Η τουρκική επιθετική συμπεριφορά και ρητορική έχει ξεπεράσει κάθε προηγούμενο. Αφορμή τα 100χρονα από τη Μικρασιατική Καταστροφή και τη νίκη των νεοτούρκων στο πεδίο της μάχης (που επήλθε για διάφορους λόγους) και τη γενοκτονία των  Ελλήνων που ακολούθησε.  Τονίζω τη λέξη αφορμή.  Διότι θεωρώ ότι η στάση της Τουρκίας δεν υπαγορεύεται μόνο ή κυρίως από την ανάγκη του Ερντογάν να φανατίζει το τουρκικό εκλογικό σώμα εν αναμονή των εκλογών του 2023.  Θεωρώ ότι η στάση της Τουρκίας υπαγορεύεται από την πρόθεση της να υλοποιήσει τα σχέδια της τα οποία περιλαμβάνονται στο γενικό πλαίσιο υπό την ονομασία «Γαλάζια Πατρίδα».  Ένα σχέδιο το οποίο, ό,τι και να εκτιμούν οι τρίτοι, όπως και εμείς σε Κύπρο και Ελλάδα, εννοεί να το προωθήσει.  Και το εννοεί γιατί αισθάνεται ισχυρή και αναβαθμισμένη. Και αισθάνεται ισχυρή και αναβαθμισμένη λόγω κυρίως των διεθνών εξελίξεων και της στάσης Δύσης και Ανατολής απέναντί της.  Δεν είναι τυχαία η ανακοίνωση του στρατηγείου του ΝΑΤΟ στη Σμύρνη για τα 100 χρόνια της Μικρασιατικής καταστροφής. Ανακοίνωση που προκάλεσε την οργή της Ελλάδας και η οποία τελικά αποσύρθηκε. Όμως, αυτή η απαράδεκτη στάση των νατοϊκών συμμάχων επισυμβαίνει σε μια στιγμή που η Τουρκία κάθε άλλο παρά ως νατοϊκός εταίρος συμπεριφέρεται. Σε μια στιγμή που είναι εμπλεκόμενη με αμφιλεγόμενο και ύποπτο τρόπο σε διάφορες διενέξεις σε σειρά περιοχές του κόσμου, κτυπώντας με διάφορα μέσα, συμμάχους τόσο της Δύσης όσο και της Ανατολής.  Και τα καταφέρνει.  Και ο λόγος έχει πολλές φορές παρατεθεί και αναλυθεί.  Τη χρειάζονται ως σύμμαχο και οι ΗΠΑ και η Ρωσία. Η ανάγκη αυτή των δύο ισχυρών πηγάζει από αντικειμενικούς λόγους. Τη γεωστρατηγική της θέση, το μέγεθος, τον πληθυσμό, τους πλουτοπαραγωγικούς πόρους κ.ο.κ.  Πηγάζει όμως και από υποκειμενικούς λόγους. Από το πώς η ίδια διαχρονικά έχει εκμεταλλευτεί τα αντικειμενικά της δεδομένα.  Με σχέδιο, με πρόγραμμα, με συνέχεια και συνέπεια εφαρμογής της στρατηγικής της ανεξάρτητα κυβερνήσεων. Και με βυζαντινή διπλωματία.  Ξεγελώντας σε ορισμένες περιπτώσεις χώρες και λαούς, οργανισμούς και άτομα. Ποιος αλήθεια πιστεύει σήμερα ότι εισέβαλε στην Κύπρο για το καλό των συμπατριωτών μας Τ/κ;  Ποιος αλήθεια πιστεύει ότι το αυταρχικό και δεσποτικό καθεστώς της Άγκυρας, που προβαίνει σε γενοκτονίες σε βάρος των Κούρδων και είναι ένοχο για δημιουργία και συντήρηση του Ισλαμικού Κράτους, νοιάζεται πραγματικά για τους Παλαιστίνιους;  Παραδείγματα υπάρχουν και άλλα. Το θέμα όμως είναι ότι πείθει. Εδώ είχε πείσει ο Ερντογάν κυπριακές προσωπικότητες της δημόσιας ζωής ότι είναι δημοκράτης, εκσυγχρονιστής, φίλος της ειρήνης και της καλής γειτονίας.  Έπεισε ακόμα και για τις καλές του προθέσεις για μια λύση του Κυπριακού στα πλαίσια της λογικής και των παραμέτρων του ΟΗΕ.

Γιατί όμως η Τουρκία κατόρθωσε να βρίσκεται στο σημείο που βρίσκεται σήμερα, παρά τις ατελείωτες παρασπονδίες της έναντι των Δυτικών της εταίρων και η Ελλάδα όχι;  Λόγοι μπορεί να παρατεθούν αρκετοί.  Όπως για παράδειγμα ότι διαχρονικά φρόντισε να έχει ένα από τα σοβαρά εργαλεία άσκησης πολιτικής, όπως είναι οι ένοπλες δυνάμεις ετοιμοπόλεμες.  Όπως το γεγονός πως με διάφορες τακτικές κρατά τη συντριπτική πλειοψηφία των Τούρκων ενωμένους στο στόχο των θεμάτων τα οποία αναγάγει σε εθνικά θέματα και θέματα ασφαλείας κ.λ.π.  Τα κατάφερε κυρίως όμως για δύο λόγους.  Τον πρώτο τον προανάφερα.  Γιατί έχει σχέδια από χρόνια και εργάστηκε και εργάζεται στοχοπροσηλωμένα προς υλοποίησή τους.  Ο δεύτερος είναι ότι σε διάφορες στιγμές που θεώρησε ότι έπρεπε να ορθώσει ανάστημα έναντι ακόμα και των συμμάχων και εταίρων της το έπραξε.  Και το έπραξε και το κατάφερε διότι έκανε τους ανάλογους χειρισμούς, στην κατάλληλη στιγμή και έχοντας τη στήριξη της μεγάλης πλειοψηφίας των Τούρκων πολιτών.  Στην αντίπερα όχθη, Ελλάδα και Κύπρος, ούτε για εκείνα που συμφωνούμε δεν μπορούμε να ομονοήσουμε.  Για παράδειγμα ενώ όλοι συμφωνούν ότι το κυπριακό παραμένει άλυτο κυρίαρχα λόγω Τουρκίας, όταν αρχίζει η συζήτηση επί του θέματος ο ένας φορτώνει την ευθύνη στον άλλο και όλοι μαζί στο τέλος στην ε/κ πλευρά.  Το ίδιο στην Ελλάδα όταν συζητούνται τα ελληνοτουρκικά.  Το κυριότερο όμως που απουσιάζει σε Ελλάδα και Κύπρο διαχρονικά (πλην σπάνιων εξαιρέσεων) είναι η αποφασιστικότητα να ορθώσουμε ανάστημα την ώρα που πρέπει και που το επιτρέπουν οι συνθήκες που επικρατούν.  Για παράδειγμα, σήμερα αντί η επικέντρωση όλων να είναι στη μάχη να ανατραπούν τα τουρκικά σχέδια για δύο κράτη και να επανέλθει το κυπριακό εντός παραμέτρων Ο.Η.Ε., η αντιπαράθεση εδώ στην Κύπρο, είναι τι θα κάνουμε ή τι πρέπει να κάνουμε σε επί μέρους πτυχές του προβλήματος, οι οποίες θα συζητηθούν μόνο αν και εφόσον επανέλθει εντός πλαισίου ΟΗΕ η Τουρκία.  Θέσεις πρέπει να έχουμε και στόχους.  Αλλά να τους ιεραρχούμε με βάση τη σημασία τους και να τους κυνηγούμε.  Όχι να τους αλλάζουμε ανάλογα με τις διαθέσεις αυτών που δημιούργησαν το Κυπριακό.

Αποτέλεσμα αυτής της κυρίαρχης αδυναμίας μας το γεγονός ότι η ουσία του Κυπριακού, η διεθνής πτυχή του, δηλαδή η εισβολή και κατοχή, συζητήθηκαν στο τραπέζι των συνομιλιών μόλις το 2017!  Σαράντα τρία (43) ολόκληρα χρόνια μετά την εισβολή!