Στα 71 του χρόνια απεβίωσε ο βραβευμένος Τουρκοκύπριος γλύπτης και αρχιτέκτονας Μπακί Μπογάτς, ο άνθρωπος που το 1976 είχε εντοπίσει το εργαστήρι του καλλιτέχνη Άντη Χατζηαδάμου (1936-1990) στην Αμμόχωστο και φύλαξε τα έργα για να τα επιστρέψει στην οικογένειά του το 1993 μέσω των Ηνωμένων Εθνών.

Γεννήθηκε το 1951 στη Λάρνακα. Η οικογένειά του μετακόμισε στην Αμμόχωστο το 1963 και το 1970 ο ίδιος έφυγε στην Κωνσταντινούπολη για να φοιτήσει στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Τεχνολογικού Πανεπιστημίου Κωνσταντινούπολης. Αποφοίτησε το 1976, εξασκούμενος επίσης στη γλυπτική και τη ζωγραφική και παρόλο που του προσφέρθηκε θέση εργασίας ως αρχιτέκτονας στην Κωνσταντινούπολη, επέλεξε να επιστρέψει στην Αμμόχωστο. Το 2001 άνοιξε το δικό του εργαστήρι γλυπτικής, που το ονόμασε «Πυγμαλίων». Έκανε επτά ατομικές εκθέσεις και συμμετείχε σε δεκάδες ομαδικές και διεθνείς. 

Είναι ο άνθρωπος που ανακάλυψε και διέσωσε τα έργα τα οποία ο Άντης Χατζηαδάμος άφησε πίσω του στην Αμμόχωστο όταν οι Ελληνοκύπριοι κάτοικοι της πόλης εκδιώχθηκαν το 1974. Δεν αρκέστηκε μόνο σε αυτό αλλά τα φρόντισε μέχρι να μπορέσει να τα παραδώσει στην οικογένεια του το 1993. Η ενέργειά του να προστατεύσει για 17 ολόκληρα χρόνια, με προσωπικό ρίσκο, έργα τέχνης ενός αγνώστου συναδέλφου του χαρακτηρίστηκε από την οικογένεια του Χατζηαδάμου, που διαμένει στην Πάφο, ως «ύψιστη πράξη ανθρωπιάς και εκτίμησης στην καλλιτεχνική δημιουργία και στον πολιτισμό, που επιδρά άμεσα σε όλους μας.»

Ο Μπακί Μπογάτς, το 2017 και διαμέσου των εκδηλώσεων της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας Πάφος 2017, τιμήθηκε για την πράξη του αυτή, συμμετέχοντας σε παράλληλη αναδρομική γλυπτική έκθεση στην Παλιά Ηλεκτρική με τον αείμνηστο Άντη Χατζηαδάμη υπό τον τίτλο «Επικίνδυνα Ταξίδια». 

Ο Μπογάτς πίστευε ότι η η αγάπη μεταξύ των ανθρώπων είναι δυνατή μόνο μέσω συμβιβασμού μεταξύ των ατόμων, της κοινωνίας και του κόσμου γενικότερα. Θεωρούσε ότι η αγάπη είναι πολύτιμη κι ότι η φώτιση «περνάει μέσα απ’ αυτή» και η στάση ζωής του του αντικατοπτρίζεται στα όμορφα τρισδιάστατα έργα του. Έλεγε ότι το κύριο κίνητρό του ήταν να «δημιουργήσει κάτι αθάνατο, το οποίο ωστόσο είναι και άψυχο». 

 

Η επιστροφή των έργων

Μόλις επέστρεψε από τις σπουδές του, του είχε ανατεθεί από τις υπηρεσίες του ψευδοκράτους μαζί με άλλους αρχιτέκτονες -και με συνοδεία στρατού- η ευθύνη της καταγραφής των κτηρίων στην περίκλειστη πόλη, όπου κανείς δεν επιτρεπόταν να εισέλθει. Όταν αντίκρισε το εργαστήρι του Χατζηαδάμου, χωρίς να τον γνωρίζει, ο Μπακί Μπογάτς, αναγνώρισε αμέσως την ποιότητα των έργων του Άντη Χατζηαδάμου.

Όταν μπήκε στο εργαστήρι δεν ήταν τον Άντη που είδε, αλλά έργα τέχνης φτιαγμένα από έμπειρα χέρια, έργα μελετημένα και με μεγάλη λεπτομέρεια, με σπουδή, μόχθο και αφοσίωση. Έτσι, πήρε κρυφά τα έργα τέχνης που εντόπισε μαζί με φωτογραφίες και επιστολές.

Στο πλαίσιο δικοινοτικής έκθεσης που διοργάνωσε το 1992 η Πρεσβεία των ΗΠΑ ήρθε σε επαφή με Ελληνοκύπριους καλλιτέχνες και τους μετέφερε την πρόθεσή του να τα επιστρέψει. Ο Άντης Χατζηαδάμος μετά από παραμονή έξι ετών στο Γιοχάνεσμπουργκ της Νότιας Αφρικής εγκαταστάθηκε στην Πάφο το 1980, αλλά το 1990 απεβίωσε από καρκίνο σε ηλικία μόλις 54 ετών. Ο Μπογάτς παρέδωσε στην αμερικανική πρεσβεία όσα αντικείμενα διέσωσε για να μεταφερθούν μέσω των Ηνωμένων Εθνών στην οικογένεια του Άντη Χατζηαδάμου, στην Πάφο.

Το 2003, όταν άνοιξαν τα οδοφράγματα, ο Μπογάτς ταξίδεψε επιτέλους στην Πάφο για να συναντήσει από κοντά την οικογένεια κι έκτοτε διατηρούσαν στενή σχέση με αποκορύφωμα την πρόσκληση, εξ αφορμής της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης, ώστε να συναντήσει για πρώτη φορά, νοερά έστω, τον Άντη Χατζηαδάμο σε κοινή έκθεση.