Δεν είναι προς το συμφέρον των τραπεζών, να υπάρξει προσυννενόηση στον καθορισμό των τραπεζικών χρεώσεων, θεωρεί σε πόρισμα της η Επιτροπή Προστασίας Ανταγωνισμού (ΕΠΑ). Η Επιτροπή προχώρησε σε διερεύνηση του θέματος των ψηλών χρεώσεων των τραπεζών μετά από την καταγγελία στην οποία προέβη ο πρόεδρος των Οικολόγων Γιώργος Περδίκης. Ο πρόεδρος των Οικολόγων υποστήριξε πως μετά το κλείσιμο του Συνεργατισμού και την απορρόφηση του καλού χαρτοφυλακίου από την Ελληνική Τράπεζα, έχει δημιουργηθεί ολιγοπώλιο από την Ελληνική Τράπεζα και την Τράπεζα Κύπρου. Με επιστολή του προς την πρόεδρο της ΕΠΑ Λουκία Χριστοδούλου, υποστήριξε πως τον τελευταίο  χρόνο, οι τράπεζες προχωρούν σε επιδείνωση των όρων και των χρεώσεων που επιβάλλουν, υποστηρίζοντας παράλληλα πως οι δύο τράπεζες εκμεταλλεύονται τη δεσπόζουσα τους θέση. 
Η ΕΠΑ εξέδωσε το πόρισμα της τον περασμένο Οκτώβριο δηλαδή λίγες ημέρες πριν η Τράπεζα Κύπρου ανακοινώσει την πρόθεση της για αύξηση των τραπεζικών χρεώσεων από τον Ιανουάριο του 2020, τις οποίες όμως, μετά τις έντονες αντιδράσεις που υπήρξαν σε πολιτικό επίπεδο, ανεστάλησαν. 
Στο πόρισμα της η ΕΠΑ παραθέτει σειρά παραμέτρων οι οποίες δυσχεραίνουν τις επιχειρήσεις να συντονίζονται και να συνεννοούνται. Όπως επισημαίνεται, δεν θα ήταν προς το συμφέρον των δύο μεγαλύτερων τραπεζών, (Ελληνική και Τράπεζα Κύπρου) να συντονίζουν τη συμπεριφορά τους στην αγορά για να πετύχουν αυξημένες χρεώσεις, λόγω της αστάθειας του τραπεζικού τομέα εξαιτίας του ψηλού ποσοστού των μη εξυπηρετούμενων δανείων. 
 
Σύμφωνα με την ΕΠΑ, «τα ψηλά ποσοστά των μη εξυπηρετούμενων δανείων που χαρακτηρίζουν γενικά την τραπεζική αγορά και τις δύο αυτές τράπεζες, μειώνουν τις δυνατότητες τους να συντονιστούν για να εκμεταλλευτούν τους πελάτες τους, οι οποίοι αν είναι καταθέτες θα ψάξουν να βρουν καλύτερα καταθετικά επιτόκια και αν είναι δανειολήπτες θα ψάξουν να βρουν πιο ευνοϊκά επιτόκια είτε τα δάνεια τους θα καταστούν μη  εξυπηρετούμενα, κάτι που λειτουργεί εναντίον των συμφερόντων τους».
Επιπρόσθετα, υπογραμμίζει πως «ένας από τους παράγοντες για να αποτραπεί η συνεννόηση των τραπεζών, σχετίζεται με τη δυνατότητα των πελατών της Ελληνικής Τράπεζας αλλά και της Τράπεζας Κύπρου να καταφύγουν σε άλλα τραπεζικά ιδρύματα εάν η Ελληνική αποφάσιζε σε συνεννόηση με την Τράπεζα Κύπρου, να αυξήσει τις τιμές ή να μειώσει με άλλο τρόπο την ποιότητα ή να εφαρμόσει δυσμενέστερους όρους στην προμήθεια των υπηρεσιών της».
Στην ανάλυση της η ΕΠΑ, διαπιστώνει πως παρόλο που μετά το deal Ελληνικής Τράπεζας με την ΣΚΤ, η Ελληνική κατέστη η δεύτερη τράπεζα σε δάνεια και καταθέσεις, ωστόσο το συνδυασμένο μερίδιο της Ελληνικής δεν ξεπερνούσε το μερίδιο της Τράπεζας Κύπρου. 
 
Σημειώνει, επίσης ότι η Τράπεζα Κύπρου, είχε το μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς στους τομείς των καταθέσεων και των χορηγήσεων. Συγκεκριμένα στην αγορά παροχής χορηγήσεων η Τράπεζα Κύπρου ήταν πρώτη, ακολουθούσε η Ελληνική Τράπεζα, τρίτη η RCB και τέταρτη η Eurobank. Σε σχέση με την αγορά των καταθέσεων, η ΕΠΑ, σημειώνει ότι «παρά το γεγονός ότι οι επόμενες στην σειρά τράπεζες από την Ελληνική έχουν αρκετά μικρότερα μερίδια αγορά, η ύπαρξης της Τράπεζας Κύπρου, ενδεχομένως θα λειτουργούσε ως αντισταθμιστικός παράγοντας για την Ελληνική Τράπεζα, παρεμποδίζοντας την να επιχειρήσεις ενδυνάμωση της θέσης της».
Υποδεικνύει, επίσης πως η Ελληνική και η ΣΚΤ, ήταν άμεσοι ανταγωνιστές στις αγορές καταθέσεων και χορηγήσεων, αλλά υπήρχαν δυνατότητες υποκατάστασης των υπηρεσιών που πρόσφεραν από αυτές που πρόσφεραν οι ανταγωνιστές τους.
 
Στο πόρισμα τονίζεται πως πριν από τη συμφωνία ο τραπεζικός τομέας στην Κύπρο, χαρακτηριζόταν από οικονομική αστάθεια, υψηλό δείκτη κόκκινων δανείων και χαμηλά επίπεδα εμπιστοσύνης. Μετά από την απορρόφηση των καλών εργασιών του Συνεργατισμού, από την Ελληνική, θα επερχόταν σταθερότητα με τη δημιουργία μιας δεύτερης μεγαλύτερης τράπεζας με υγιή δομή κεφαλαίου, χαμηλό ποσοστό μη εξυπηρετούμενων δανείων και υποστήριξη από ξένους επενδυτές, κάτι που θα ανακτούσε την εμπιστοσύνη στο σύστημα και θα ενδυναμώσει τον ανταγωνισμό.
 
Επιπλέον, υποδεικνύει πως «στις αγορές παροχής υπηρεσιών χορηγήσεων και καταθέσεων υπήρχε αριθμός τραπεζικών ιδρυμάτων τα οποία δραστηριοποιούνταν στην κυπριακή αγορά με μικρότερα μερίδια αγοράς, ως εκ τούτου ο Κύπριος καταναλωτής μπορούσε να επιλέξει ίδρυμα με το οποίο να συνεργαστεί, μέσα από σχετικά μεγάλο αριθμός χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων (σε σχέση με την μικρή οικονομία της Κύπρου».
 Όπως τονίζει η ΕΠΑ, λόγω των γεγονότων που διαδραματίστηκαν τα προηγούμενα χρόνια στον τραπεζικό τομέα, ο Κύπριος καταναλωτής είναι πλέον πιο ενημερωμένος και έτοιμος να επιζητήσει εναλλακτικές πηγές προμήθειας των τραπεζικών προϊόντων στην γενικότερη αγορά, όπου δραστηριοποιείται αριθμός χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων με μεγάλο αριθμό και ευρεία γκάμα προϊόντων. Μάλιστα, υπογραμμίζει πως εάν η Ελληνική Τράπεζα προσπαθούσε να εκμεταλλευτεί την ενδυναμωμένη της θέση στην αγορά, οι πελάτες της δεν θα διστάσουν να εξεύρουν άλλους εναλλακτικούς προμηθευτές τραπεζικών προϊόντων για να προστατευθούν από τις πιθανές αυξήσεις στις χρεώσεις. «Οι πελάτες της Ελληνικής Τράπεζας, σε περίπτωση καταχρηστικής συμπεριφοράς, είχαν τη δυνατότητα να αποταθούν για υπηρεσίες σε άλλους τραπεζικούς οργανισμούς» προσθέτει. 
Σύμφωνα με το πόρισμα της ΕΠΑ, η συμφωνία θα αναδείξει την Ελληνική Τράπεζα σε ισοδύναμο παίκτη στην αγορά των καταθέσεων με την Τράπεζα Κύπρου. «Παρά ταύτα, στο θέμα των χορηγήσεων, ο τραπεζικό τομέας χαρακτηρίζεται από μεγάλο ποσοστό μη εξυπηρετουμένων δανείων, κάτι που αποδυναμώνει την ισχύ των τραπεζών, επηρεάζοντας την κεφαλαιακή επάρκεια τους αλλά και τις δυνατότητες σημαντικής επεκτατικής πολιτικής» σημειώνεται.
Τονίζει, επίσης πως «η Τράπεζα Κύπρου διατηρούσε τη θέση της ως κατέχουσα το μεγαλύτερο μερίδιο αγοράς που είναι και υπερδιπλάσιο από αυτό που θα προέκυπτε από τη συγκέντρωση για την Ελληνική Τράπεζα», προσθέτοντας πως «τα μερίδια καταθέσεων και χορηγήσεων δημιουργούσαν ανισοζύγιο στη θέση της κάθε τράπεζα, αφοί οι καταθέσεις σχετίζονται με τη δυνατότητα χορήγησης δανείων, δυσχεραίνοντας έτσι την πιθανότητα συντονισμού των δύο τραπεζών». 
Σύμφωνα με το πόρισμα, «εφόσον το επιτοκιακό περιθώριο της Τράπεζας Κύπρου ήταν 3% ενώ της Ελληνικής Τράπεζας ήταν 2%, δεν θα συνέφερε στις δύο τράπεζες να συμφωνήσουν να δίνουν το ίδιο επιτόκιο, αφού αυτό θα συνεπαγέτο η Τράπεζα Κύπρου να έχανε το συγκριτικό πλεονέκτημα που έχει συμφωνώντας στο 2%». Μάλιστα, επικαλείται και οδηγία της Κεντρικής Τράπεζας που εξέδωσε το 2015, σύμφωνα με την οποία, όπου προκύπτει ότι υπάρχει συνεννόηση μεταξύ των τραπεζών και της Κεντρικής Τράπεζας ότι η οποιαδήποτε μείωση στο κόστος των καταθέσεων θα μετακυλισθεί αμέσως και εξ΄ολοκλήρου στα δανειστικά επιτόκια. Υποδεικνύει πως η μείωση των καταθετικών επιτοκίων θα πρέπει να συντονιστεί με τη μείωση των χορηγήσεων, κάτι που όπου αναλύεται δεν μπορεί να συντονιστεί μεταξύ των δύο τραπεζών. Οι δύο μεγάλες τράπεζες, σύμφωνα με την ΕΠΑ, δεν μπορούν να συνεννοηθούν ούτε και για τα καταθετικά επιτόκια.  
 
Πράσινο από την ΕΠΑ στο deal
 
Τον Ιούνιο του 2018 η ΕΠΑ έδωσε το πράσινο φως στο deal μεταξύ της ΣΚΤ και της Ελληνικής Τράπεζας. Συναίνεσε στην αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου της Ελληνικής Τράπεζας, καθώς και την απόκτηση των δραστηριοτήτων και περιουσιακών στοιχείων της Συνεργατικής Κυπριακής Τράπεζας, κηρύσσοντας τη συμφωνία συμβατή με τη λειτουργία του ανταγωνισμού στην αγορά. Η ΕΠΑ έχει αυτή τη δυνατότητα μέσω του νόμου περί ελέγχου συγκεντρώσεων. Το κριτήριο βάσει του οποίου μια συγκέντρωση (συμφωνία επιχειρήσεων) κηρύσσεται συμβατή ή ασύμβατη με τις απαιτήσεις της ανταγωνιστικής αγοράς, είναι η σημαντική παρακώληση του ανταγωνισμού στη Δημοκρατία, ως αποτέλεσμα της δημιουργίας ή ενίσχυσης δεσπόζουσας θέσης, ενώ λαμβάνει υπόψη και επιμέρους κριτήρια. 
 
Τα ερωτήματα Περδίκη
Σειρά ερωτημάτων προς την ΕΠΑ υπέβαλε ο πρόεδρος των Οικολόγων, Γιώργος Περδίκης, ο οποίος κάνει λόγο για τραπεζική δικτατορία και φτωχοποίηση του κυπριακού λαού. Διερωτάται κατά πόσο η παραχώρηση του υγιούς μέρους του Συνεργατισμού στην Ελληνική διευκόλυνε την εξάλειψη του ανταγωνισμού, καθώς οδήγησε σε ολιγοπώλιο και έδωσε δεσπόζουσα θέση σε δύο μόνο τραπεζικά ιδρύματα. Επίσης αναρωτιέται εάν η Κεντρική Τράπεζα, αλλά και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, αλλά και άλλοι θεσμοί ενήργησαν κατά παράβαση των ευρωπαϊκών οδηγιών για τον υγιή ανταγωνισμό σε μια ελεύθερη οικονομία.
 
Παράλληλα, ο κ. Περδίκης ζητά απαντήσεις κατά πόσο με τη διασπορά των υποκαταστημάτων των τραπεζών μπορεί να αναπτυχθεί υγιής ανταγωνισμός. Τονίζει, παράλληλα, πως λόγω του τραπεζικού ολιγοπωλίου τα καταθετικά επιτόκια βαίνουν προς μηδενισμό ή σε αρνητικό επιτόκιο, τα δανειστικά είναι σε ψηλά επίπεδα, ενώ αυξημένες είναι και οι τραπεζικές χρεώσεις. Υποστήριξε, πως «όλα αυτά γιατί συνειδητά κάποιοι επέβαλλαν διάλυση του Συνεργατισμού με πρόθεση την επιβολή αυτής της τραπεζικής δικτατορίας και τη φτωχοποίηση του κυπριακού λαού με τη διάλυση της μεσαίας τάξης».