Το «αερικό» της σύγχρονης ελληνικής μουσικής σκηνής, υποδέχεται το καλοκαίρι με μια σειρά συναυλιών αφιερωμένων στον Μάνο Λοΐζο και μιλά για τα κομμάτια που αγάπησε μέσα από τη φωνή του Βασίλη Παπακωνσταντίνου αλλά και για τη μαγική στιγμή, όταν διαπίστωσε πως πια τα τραγουδούν μαζί.

– Κάνοντας αρχή από τα live που παρουσιάζετε με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου, με ποια συναισθήματα επιστρέφεις στις ανοιχτές συναυλίες; Αν και δεν μπορώ να πω ότι μου έχουν λείψει ιδιαίτερα οι καλοκαιρινές συναυλίες, με την έννοια ότι έκανα τέτοιες έως και τα μέσα Νοεμβρίου (!), αυτό που παρατηρώ ότι πια έχει αλλάξει και με συγκινεί, είναι η αίσθηση του αγγίγματος. Ότι ο κόσμος είναι πολύς και αγκαλιασμένος, χωρίς φόβο για τον διπλανό του. Με αυτή την έννοια, λοιπόν, νιώθω ότι το φετινό συναυλιακό καλοκαίρι έχει τη γλυκιά επιστροφή στην ελευθερία.

– Μίλησέ μας λίγο για το αφιέρωμα «Μάνος Λοΐζος – 40 χρόνια μετά». Ποια τραγούδια επιλέξατε και γιατί; Η συνεργασία μας με τον Βασίλη Παπακωνσταντίνου πάνω στο έργο του Μάνου Λοΐζου ξεκίνησε με αφορμή μία πρόταση της Μinos EMI και του δήμου Αθηναίων, να παρουσιάσουμε μία παράσταση στο ιστορικό θέατρο Ολύμπια. Οι δύο δίσκοι που ερμηνεύσαμε ήταν «Τα τραγούδια του δρόμου» και το «Για μία μέρα ζωής». Με εφαλτήριο, λοιπόν, αυτούς τους δύο δίσκους, συμπληρώσαμε τραγούδια που για μένα και τον Βασίλη είχανε νόημα να ειπωθούν. Ο Βασίλης συμπλήρωσε τραγούδια – σταθμούς στην καριέρα του, εγώ όλα όσα στάθηκαν καθοριστικά, για να γνωρίσω το έργο του Μάνου Λοΐζου από την παιδική μου κιόλας ηλικία. 

– Ποιος είναι ο δικός σου Μάνος Λοΐζος; Πότε και πώς έγινε η προσωπική σου «γνωριμία» μαζί του; Τον Λοΐζο τον πρωτοαγάπησα μέσα από τη φωνή του Βασίλη Παπακωνσταντίνου. Μάλιστα, ένα συγκεκριμένο τραγούδι, το «Χαράματα Ομόνοια», το οποίο έχουμε και στο πρόγραμμα, ήταν από τα πρώτα που είχα βγάλει στην κιθάρα. Τον Λοΐζο τον αγάπησα και μέσα από τις δικές του ερμηνείες, αλλά και από τη συνάντησή του με τη Δήμητρα Γαλάνη, τη Μαρία Φαραντούρη και τη Χαρούλα Αλεξίου. Και κάπου εδώ έρχεται να επιβεβαιωθεί για μένα μία συμπαντική στιγμή: Στη γενική πρόβα στο θέατρο Ολύμπια, τραγουδούσα το «Όλα σε θυμίζουν», όταν θυμήθηκα ότι το έλεγα παιδί στο Γυμνάσιο, στην πρώτη μου δουλειά σε μία ταβέρνα. Ξαφνικά, είδα τον Βασίλη δίπλα μου και σκέφτηκα ότι πια είμαι ολόκληρη γυναίκα. Πηγαίνοντας το βράδυ να πιώ ένα ποτό στη γειτονιά μου στο Παγκράτι, έπεσα πάνω στη Χαρούλα Αλεξίου και μιλήσαμε για πρώτη φορά. Πόσες αγκαλιές και συγκινήσεις μέσα σε ένα βράδυ!

– Πηγαίνοντας πίσω στον χρόνο, τι ήταν εκείνο που σε οδήγησε στη μουσική; Η αγάπη μου για τη μουσική και ίσως μια βαθιά συνείδηση που είχα από παιδί, ότι έχω έρθει σε αυτή τη γη, για να προσφέρω μέσα από αυτό τον τρόπο. Μία συνείδηση που στις μικρές ηλικίες μπορεί να ξεκινάει από έναν υφέρποντα εγωκεντρισμό και μια εγωπάθεια να γίνουμε σπουδαίοι και τρανοί, αλλά όσο περνάνε τα χρόνια μάς μαθαίνει να προσφέρουμε και να γινόμαστε ταπεινοί.

– Τι απ’ όλα όσα βίωσες θεωρείς πως διαμόρφωσε τελικά την αισθητική σου και αυτό που είσαι σήμερα; Η διάθεσή μου να μην εφησυχάζω. Μεγάλωσα σε μια μικρή επαρχιακή πόλη τη δεκαετία του 80, χωρίς πρόσβαση σε σημαντικά πολιτιστικά γεγονότα. Ό,τι έφτανε στα Γρεβενά, ερχόταν μέσω της τηλεόρασης. Μου πήρε πολλά χρόνια να φύγω από την εποχή του πλαστικού, των πρωινάδικων, της ανηθικότητας και της εμπορευματοποίησης κάθε τέχνης αλλά και κάθε ανθρώπου. Η Αθήνα είναι μεν μια σκληρή πόλη, σου δίνει ωστόσο τη δυνατότητα, σε μεγάλο βάθος χρόνου, να γνωρίσεις τους ποιητές της, κυριολεκτικά και μεταφορικά.

– Σκέφτηκες ποτέ ποια τροπή θα έπαιρνε η ζωή σου αν τελικά επέλεγες να ασχοληθείς επαγγελματικά με την Τραπεζική και Χρηματοοικονομική Διοικητική; Έπαθα τόσες κρίσεις πανικού μέσα στο πανεπιστήμιο, οπότε… Όχι! Προσπάθησα να ασχοληθώ με τα ασφαλιστικά όταν τελείωσα το πανεπιστήμιο, αλλά καθώς έβλεπα την αντανάκλασή μου με τον φάκελο στα χέρια στις εισόδους των πολυκατοικιών, έβαζα τα κλάματα. Ήταν πολύ τεχνοκρατικά όλα αυτά για μένα, παρόλο που αγαπούσα την Οικονομία ως επιστήμη. Αν δεν γινόμουν μουσικός, πιστεύω θα ασχολιόμουν με κάτι άλλο που θα έχει να κάνει με την επαφή, με τον άνθρωπο και την ίαση της ψυχής μας.

– Ποια ήταν εκείνη η καθοριστική στιγμή που σε έκανε να πάρεις την απόφαση ότι θα ζεις αποκλειστικά από τη μουσική; Πότε «ξεβολεύτηκες»; Ακριβώς εκείνη τη στιγμή που τελείωσε το πανεπιστήμιο, που ως ασφαλίστρια έβαζα τα κλάματα, που ως μουσικό δεν με θέλανε οι εταιρείες, για να κάνω μία αρχή και δεν ήξερα τι ακριβώς ήμουνα. Τότε αποφάσισα να κάνω έναρξη επαγγέλματος. Όταν είδα τη σφραγίδα μου πάνω σε ένα χαρτί που έγραφε «Μαρία Νικ. Παπαγεωργίου – τραγουδίστρια, μουσικός», κατάλαβα πού ανήκω και σε ποια κατεύθυνση θα τραβούσα κουπί. 

– Ο Μίκης Θεοδωράκης ήταν ένας από τους καλλιτέχνες που σε πίστεψαν από την πρώτη στιγμή. Τι νιώθεις ότι σου άφησε η συνεργασία σου μαζί του; Μπορώ να μιλάω για ώρες για τη συνεργασία μου με τον Μίκη Θεοδωράκη, αυτό που θεωρώ, όμως, ότι έχει σημασία, είναι πως μέσα από αυτή την εμπειρία ένιωσα ότι μπορώ να γίνω ένα ζωντανό όνειρο για πολλά παιδιά της επαρχίας και της ηλικίας μου. Μια ελπίδα σε αυτές τις δύσκολες περιόδους πως μπορούμε από το μηδέν να καταφέρουμε να πραγματοποιήσουμε τα όνειρά μας.

– Ως καλλιτέχνης έχεις πειραματιστεί αρκετά με τον ήχο σου. Πώς θα προσδιόριζες σήμερα την αισθητική της δουλειάς σου; Νομίζω πως δεν έχει νόημα να προσδιορίζουμε εμείς το τι είμαστε. Όσο και να προσπαθούμε και να στοχεύσουμε σε μία αισθητική, το «όλον» μας αποφασίζεται από τους ακροατές μας και το δείχνει η διαδρομή μας στο σύνολό της.

– Καλλιτεχνικά, τι ακολουθεί για σένα; Ένα συναυλιακό καλοκαίρι σε αγαπημένες περιοχές της Ελλάδος, η πλευρά Α’  του καινούριου μου δίσκου «Ο τελευταίος αναλογικός έρωτας», διδασκαλίες με το εργαστήρι μου και νέες σκέψεις για τον δύσκολο χειμώνα που ακολουθεί. 

Info: Μάνος Λοΐζος 40 χρόνια μετά: 8/6, Δημοτικό Κηποθέατρο Λεμεσού, 9/6 Αμφιθέατρο Σκαλί Αγλαντζιάς, 10.6 Πάφος, Δημοτικό Στάδιο Γεροσκήπου, 9μ.μ. 26932204 Tickethour.com.cy

Ελεύθερα, 6.6.2022.