιχνίδια με το νερό, πότε στη στέρνα, πότε στην παλιά βυζαντινή βρύση, πότε στο ποτάμι του αντικρινού χωριού. Με τα τζιτζίκια, τα μυρμήγκια, τα βατραχάκια, τα χέλια. Τη σχέση με τη φύση και την αγάπη μου για τα ζώα εκεί, σ’ αυτό το χωριουδάκι, τις στερέωσα. Αλλά και τις αποσκευές μου στη γλώσσα  τις αναζητώ και τις βρίσκω πάντα στα παραμύθια της γιαγιάς μου. Αγράμματη παραμυθού, ήξερε μεγάλα αποσπάσματα από τον «Ερωτόκριτο» απέξω… Ποιος της τα είχε μάθει, πώς είχε μπορέσει να τα αποστηθίσει; Απάντηση δεν έχω. 
Πώς και πότε μπήκε το γράψιμο στη ζωή σας; Πώς αλλιώς; Μόνο μέσα από το διάβασμα. Από βιβλίο σε βιβλίο, από ποίημα σε ποίημα, από μυθιστόρημα σε μυθιστόρημα, από ιστορία σε ιστορία, έρχεται η στιγμή που θα νιώσεις την ανάγκη να γράψεις κι εσύ, να μιμηθείς τον συγγραφέα που αγαπάς, να επινοήσεις, να αφηγηθείς, να βάλεις κι εσύ σε μια τάξη, σε μια σειρά τις ιστορίες που φαντάστηκες, να δώσεις μορφή στις εικόνες σου, νόημα στις ιδέες και στις λέξεις σου… Τελειώνοντας το Λύκειο και τον πρώτο χρόνο στο Πανεπιστήμιο είχα ήδη αρχίσει να γράφω, γνωρίζοντας όμως πολύ καλά ότι αυτά που γράφω προς το παρόν δεν είναι παρά τα γυμνάσματα, οι δοκιμές στη διαδρομή μου προς το γράψιμο… Μόνο απ’ τη στιγμή που τα πρώτα μου δακτυλόγραφα τα εμπιστεύτηκα, μέσω ενός καλού φίλου, στον Γιάννη Ρίτσο αλλά και στον Στρατή Τσίρκα και αυτοί οι δυο κορυφαίοι με τίμησαν με τις ανεκτίμητες συμβουλές και παρατηρήσεις, αλλά και με τους επαίνους τους, ήξερα ότι ο δρόμος που θα ακολουθούσα θα ήταν η γραφή, που μέσα από την προσπάθεια και την τριβή με τις λέξεις, «με καιρό και με κόπο», θα γινόταν συγγραφή.
Πώς θα συστήνατε στο κοινό την Αφεντούλα, τη νέα σας πρωταγωνίστρια, στο τελευταίο βιβλίο σας «Πύλη Εισόδου»;  Είναι Αθηναία και είναι περίπου συνομήλικη μ’ εμένα, για τον λόγο ότι θα ήθελα να μπορώ να υποστηρίξω με τη μνήμη μου τη μνήμη της, χωρίς να πρέπει να καταπιαστώ πάλι (όπως στην Τριλογία: «Αθώοι και Φταίχτες», «Το Δίκιο είναι Ζόρικο Πολύ», «Έλα να Πούμε Ψέματα») με ειδικά πραγματολογικά στοιχεία ερευνώντας σε αρχεία. Μυθιστορηματική περσόνα η Αφεντούλα μου που διαχέεται σε πολλά άλλα γυναικεία πρόσωπα και ανυψώνεται σταδιακά σε προσωπογραφία της κοινωνίας. Κατάγεται από μικροαστική-μεσοαστική οικογένεια. Χήρα πια με τρεις κόρες. Σήμερα ζει σ’ ένα τριάρι μόνη της. Μονίμως σε συνομιλία με τον εαυτό της, από μέσα της, και με τους άλλους. Ανυπεράσπιστη αλλά και δυναμική. Ευαίσθητη αλλά και ψυχρή, μνησίκακη αλλά και γενναιόδωρη.  Έντονα θεατρική: φαντάζεται τον εαυτό της καθώς περπατά στον δρόμο, είναι σε θέση να υποδυθεί, να υποκριθεί, να κλάψει ή να γελάσει, μιμούμενη αυτήν που θα ήθελε να είναι, οικτίροντας αυτήν που δεν θα ήθελε να γίνει ποτέ, αλλά έγινε, στο πνεύμα και το κλίμα της εποχής της και της εποχής μας…
Και πώς είναι αυτή η εποχή; Μια εποχή ανάλαφρη αλλά ύπουλα επικίνδυνη, ισοπεδωτικά αποβλακωτική. Το αναφέρω και σε άλλες συνεντεύξεις, «μότο» στο βιβλίο θα μπορούσε να είναι η φράση του Λακάν: «Σ’ όσους καθρέφτες κι αν κοιταχτείς το βλέμμα σου δεν θα μπορέσεις να το δεις». 
Μέσα από την Αφεντούλα βγαίνουν και αυτοβιογραφικά στοιχεία; Σε ό,τι με αφορά θα έλεγα ότι, θεωρητικά τουλάχιστον, δεν έχω καμιά σχέση μαζί της. Είναι όμως δημιούργημά μου, επινοημένη ηρωίδα μου, επομένως, σίγουρα εμπεριέχει και κάποια δικά μου χαρακτηριστικά… Και να σας πω, αυτή η κοινότοπη, ίσως και αντιπαθής, ίσως και ενοχλητική, κυρία Αφεντούλα, είναι αντιπροσωπευτική περσόνα της εποχής μας. Ούτε καλύτερη, ούτε χειρότερη από τη μέση, «κυρίαρχη» γυναίκα. Απλώς σαν μυθιστορηματική ηρωίδα συμπυκνώνει και συνενώνει τα όποια στοιχεία του χαρακτήρα της, εξ ανάγκης υπερτονισμένα κάποιες φορές. Αλλιώς τι ηρωίδα θα ήταν;
Από την «Αρχαία Σκουριά» μέχρι σήμερα, στα βιβλία σας αποκαλύπτετε μια πιο «κρυφή» εικόνα της κάθε εποχής. Θα έλεγα ότι όχι μόνο το παρόν αλλά και το παρελθόν με απασχολούν πάντα σε σχέση με τη συσκοτισμένη, αποσιωπημένη, δυσδιάκριτη πλευρά τους. Από τα πρώτα μου συγγραφικά βήματα θυμάμαι που έλεγα ότι ο πεζογράφος οφείλει να αναζητά την αλήθεια πίσω από τις εικόνες και κάτω από τις λέξεις. Κι ας ακούγεται βαρύγδουπο ίσως, έχει σημασία να προσπαθούμε, να το πω κι αλλιώς, να παρατηρούμε κριτικά γύρω μας και να διακρίνουμε το βάθος από την επιφάνεια, το ουσιαστικό από το ανούσιο.
Πώς ισορροπείτε τόσο άνετα ανάμεσα στο προσωπικό και το συλλογικό; Θα έλεγα ότι οι επινοημένοι ήρωές μου εξαρχής «οπλίζονται» με την προδιάθεση να ισορροπούν ανάμεσα στο προσωπικό και το συλλογικό… Να το πω κι αλλιώς: Όσα αντλεί το «μάτι» τους από τον έξω κόσμο, «προσπαθεί» να τα επεξεργάζεται ως «βλέμμα»: άποψη και θέση απέναντι στη ζωή και την κοινωνία.
Ο ψηφιακός κόσμος του facebook εισχωρεί στο βιβλίο σας αυτή τη φορά. Τι γνώμη έχετε για τα σύγχρονα διαδικτυακά μέσα επικοινωνίας; Να πω πρώτα ότι βρέθηκα στο facebook, καθώς το θέμα στο πρόσφατο βιβλίο μου («Πύλη Εισόδου») με οδηγούσε σταδιακά προς τα εκεί, επιβάλλοντάς μου την εικονική, ρευστή, δαιδαλώδη, φασματική μορφή της ανάρτησης. Οφείλω, επίσης, να διευκρινίσω ότι πρώτα έγραψα το βιβλίο κι έπειτα θεώρησα απαραίτητο να αποκτήσω τη στοιχειώδη γνώση που θα με βοηθούσε, κατά την επεξεργασία του κειμένου, να επιβεβαιώσω και να «στερεώσω» στις λεπτομέρειές της την τεχνική και τις δυνατότητες του «μέσου» στη ροή της δικής μου αφήγησης.  Σχετικά τώρα με τη γνώμη μου… σίγουρα το facebook χρειάζεται προσοχή στη χρήση του. Όχι υπερτίμηση. Όχι υποτίμηση. Όπως και σε όλες τις άλλες περιπτώσεις διαδικτυακής επικοινωνίας, έτσι κι εδώ, από μας εξαρτάται. Άλλο να αφηνόμαστε τυφλά σ’ αυτό το μέσον και άλλο, ακόμη και ενδίδοντας, να μένουμε απέναντί του με περίσκεψη.  
Στην «Πύλη Εισόδου» θίγετε ανάμεσα σ’ άλλα το επίκαιρο θέμα των προσφύγων, των ξένων. Πιστεύετε ότι οι άνθρωποι δυσκολεύονται να δουν τον άλλο έξω από το «εγώ» τους και τη δική τους «κανονικότητα»; Δεν είναι τι πιστεύω εγώ, είναι τι βλέπουμε γύρω μας. Όσο «πονόψυχοι» και να είμαστε, όσο κι αν είμαστε πρόθυμοι να σκεφτούμε θετικά, λογικά, ανθρώπινα, χριστιανικά απέναντι στους πρόσφυγες, τους μετανάστες, τους ξένους, δύσκολα τους αποδεχόμαστε δίπλα μας, στη γειτονιά μας, στο ίδιο σχολείο με τα παιδιά μας… Το γιατί πώς θα μπορούσε να απαντηθεί; Διαχρονικά, πιστεύω, έχει αποδειχθεί ότι ο άνθρωπος, λόγω παιδείας και βιωματικής καθημερινότητας, αλλά κι επειδή απ’ τη φύση του προτάσσει συνήθως το δικό του, δύσκολα μοιράζεται… δύσκολα «χαρίζει» τον έναν από τους δυο χιτώνες του.
Στα μυθιστορήματά σας οι στιγμές της ελληνικής ιστορίας είναι το «σκηνικό», αν όχι ο πραγματικός πρωταγωνιστής. Θεωρείτε ως ένα στοιχείο επιτυχίας των βιβλίων σας την κριτική, πολιτική ματιά σας στην εποχή του; Περισσότερο θα έλεγα ότι οι στιγμές και ιδιαίτερα οι σκοτεινές, οι αποσιωπημένες, οι αμφιλεγόμενες στιγμές της Ιστορίας είναι ο πραγματικός πρωταγωνιστής στα βιβλία μου, καθώς εγχαράσσονται στα πρόσωπα, στη ζωή και στη μοίρα των μυθιστορηματικών ηρώων μου. Δεν μπορώ να πω αν στοιχείο «επιτυχίας» των βιβλίων μου είναι η κριτική, πολιτική ματιά μου, αυτό όμως που μπορώ να πω είναι ότι αυτή η ματιά, η δική μου ματιά, είναι αναπόσπαστο στοιχείο της συγγραφικής διαδρομής μου. Κάθε συγγραφέας, πιστεύω, έχει τη ματιά του, τον τρόπο του, τον βηματισμό του… και αναλόγως πορεύεται.
Τα βιβλία μπορούν να αλλάξουν τους ανθρώπους; Θα έλεγα πως ναι. Κι αν δεν μπορούν τα βιβλία να αλλάξουν προς το καλύτερο τον κόσμο, σίγουρα μπορούν να βοηθήσουν τους ανθρώπους στο μέτρο του δυνατού να γίνουν καλύτεροι. Μπορούν (αρκεί να είναι τα κατάλληλα κάθε φορά βιβλία, κυρίως στα πρώτα, τα νεανικά διαβάσματα) να μας βοηθήσουν να παρηγορηθούμε, να ονειρευτούμε, να αναζητήσουμε, να στερεώσουν την ελπίδα μέσα μας, να  μας συστήσουν ευεργετικά  άλλους πολιτισμούς, άλλους λαούς, να μας εμπνεύσουν τον σεβασμό για τον άλλο, τον διαφορετικό με μας, να δώσουν άλλη διάσταση στον αυτοσεβασμό μας, να συμβάλλουν στην κατανόηση του κόσμου γύρω μας. 
Αυτή την επίδραση είχαν, προφανώς και σε σας τα βιβλία που διαβάσατε… Σίγουρα τα βιβλία με βοήθησαν να ολοκληρωθώ σαν άνθρωπος, να αναζητήσω την ουσία της ζωής μέσα και από τις ζωές των μυθιστορηματικών ηρώων θαυμαστών συγγραφέων κατά μήκος όλου του χρόνου.
Πώς βιώσατε εσείς την πανδημία; Ο κορωνοϊός μπορεί να μας κάνει να δούμε αλλιώς τη ζωή; Και από χαρακτήρα αλλά και λόγω της δουλειάς είμαι μαθημένη να περνώ τις περισσότερες ώρες της μέρας στο σπίτι. Συν ότι μου αρέσει, έτσι κι αλλιώς, να είμαι μέσα, να καταγίνομαι με τα δικά μου.  Άλλο όμως να είσαι μέσα επειδή το προτιμάς εσύ και άλλο επειδή σου επιβάλλεται για λόγους υγείας. Αυτή η επιβολή, θέλουμε δεν θέλουμε, εμπεριέχει και κάτι το δυστοπικό,  κάτι το «εφιαλτικά» απαγορευτικό… Κατά τα άλλα, τι να πω; Η πανδημία του κορωνοϊού όσο κι αν με δυσκόλεψε κι αν με εκνεύρισε κάποιες φορές, επί της ουσίας δεν είχε τίποτα να με διδάξει. Έτσι κι αλλιώς στη ζωή μου πάντα είχα την αίσθηση της ματαιότητας, της προσωρινότητάς μας σ’ αυτόν τον κόσμο… Και να σας πω, αλίμονο στον άνθρωπο που περιμένει μια πανδημία, μια «πανούκλα» για να γίνει καλύτερος, για να αναζητήσει το ουσιαστικό στη ζωή του. Το βέβαιο είναι ότι όσο κι αν ταραχθεί προς στιγμήν, μόλις αποξεχαστεί θα επανέλθει και πάλι στα «παλιά» δικά του…  
Έχετε αγωνία για τον χρόνο που φεύγει; Αγωνία όχι, ξέρω ότι ο χρόνος φεύγει και θα φεύγει, το ποτάμι κυλάει, θέλουμε δεν θέλουμε – κι αν δεν κυλάει, λιμνάζει, μας πνίγει… Έχω όμως κάτι σαν γλυκιά θλίψη μέσα μου, σαν δημιουργική μελαγχολία… Είναι στιγμές που αισθάνομαι την ανάγκη διαρκώς να χαιρετώ και να αποχαιρετώ μ’ ευγνωμοσύνη τις στιγμές που φεύγουν…
Στη μεγάλη συγγραφική σας πορεία έχετε τιμηθεί με πολλά βραβεία, με πιο πρόσφατο το Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας. Τι σημαίνουν για σας αυτές οι βραβεύσεις; Σίγουρα είναι μια δικαίωση, μια επιβεβαίωση, ένα μπράβο. Αλλά ως εκεί. Αλίμονο στον συγγραφέα που γράφει για να βραβευτεί, που επιζητεί διακρίσεις και τιμές. Όλα αυτά έρχονται, αν είναι να έρθουν, τα χαιρόμαστε όσο είναι να τα χαρούμε κι έπειτα αφοσιωνόμαστε και πάλι στα δικά μας.
Ποια βιβλία έχετε στη σειρά για να διαβάσετε τους επόμενους μήνες; Πολλά είναι τα βιβλία που περιμένουν, δίπλα μου και με αγχώνουν, μπορώ να πω, γιατί έρχονται στιγμές που νιώθω την ανάγκη να απολογηθώ για τον χρόνο που δεν μου περισσεύει… ή για τη διάθεση που δεν έχω. Πολύ θα ήθελα να αρχίσω άμεσα να διαβάζω το μυθιστόρημα «1983» του Χριστόφορου Κάσδαγλη (εκδόσεις Καστανιώτη). Το θεωρητικό «Ο Αόρατος Λεβιάθαν» (Δημοκρατία, Δικαιοσύνη και Ηθική στα Χρόνια της Κρίσης) του Κωνσταντίνου Τσουκαλά και το ιστορικό «Ελληνικός 20ός Αιώνας» του σπουδαίου για μένα ιστορικού Αντώνη Λιάκου. Και τα δύο αυτά εμβληματικά βιβλία από τις εκδόσεις Πόλις του Νίκου Γκιώνη. Και μόλις έφτασε στα χέρια μου το μυθιστόρημα του αγαπημένου μου συγγραφέα Άρη Μαραγκόπουλου «Φλλσστ, Φλλσστ, φλλλσσστ» από τις εκδόσεις Τόπος. Κι άρχισα με συγκίνηση να το ξεφυλλίζω… Μην ξεχάσω να σας αναφέρω και τα βιβλία δυο νέων Κυπρίων συγγραφέων που τα έχω από καιρό διαβάσει και τα θεωρώ πολύ σημαντικά. Της Κωνσταντίας Σωτηρίου «Πικρία Χώρα» και του Χρίστου Κυθρεώτη «Εκεί που Ζούμε», που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Πατάκη.

[email protected]

 
Φιλελεύθερα, 14.6.2020