Η Κύπρος προχώρησε σε ακόμα μια σημαντική μεταρρύθμιση. Μετά από αρκετές συζητήσεις και διαφωνίες εισαγάγει το θεσμό του κατώτατου μισθού, που θα αρχίσει να εφαρμόζεται από την 1-1-2023. Μάλιστα, έγινε πρόβλεψη και για μια μεταβατική περίοδο, ώστε να μπορέσει η οικονομία και κυρίως οι επιχειρήσεις, να αντιμετωπίσουν αυτή την αλλαγή. 

Το ποσό του κατώτατου μισθού καθορίστηκε από την κυβέρνηση στα 940 ευρώ το μήνα, ενώ για τους πρώτους έξι μήνες εργοδότησης θα είναι στα 885 ευρώ το μήνα. 

Η εξέλιξη αυτή εναρμονίζει τη χώρα μας με όσα ισχύουν στον ευρωπαϊκό χώρο. Η Κύπρος, ως γνωστόν, ήταν από τις λίγες χώρες της Ε. Ένωσης που δεν είχε θεσμοθετήσει τον κατώτατο μισθό. Τώρα, γινόμαστε η 22η χώρα – μέλος της Ε. Ένωσης που καθιερώνει τον κατώτατο μισθό. 

Ταυτόχρονα, η ρύθμιση αυτή κατοχυρώνει όλους όσοι πρωτομπαίνουν στην αγορά εργασίας και οι οποίοι μέχρι σήμερα αμείβονταν ανάλογα με την προσφορά του εργοδότη τους. 

Όπως και να δει κάποιος το θέμα, η εισαγωγή του θεσμού αυτού βελτιώνει τη θέση των νεοεισερχόμενων εργαζομένων και ρυθμίζει ένα μεγάλο κενό που είχαμε στην εργοδότηση των νέων ανθρώπων. 

Αντί να δούμε όλα αυτά τα θετικά που δημιουργεί η εισαγωγή του νέου θεσμού στην αγορά εργασίας και ευρύτερα στην οικονομία, συνεχίζουμε την αντιπαράθεση για το ύψος του μισθού και τη σύνδεση του ή όχι με τις ώρες εργασίας, κλπ. 

Υπό προϋποθέσεις, θα μπορούσαν να επιτευχθούν και αυτοί οι στόχοι των συντεχνιών, όμως δεν θα πρέπει να χάνουμε τη μεγάλη εικόνα. Και αυτή είναι ότι σε δύσκολες οικονομικές συνθήκες για τις επιχειρήσεις, η κυβέρνηση προώθησε και θα εφαρμόσει τον θεσμό του κατώτατου μισθού. Στην πορεία και ανάλογα με τις επιδόσεις της οικονομίας, οι συντεχνίες έχουν κάθε δικαίωμα να απαιτήσουν βελτίωση των όρων του κατώτατου μισθού.

Όμως, δεν είναι λογικό να βλέπουν το δέντρο και να χάνουν το δάσος, επειδή ήθελαν πλήρη ικανοποίηση των διεκδικήσεων τους. 

Τώρα, οφείλουν να δώσουν έμφαση στη σωστή και κυρίως πιστή εφαρμογή του νέου θεσμού σ’ όλο το φάσμα της οικονομίας, όπως προβλέπεται. Σ’ αυτό τον τομέα θα πρέπει να επικεντρωθούν κι όχι στο κατά πόσο μπορούσαν να στριμώξουν περισσότερο τους εργοδότες. 

Το ίδιο και οι εργοδότες, που ακόμα συνεχίζουν να διατυπώνουν επιφυλάξεις, οφείλουν να δουν τον νέο θεσμό ως μια ευκαιρία για εξορθολογισμό της αγοράς εργασίας για τους νεοεισερχόμενους. 

Σίγουρα και οι δύο πλευρές έχουν επιμέρους απαιτήσεις και θα ήθελαν ίσως περισσότερα. Όμως, στη ζωή κανένας δεν μπορεί να τα έχει όλα δικά του. 

Όλοι, λοιπόν, οφείλουμε να δούμε τη νέα ρύθμιση ως μια σημαντική μεταρρύθμιση, που θέτει κανόνες λειτουργίας της αγοράς εργασίας στον τομέα των νεοεισερχόμενων εργαζομένων.