Δεν κατέληξε πουθενά επί της ουσίας η χθεσινή ευρεία σύσκεψη για τα καινοτόμα φάρμακα και την ένταξη τους στο Γενικό Σύστημα Υγείας, αφού οι διαφωνίες που καταγράφηκαν μεταξύ υπουργείου Υγείας, ΟΑΥ και οργανωμένων ασθενών, οδήγησαν σε προγραμματισμό μιας νέας συνάντησης η οποία θα πραγματοποιηθεί σε δεκαπέντε ημέρες. 

Στο μεσοδιάστημα όπως συμφωνήθηκε αφού πρώτα λήφθηκαν υπόψη οι διαφωνίες, Οργανισμός Ασφάλισης Υγείας και Φαρμακευτικές Υπηρεσίες θα προχωρήσουν στον καταρτισμό τριών διαφορετικών καταλόγων θεραπειών. Ο πρώτος κατάλογος θα αφορά τα φάρμακα που ο ΟΑΥ εκτιμά ότι θα ενταχθούν στο ΓεΣΥ εντός του 2022, ο δεύτερος τα φάρμακα που εκτιμάται ότι θα ενταχθούν στο Σύστημα μέχρι τον Ιούνιο του 2023 και ο τρίτος τις θεραπείες που θα παραμείνουν στο υπουργείο Υγείας και θα χορηγούνται στους ασθενείς μέσω των διαδικασιών της Επιτροπής Ονομαστικών Αιτημάτων. Παράλληλα και μετά από αρκετή συζήτηση, συμφωνήθηκε ότι θα καθοριστεί και το πλαίσιο στη βάση του οποίου θα καταλήγουν οι θεραπείες αυτές στους ασθενείς. 

Κατά τη διάρκεια της σύσκεψης, η οποία μάλλον πραγματοποιήθηκε σε ψηλούς τόνους, η γενική διευθύντρια του υπουργείου Υγείας, Χριστίνα Γιαννάκη, κατέθεσε σημείωμα στο οποίο περιλαμβάνονταν τα όσα ο Οργανισμός Ασφάλισης Υγείας θα έπρεπε να είχε πράξει μέχρι σήμερα αλλά ακόμα δεν έχει πετύχει τον στόχο του. Μάλιστα, στο σημείωμα της η κ. Γιαννάκη επικαλείται και επιστολή που έλαβε, όπως υποστηρίζει, από τον αναπληρωτή διευθυντή του ΟΑΥ ο οποίος την προτρέπει να περιορίσει τις εγκρίσεις αιτημάτων ασθενών από την Επιτροπή Ονομαστικών Αιτημάτων. 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Βιώσιμο ΓεΣΥ, μεγαλύτερο κονδύλι για φάρμακα – Οι στόχοι ΟΑΥ

Στη σχετική αναφορά της Χριστίνας Γιαννάκη απάντησε όπως ήταν φυσικό ο ΟΑΥ, εξηγώντας πως ο περιορισμός ο οποίος ζητήθηκε αφορούσε συγκεκριμένες κατηγορίες φαρμάκων και όχι όλες τις καινοτόμες θεραπείες που δεν έχουν ακόμα ενταχθεί στο ΓεΣΥ. 

Παράλληλα, ο ΟΑΥ για να δικαιολογήσει τις μέχρι τώρα ενέργειες του επικαλέστηκε τον προϋπολογισμό του ΓεΣΥ αλλά το ίδιο έπραξε και το υπουργείο Υγείας το οποίο πληρώνει για τις θεραπείες που αγοράζονται μέσω της ΕΟΑ. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι δύο πλευρές εξακολουθούν να έχουν μεταξύ τους εκκρεμότητες σε ό,τι αφορά τα κονδύλια που δαπανήθηκαν για αγορά φαρμάκων για λογαριασμό δικαιούχων του ΓεΣΥ από τη Διεύθυνση Αγορών και Προμηθειών του υπουργείου για το τρέχον έτος. 

Για το 2023, όπως έχει ήδη γίνει γνωστό, τόσο το υπουργείο Υγείας όσο και ο ΟΑΥ έχουν περιλάβει στους προϋπολογισμούς τους κονδύλια για την κάλυψη των θεραπειών που προσφέρονται αυτή τη στιγμή μέσω της ΕΟΑ, αλλά και των θεραπειών που αναμένεται να ενταχθούν στο ΓεΣΥ κατά το συγκεκριμένο έτος. 

«Εμάς εκείνο που μας ενδιαφέρει είναι να εξασφαλίσουν οι ασθενείς άμεση πρόσβαση στις θεραπείες που χρειάζονται, τη στιγμή που τις χρειάζονται, μέσω διαφανών διαδικασιών», δήλωσε με αρκετά έντονο ύφος ο πρόεδρος των οργανωμένων ασθενών, Μάριος Κουλούμας. 

Αυτή τη στιγμή, είπε, «γίνονται προσπάθειες από το υπουργείο Υγείας για να λυθεί αυτό το ζήτημα και χαιρετίζουμε αυτή την προσπάθεια. Οι διαβουλεύσεις συνεχίζονται και αναμένουμε ότι βάσει των όσων συμφωνήθηκαν θα καθοριστούν χρονοδιαγράμματα ένταξης των φαρμάκων στο ΓεΣΥ και μετά θα καθοριστεί και το πλαίσιο στη βάση του οποίου ο ασθενής θα εξασφαλίζει πρόσβαση στις θεραπείες που χρειάζεται». 

Ως Ομοσπονδία Συνδέσμων Ασθενών Κύπρου, είπε, «υποβάλαμε συγκεκριμένη πρόταση η οποία θα ρύθμιζε τις διαδικασίες αλλά η πρόταση μας αυτή δεν έγινε αποδεκτή από τον ΟΑΥ, έτσι συμφωνήσαμε ότι θα περιμένουμε να ολοκληρώσουν εντός δεκαπενθημέρου τη μεταξύ τους διαβούλευση και τον καταρτισμό τριών καταλόγων θεραπειών ο ΟΑΥ και το  υπουργείο Υγείας και αφού ενημερωθούμε σχετικά θα τοποθετηθούμε ανάλογα». 

Για το οργανωμένο κίνημα των ασθενών, είπε καταλήγοντας ο κ. Κουλούμας, «το σημαντικό είναι να έχουν όλοι οι ασθενείς τις θεραπείες που χρειάζονται. Αυτό είναι το αίτημα μας και αυτό θα διεκδικήσουμε αφού είμαστε ταγμένοι να υπηρετούμε τον Κύπριο ασθενή και να διεκδικούμε για λογαριασμό του αυτά που έχει ανάγκη. Δυστυχώς, στο θέμα των καινοτόμων θεραπειών, ενώ το έχουμε εισαγάγει στον διάλογο εδώ και έναν ακριβώς χρόνο, βλέπουμε ότι ακόμα δεν έχουμε καταλήξει κάπου, κάτι το οποίο μας ανησυχεί».