«Ποια είναι η κυρία µε τις κοτσίδες και το αλλόκοτο ντύσιµο που ψελλίζει κοινοτοπίες περί µουσικής;», αναρωτήθηκαν οι άναυδοι τηλεθεατές το βράδυ του τελικού της Eurovision.
 
Απορία που σε διάστηµα λίγων λεπτών εξελίχθηκε σε ένα γιγαντιαίο χολερικό τρολ, καθώς, το «Like a prayer» κακοποιούσε βασανιστικά τον µύθο της Βασίλισσας της Ποπ. Αν µη τι άλλο, απ’ όλη αυτή την παρωδία, µάθαµε το τίµηµα της καλλιτεχνικής αυτοχειρίας: Σχεδόν 1,5 εκατοµµύρια ευρώ, για να εκτεθεί ενώπιον εκατοµµυρίων θεατών το «κάτι σαν Μαντόνα» πτώµα ενός πάλαι ποτέ εµβληµατικού pop icon. 
Στην τέχνη, όπως και στη ζωή, πρέπει να ξέρεις πότε να φεύγεις. Δεν θα ξεχάσω ποτέ εκείνη τη συναυλία όπου Η Φωνή έσπαγε σε χίλια κομμάτια επάνω στη σκηνή. Την άκουγα θυμάμαι με σφιγμένο το στομάχι, με έκδηλη την αγωνία της να διασώσει κάτι από τη μαγεία του παρελθόντος όταν καθήλωνε το κοινό της.
Ακόμα χειρότερα για μια ποπ σταρ που δεν υπήρξε ποτέ μεγάλη ερμηνεύτρια. Που δεν τραγούδησε αριστουργήματα κι ούτε ερμήνευσε σημαντικούς ρόλους στην οθόνη. Το «Ψάχνοντας απεγνωσμένα την Σούζαν» για παράδειγμα ήταν μια μετριότητα, όπως και πολλές από τις επιτυχίες της – τραγούδια του συρμού. Η καλλιτεχνική «φτιαξιά» της όμως ήτανε ένα κράμα σπάνιων υλικών. Βigger than life. Ένα καθαρόαιμο λαϊκό είδωλο.
Το ότι η ίδια υποβίβασε τον εαυτό της σε μια καρικατούρα που «μοντέρνιζε» ήταν ήδη αρκετά κακόγουστο για να μας ξενερώσει. Τι θα μπορούσε να κάνει τα πράγματα χειρότερα; Το τάχατες πολιτικό statement. Η εμφάνιση της σημαίας της Παλαιστίνης απλώς επιβεβαίωσε, με τον πλέον θλιβερό τρόπο, το γκροτέσκ του πράγματος. 
Πρέπει να ξέρεις πότε βάζεις την τελεία. Πολλώ δε μάλλον, όταν ο φυσικός σου χώρος είναι η αρένα όπου ισχύουν οι αδυσώπητοι νόμοι του θεάματος.  
 
Φωτο: Η Μαντόνα αποδόμησε τον μύθο της ενώπιον εκατομμυρίων τηλεθεατών στην σκηνή της Eurovision.
 
Φιλgood, τεύχος 225.