Την περασμένη Παρασκευή, συμπληρώθηκαν 16 χρόνια από τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος της 24ης Απριλίου 2004, μέσω του οποίου οι Ελληνοκύπριοι απέτρεψαν τη διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και τη μετατροπή της Κύπρου σε τουρκικό προτεκτοράτο. Τόσο το περιεχόμενο του καταστροφικού Σχεδίου Ανάν, το οποίο κληροδότησε ο Γλαύκος Κληρίδης στον Τάσσο Παπαδόπουλο, όσο και η διαχρονική πολιτική της Τουρκίας, η οποία τα τελευταία χρόνια εκθέτει κάθε αφελή συνήγορό της, επιβεβαιώνουν το πόσο σοφή και σωτήρια ήταν η απόφαση της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ελληνοκυπρίων και αναδεικνύουν το πόσο κακές ήταν και είναι οι προθέσεις της τουρκικής πλευράς.

Παρά τη λανθασμένη πολιτική που ακολούθησαν, μετά το 2008, οι διάδοχοι του Τάσσου Παπαδόπουλου στην Προεδρία της Δημοκρατίας και του συνεπακόλουθου εγκλωβισμού της ελληνοκυπριακής κοινότητας σε αδιέξοδα που, πλέον, διαπιστώνουν ακόμα και μέντορες της αποτυχημένης αυτής πολιτικής, είναι χρήσιμο να θυμόμαστε ότι ο Τάσσος Παπαδόπουλος διαχειρίστηκε με επιτυχία το σωτήριο ΟΧΙ των Ελληνοκυπρίων, στη διάρκεια της θητείας του. Και είναι ιδιαιτέρως σημαντικό και ενδιαφέρον να θυμόμαστε τις εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες, μέσα στις οποίες ο Τάσσος Παπαδόπουλος υπερασπίστηκε την απόφαση του λαού και την αξιοποίησε, στον μέγιστο δυνατό βαθμό.

Αρκεί να θυμηθούμε, για παράδειγμα, ότι ο τότε Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, Κόφι Ανάν, επικρότησε τους Τουρκοκύπριους, επειδή αποδέχθηκαν το σχέδιο του και εξέφρασε λύπη γιατί «δεν θα απολαμβάνουν ισότιμα τα οφέλη της ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, την 1η Μαϊου 2004», ενώ, σημείωνε ότι, «ο στόχος της προσπάθειας κατά τα τελευταία τεσσεράμισι χρόνια ήταν να επιτευχθεί η επανένωση, για να μπορέσει μια επανενωμένη Κύπρος να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση», λες και το Κυπριακό δεν ήταν πρόβλημα εισβολής, κατοχής και καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Ελληνοκυπρίων από την Τουρκία, αλλά πρόβλημα απομόνωσης των Τουρκοκυπρίων από την Ευρωπαϊκή Ένωση (στην οποία, ειρήσθω εν παρόδω, οι Τουρκοκύπριοι ήθελαν να ενταχθούν διαλύοντας την Κυπριακή Δημοκρατία και χωρίς την παραμικρή δική τους προσπάθεια εναρμόνισης, ή κάποια άλλη θυσία).

Θυμόμαστε, επίσης, τον προκλητικό, τότε, υπουργό Εξωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου, Τζακ Στρο, ο οποίος εξέφρασε «λύπη και απογοήτευση» για την απόφαση των Ελληνοκυπρίων, είπε ότι ελπίζει «να συνεχίσουν να αναλογίζονται (οι Ελληνοκύπριοι) αν αυτή η επιλογή ήταν ορθή» και εξέφρασε χαρά και κατανόηση για την επιθυμία των Τουρκοκυπρίων «να τερματιστεί η διεθνής απομόνωσή τους, να σμίξουν με τους Ελληνοκύπριους σε ένα επανενωμένο νησί και μαζί να προχωρήσουν προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία είναι η καλύτερη εγγύηση για τη συλλογική τους ασφάλεια και ευημερία». Μάλιστα, ο Τζακ Στρο, έχοντας έμφυτη νοοτροπία αποικιοκράτη, ο οποίος υποτιμά τους ιθαγενείς, διαβεβαίωσε «όλους τους Κυπρίους ότι αν σε οποιοδήποτε στάδιο οι δύο κοινότητες αποφασίσουν να υποστηρίξουν μια συνολική λύση που θα επανενώσει το νησί στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το Ηνωμένο Βασίλειο, ως εγγυήτρια δύναμη, μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας και ηγετικό μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης…/… θα καταβάλει κάθε προσπάθεια για να διασφαλίσει όπως η λύση καταστεί η πρακτική και πολιτική επιτυχία που για τόσο καιρό άξιζαν οι Κύπριοι». Ενδεικτικό, βέβαια, της αναξιοπιστίας του, τότε, Βρετανού υπουργού Εξωτερικών, είναι το γεγονός ότι, η Βρετανία, το, κατά τα άλλα, «ηγετικό μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της καλύτερης εγγύησης για συλλογική ασφάλεια και ευημερία» (όλα, δικά του λόγια), αποχώρησε, πρόσφατα, από την Ευρωπαϊκή Ένωση και μάλιστα πυροβολώντας.

Δεν ξεχνούμε, ασφαλώς, ούτε κορυφαίους, εκείνη την εποχή, αξιωματούχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όπως, τον Γερμανό, τότε, Επίτροπο Διεύρυνσης, Γκούντερ Φερχόιγκεν, ο οποίος χαρακτήρισε το ΟΧΙ των Ελληνοκυπρίων μια «μεγάλη πολιτική βλάβη», ενώ, δεν δίστασε να εκστομίσει και την ατεκμηρίωτη εκτίμηση ότι «τώρα πλανάται μία σκιά πάνω από την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση», η οποία διαψεύστηκε, πανηγυρικά, μια βδομάδα μετά. Όπως, δεν ξεχνούμε, τον, τότε, Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Πατ Κοξ, ο οποίος εξέφρασε «λύπη για την απόρριψη του Σχεδίου Ανάν από τους Ελληνοκύπριους».

Και, ασφαλώς, δεν μπορούμε ποτέ να ξεχάσουμε τον ντόπιο σημαιοφόρο των επικρίσεων κατά του ΟΧΙ των Ελληνοκυπρίων, τότε πρόεδρο του ΔΗΣΥ και σημερινό Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Νίκο Αναστασιάδη, ο οποίος δήλωνε, στις 24 Απριλίου 2004, ότι οι Ελληνοκύπριοι οδηγήθηκαν στην απόρριψη του Σχεδίου Ανάν «γιατί τα στενά περιθώρια του χρόνου δεν επέτρεψαν την ανατροπή μιας συστηματικής και έντεχνης παραπληροφόρησης που φόρτιζε το λαό συναισθηματικά», ενώ, εγκωμίαζε τους Τουρκοκύπριους οι οποίοι, σύμφωνα με τον ίδιο, «έστειλαν ένα ισχυρό μήνυμα συμφιλίωσης και της ανάγκης επανένωσης της πατρίδας μας».

Τέτοιες και πολλές άλλες, ήταν οι επικρίσεις εναντίον των Ελληνοκυπρίων, για εκείνη τη σωστή και σωτήρια απόφασή τους. Επικρίσεις, οι οποίες δημιούργησαν τις εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες, μέσα από τις οποίες, όμως, ο Τάσσος Παπαδόπουλος εξήλθε πετυχημένος και αποτελεσματικός, με αποκορύφωμα τη Συμφωνία της 8ης Ιουλίου 2006 και την επιστολή Γκαμπάρι της 15ης Νοεμβρίου, της ίδιας χρονιάς.