Οι όγκοι εγκεφάλου αποτελούν μία εκτενή, ετερογενή ομάδα οντοτήτων, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από την παρουσία νεοπλαστικών κυττάρων με παθολογικό πολλαπλασιασμό και εξάπλωση. Διακρίνονται σε πρωτοπαθείς όγκους, οι οποίοι προέρχονται από το παρέγχυμα του εγκεφάλου, και δευτεροπαθείς ή μεταστατικούς, οι οποίοι προκύπτουν ως αποτέλεσμα διασποράς νεοπλασιών από άλλα όργανα. Επίσης, οι όγκοι εγκέφαλου ταξινομούνται ως καλοήθεις ή κακοήθεις, αναλόγως της τάσης τους να αναπτύσσονται και να διηθούν το εγκεφαλικό παρέγχυμα. Με βάση σύγχρονες στατιστικές από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας υπολογίζεται ότι πέραν των 300.000 νέων περιπτώσεων όγκων εγκεφάλου διαγνώστηκαν κατά το έτος 2020 παγκοσμίως, με συχνότερους τους δευτεροπαθείς, μεταστατικούς όγκους. Παρότι δεν αποτελούν τη συχνότερη νεοπλασία, οι όγκοι εγκεφάλου δυστυχώς χαρακτηρίζονται από υψηλά ποσοστά αναπηρίας και θανάτου, ενώ η πρόγνωση διαφέρει αισθητά αναλόγως του βαθμού κακοήθειας και των ειδικών χαρακτηριστικών τους. Για τη σύγχρονη βέλτιστη θεραπευτική προσέγγιση απαιτείται η ιστολογική και πλέον η γενετική ταυτοποίηση των όγκων. Αυτή επιτρέπει και την εφαρμογή ιατρικής ακριβείας, με εστίαση στα ειδικά χαρακτηριστικά της νόσου ανά ασθενή, παρά σε γενικές θεραπευτικές τακτικές. 

Η εκδήλωση των όγκων εγκεφάλου ποικίλλει και περιλαμβάνει πληθώρα συμπτωμάτων. Αυτά κυμαίνονται από άτυπα όπως πονοκέφαλος ή ζάλη, μέχρι σοβαρότερα και πιο τυπικά συμπτώματα όπως αισθητικές διαταραχές, διαταραχές ομιλίας, αδυναμία ή ακόμη και πάρεση. Ως εκ τούτου, η διερεύνηση των συμπτωμάτων αυτών απαιτεί τη διενέργεια ειδικών εξετάσεων, με κυριότερες τις απεικονιστικές διαγνωστικές εξετάσεις όπως η μαγνητική τομογραφία και αξονική τομογραφία. 

Η μαγνητική τομογραφία αποτελεί σήμερα την κατεξοχήν εφαρμοζόμενη μέθοδο διάγνωσης των όγκων εγκεφάλου. Προσφέρει τη δυνατότητα αρχικής διάγνωσης, καθώς και διαφορικής διάγνωσης και αποκλεισμού άλλων παθήσεων οι οποίες σε ορισμένες περιπτώσεις μιμούνται όγκους εγκεφάλου, όπως η σκλήρυνση κατά πλάκας ή τα εγκεφαλικά αποστήματα. Η μαγνητική τομογραφία προσφέρει τη δυνατότητα ταξινόμησης των όγκων σε πρωτοπαθείς ή δευτεροπαθείς με ανάλυση απεικονιστικών χαρακτηριστικών όπως η θέση, ο αριθμός και η μορφολογία τους. Σε περιπτώσεις που η διάκριση αυτή είναι δυσχερής, επιστρατεύονται προηγμένες μέθοδοι απεικόνισης, όπως η μαγνητική φασματοσκοπία και η μαγνητική τομογραφία αιμάτωσης. Επίσης, η μαγνητική τομογραφία εφαρμόζεται προεγχειρητικά για τη χαρτογράφηση του όγκου και τον σχεδιασμό νευροχειρουργικών επεμβάσεων, καθώς και κατά την παρακολούθηση των ασθενών και αξιολόγηση της ανταπόκρισης στη θεραπεία.  

Ωστόσο, η βέλτιστη αντιμετώπιση απαιτεί λεπτομερέστερη ταξινόμηση των όγκων, η οποία βασίζεται στις πλείστες περιπτώσεις στη βιοψία και στην παθολογοανατομική εξέταση. Οι πληροφορίες αυτές καθορίζουν και τη θεραπευτική προσέγγιση, η οποία βασίζεται σε διαφορετικούς συνδυασμούς νευροχειρουργικών επεμβάσεων, ακτινοθεραπείας και χημειοθεραπείας αναλόγως των χαρακτηριστικών του όγκου. Για παράδειγμα, διαφορετικό θεραπευτικό πρωτόκολλο εφαρμόζεται για την αντιμετώπιση ενός χαμηλής κακοήθειας αστροκυττώματος συγκριτικά με ένα γλοιοβλάστωμα το οποίο χαρακτηρίζεται από κακοήθεια και φέρει δυσμενέστερη πρόγνωση. Στο μέλλον, νέες τεχνικές ανάλυσης εικόνας συμπεριλαμβανομένων μεθόδων τεχνητής νοημοσύνης, ενδέχεται να αναβαθμίσουν τον ρόλο της ιατρικής απεικόνισης στην προεγχειρητική ταξινόμηση των όγκων εγκεφάλου. 

Ο κεντρικός ρόλος της ιατρικής απεικόνισης στη διάγνωση και διαχείριση των όγκων εγκεφάλου καταδεικνύει τη σημασία εφαρμογής σύγχρονων τεχνικών και πρωτοκόλλων εξέτασης προς βελτιστοποίηση των κλινικών αποτελεσμάτων. Ευελπιστούμε ότι η συνεχής έρευνα στη διάγνωση και αντιμετώπιση των όγκων εγκεφάλου, θα ανοίξει τον δρόμο για νεότερες θεραπευτικές προσεγγίσεις με σκοπό τη βελτίωση της πρόγνωσης και της ποιότητας ζωής των ασθενών.

*Επιμελητής Ακτινολόγος / Νευροακτινολόγος MD, MSc, MRes, EdiNR