Με πολυσέλιδη επιστολή του προς τα μέλη της Επιτροπής Νομικών, ο πρώην υπουργός Δικαιοσύνης, Ιωνάς Νικολάου, επιχειρεί με νομικό τρόπο να καταδείξει την ανάγκη για ψήφιση της μεταρρύθμισης, απορρίπτοντας τις αντιρρήσεις κάποιων βουλευτών.

Αυτούσια η επιστολή Ιωνά Νικολάου

 

Στόχος αυτής της παρέμβασης είναι να αναδείξει τους σκοπούς της προτεινόμενης μεταρρύθμισης, όπως αυτή κρίθηκε αναγκαία σε συνεννόηση με το Ανώτατο Δικαστήριο, και ότι δεν μπορεί να περιορίζεται στην σύσταση του Εφετείου και στα μέτρα αντιμετώπισης των προφανών καθυστερήσεων απονομής της δικαιοσύνης. Η προτεινόμενη μεταρρύθμιση εντάσσεται στο πλαίσιο των αλλαγών που προωθήθηκαν από το Υπουργείο Δικαιοσύνης με σκοπό την βελτίωση του κράτους δικαίου, όπως αναφέρεται στην έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την κατάσταση του κράτους δικαίου στην Κύπρο για το έτος 2019. Οι μεταρρυθμιστικές αλλαγές δεν περιορίστηκαν μόνο στα θέματα δικαιοσύνης, είναι ευρύτερες και η επιτυχία τους θα κριθεί με την ολοκλήρωση τους, δηλαδή με την υλοποίηση τους από τις αρμόδιες αρχές. 

Η μεταρρύθμιση στο σύστημα απονομής της δικαιοσύνης έχει ως στόχο την προώθηση των αναγκαίων αλλαγών με σκοπό την επίλυση και βελτίωση των απαράδεκτων στρεβλώσεων στο κράτος δικαίου και δεν μπορούν να περιορίζονται μόνο στις παρατηρούμενες καθυστερήσεις στην εκδίκαση των υποθέσεων. Χρειάζονται να γίνουν οι αναγκαίες τομές ώστε η δικαιοσύνη στο τόπο μας να περάσει στην νέα αποχή, στις απαιτήσεις της νέας τάξης πραγμάτων και της αυστηρής προστασίας των ατομικών και θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου. Στην εποχή της λογοδοσίας των δικαστών και της αυξημένης εμπιστοσύνης της κοινωνίας στο δικαστικό σύστημα και στα δικαστήρια, ως δομή και οργανισμός, ώστε να παύσουν να είναι εγκλωβισμένα στις αγκυλώσεις περασμένων δεκαετιών, που εδώ και 60 χρόνια τα περιχαρακώνουν με την κινδυνολογία ότι η τροποποίηση των αρμοδιοτήτων του ενιαίου Ανωτάτου Δικαστηρίων και η σύσταση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Ανώτατου Δικαστηρίου θα «ανατρέψει το δίκαιο της ανάγκης» και «θα καταστρέψει την έννοια και τη λειτουργία του συστήματος δικαιοσύνης».

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Ναι ή όχι σήμερα για τη μεταρρύθμιση της δικαιοσύνης

α προβλήματα είναι βαθύτερα από την σύσταση του Εφετείου

Η ίδια αρνησικυρία που προβάλλεται σήμερα είναι εκείνη που ανάτρεψε κάθε προηγούμενη προσπάθεια μεταρρύθμισης του δικαστικού μας συστήματος και διατηρεί για 60 χρόνια αναλλοίωτο ένα σύστημα το οποίο εκ των πραγμάτων αδυνατεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της νέας εποχής. Τα ίδια ακριβώς επιχειρήματα και κινδυνολογία ανάτρεψαν την αντίστοιχη μεταρρύθμιση επί διακυβέρνησης Γλαύκου Κληρίδη και περιόρισαν τις αλλαγές σε επικεντρωμένα ζητήματα, χωρίς να προσφέρουν ικανοποιητικές λύσεις. Η ίδια προσπάθεια καταβάλλεται με τις εισηγήσεις οι αλλαγές να επικεντρωθούν μόνο στην σύσταση του Εφετείου και την αντιμετώπιση των καθυστερήσεων. Δυστυχώς τα ζητήματα που προκύπτουν είναι βαθύτερα, τούτο προκύπτει από τις ευγενείς προσπάθειες που έγιναν στα πλαίσια της λειτουργία του ενιαίου Ανωτάτου Δικαστηρίου και τα ανεπίλυτα προβλήματα που επισημαίνονται στις εκθέσεις αξιολόγησης του Ανώτατου Δικαστηρίου, των Ιρλανδών εμπειρογνωμόνων και των ανεξάρτητων αναλυτών. Ποιο το μερίδιο ευθύνης μας, από την στιγμή που οι εκθέσεις αξιολογήσεις κατατάσσουν το σύστημα μας στα χαμηλότερα επίπεδα της εκλαμβανόμενης ανεξαρτησίας, η εμπιστοσύνη της κοινωνίας μειώνεται και η απόδοση βρίσκεται στα χειρότερα επίπεδα μεταξύ των κρατών μελών, ο χρόνος εκδίκασης των υποθέσεων είναι επταπλάσιος από τον μέσο χρόνο των 22 κρατών μελών.

Ζητούμενο ο βαθμός υλοποίησης των μεταρρυθμίσεων

Στη φάση που βρίσκεται το δικαστικό μας σύστημα το ζητούμενο δεν θα έπρεπε να είναι το μέγεθος της μεταρρύθμισης, αλλά ο βαθμός υλοποίησης τους. Δηλαδή με ποιο τρόπο η Δικαστική Εξουσία μπορεί να εξασφαλίσει ότι οι νομοθετημένες ρυθμίσεις που αναμένεται να εγκριθούν από την Βουλή των Αντιπροσώπων, θα εφαρμοσθούν όπως ακριβώς αποτυπώνονται στην μεταρρύθμιση και πόσο έτοιμη είναι η Κυβέρνηση να συνδράμει και στηρίξει αυτή την προσπάθεια. Ως ορίζοντας επιτυχίας μιας μεταρρύθμισης στο μέγεθος της προτεινόμενης δικαστικής μεταρρύθμισης, δεν είναι η ψήφιση του πρωτογενούς πλέγματος νόμων που σχετίζονται με το πεδίο της μεταρρύθμισης, αλλά όταν ολοκληρώνονται όλα τα μέτρα υλοποίησης της, όταν τίθενται σε λειτουργία και παγιώνονται όλα τα νέα εργαλεία που θα ενδυναμώσουν την ανεξαρτησία και ακεραιότητα των δικαστών μας, θα βελτιώσουν την απόδοση και εκσυγχρονίσουν το δικαστικό μας σύστημα.

Η προώθηση των επικεντρωμένων αλλαγών με την σύσταση του Εφετείου και την αντιμετώπισης των καθυστερήσεων δεν μπορεί να εγγυηθεί, όπως και τότε, ότι το δικαστικό μας σύστημα θα αλλάξει και θα βελτιωθεί ώστε οι δικαστικές αρχές να λειτουργούν με διαφάνεια, δημοκρατικά και να ελέγχονται από ανεξάρτητους δικαστικούς θεσμούς, να διασφαλίζουν την αρχή της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας από ανεξάρτητα και αμερόληπτα δικαστήρια, να παρέχουν αποτελεσματικό δικαστικό έλεγχο και να θεμελιώνουν το σεβασμό των ατομικών δικαιωμάτων. Είμαι βέβαιος ότι ακόμη και αυτοί που αντιδρούν στην μεταρρύθμιση, με πλήρη σεβασμό στην άποψη τους, δεν μπορούν να διαβεβαιώσουν την κυπριακή κοινωνία ότι, χωρίς την δικαστική μεταρρύθμιση, το δικαστικό μας σύστημα και τα δικαστήρια μας θα υπηρετούν τις πιο πάνω αρχές και αξίες στον βαθμό που αυτός θα παρέχει ισορροπίες και θα διασφαλίζει την ανεξαρτησία και αμεροληψία των δικαστηρίων μας και την εφαρμογή αυστηρών κανόνων δεοντολογίας. Η αναποτελεσματικότητα στην απονομή της δικαιοσύνης δεν είναι το μοναδικό πρόβλημα στο δικαστικό μας σύστημα και λανθασμένα επικεντρώνονται στις προφανείς καθυστερήσεις και ότι αυτό θα επιληφθεί με την σύσταση και λειτουργία του Εφετείου. Η αποτελεσματικότητα συνδέεται άμεσα με την δομή και την λειτουργία των δικαστηρίων, την προσήλωση στις αρχές του κράτους δικαίου και κυρίως στην απαίτηση για προφανή ανεξάρτητα και αμερόληπτα δικαστήρια, τα οποία θα ελέγχονται από ανεξάρτητους και αμερόληπτους δικαστικούς θεσμούς και την αυστηρή τήρηση των κανόνων δεοντολογίας.

Συνδέονται με τα χαρακτηριστικά και τις δομές του

Τα σοβαρά προβλήματα στη λειτουργία του συστήματος συνδέονται άμεσα με τα βασικά χαρακτηριστικά και τις δομές του. Οι επιχειρούμενες διαρθρωτικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις είναι απολύτως αναγκαίες και επικεντρώνονται στις σημαντικότερες ανάγκες ενός συστήματος δικαιοσύνης, το οποίο βρίσκεται στο χαμηλότερο επίπεδο της εκλαμβανόμενης ανεξαρτησίας του. Ο διαχωρισμός του Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν είναι μια αμελέτητη πρόταση η οποία θα αποβεί καταστροφική για το σύστημα δικαιοσύνης στην Κύπρο, όπως κάποιοι θέλουν να την παρουσιάζουν. Η λειτουργία των δύο ισόβαθμων δικαστηρίων στην ανώτατη δομή των δικαστηρίων μας θα επιτρέψει την διενέργεια ανεξάρτητων και αμερόληπτων ελέγχων, θα επιφέρει ισορροπία στο δικαστικό σύστημα και θα διασφαλίζει την ακεραιότητα των δικαστών μας. Δυστυχώς, αγνοούνται και ή παραβλέπονται τα ζητήματα που επίμονα και έντονα συζητήθηκαν στην Επιτροπή Νομικών λόγω της κρίσης που προέκυψε στο τομέα της δικαιοσύνης το 2019 και τα οποία οδήγησαν στην αναθεώρηση των κανόνων δεοντολογίας για περαιτέρω διασφάλιση της αμεροληψίας, ανεξαρτησίας και ακεραιότητας των δικαστών μας.   

Μεταρρύθμιση στο πλαίσιο του κράτους δικαίου

Η διαρθρωτική μεταρρύθμιση του κυπριακού συστήματος απονομής δικαιοσύνης, όπως σημειώνεται στις εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (ΕΕ) για την κατάσταση του κράτους δικαίου στην Κύπρο, με την παραχώρηση των αρμοδιοτήτων του υπάρχοντος Ανώτατου Δικαστηρίου στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο και στο Ανώτατο Δικαστήριο, καθώς και τις διαδικασίες διορισμού των δικαστών, πρέπει να εγγυόνται την ανεξαρτησία της δικαιοσύνης, σύμφωνα με το ενωσιακό δίκαιο και λαμβανομένων υπόψη των συστάσεων του Συμβουλίου της Ευρώπης. Ο τρίτος βαθμός δικαιοδοσίας και η σύσταση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Ανωτάτου Δικαστηρίου που θα λειτουργούν ως ίσα και ανεξάρτητα δικαστήρια, καθώς και η σύστασης του Εφετείου προσθέτουν ποιοτική αναβάθμιση στο σύστημα απονομής της δικαιοσύνης, εξισορροπούν την λειτουργία του και επαυξάνουν την εμπιστοσύνη του πολίτη στο θεσμό, αλλά και στη δημοκρατική άσκηση της δικαστικής εξουσίας. Διακρίνονται από την θέσπιση των νέων κανόνων πολιτικής δικονομίας και τις περαιτέρω μεταρρυθμίσεις, όπως είναι η ψηφιοποίηση και πλείστες των συστάσεων στην έκθεση των Ιρλανδών εμπειρογνωμόνων και οι οποίες αποσκοπούν στην αντιμετώπιση σημαντικών προκλήσεων για την αποδοτικότητα και την επιτάχυνση των δικαστικών διαδικασιών. Πλείστες από αυτές άρχισαν να υλοποιούνται, ανεξάρτητα από την προώθηση των υπό αναφορά νομοσχεδίων.

Στο επίκεντρο του κράτους δικαίου εντάσσονται και οι βελτιώσεις που έχουμε προτείνει και εγκριθεί σε νομοθεσίες στο νομοθετικό μας πλαίσιο για την καταπολέμηση της διαφθοράς, όπως είναι η σύσταση της Αρχής κατά της Διαφθοράς, η προστασία των καταγγελλόντων πράξεις διαφθοράς, η ρύθμιση της άσκησης πίεσης ή επιρροής από ομάδες συμφερόντων (lobbying) και η δημοσιοποίηση των δηλώσεων σχετικά με την περιουσιακή τους κατάσταση των πολιτειακών αξιωματούχων, η χειραγώγηση των αθλητικών γεγονότων και η σύσταση της υπηρεσίας εσωτερικού ελέγχου στην Αστυνομία που αποτελούν ιδιαίτερους τομείς κινδύνου, καθώς και η υιοθέτηση της Στρατηγικής για την Καταπολέμηση της Διαφθοράς.

Κάθε άλλη θα συνιστούσε πολιτειακή εκτροπή

Ορθολογιστικά αντιμετωπίζονται τα ζητήματα εκσυγχρονισμού του δικαστικού μας συστήματος και δεν επικεντρώνονται επιλεκτικά στο πρόβλημα των καθυστερήσεων. Δεν είναι δυνατό να παραγνωρίζεται η ανάγκη για αλλαγές που θα συνδράμουν στην βελτίωση του κράτους δικαίου στη χώρα μας, όταν ολόκληρη η Ευρώπη συστρατεύεται στην λήψη μέτρων προς όφελος της κοινωνίας των πολιτών και την βελτίωση της εμπιστοσύνης των πολιτών στους πολιτειακούς θεσμούς, μέτρα τα οποία επεκτείνονται και στα δικαστικά συστήματα των κρατών μελών. Κάθε άλλη προσπάθεια θα συνιστούσε σοβαρή πολιτειακή εκτροπή, θα έκανε τα πράγματα σαφώς χειρότερα αφού το επίπεδο της εκλαμβανόμενης ανεξαρτησίας των δικαστηρίων μας, όπως ευρέως το αντιλαμβάνεται το κοινό, επιδρά ουσιωδώς στην αντίληψη που έχει για το κράτος δικαίου και τη νομιμότητα στο τόπο μας.

Ορθά λοιπόν η δικαστική μεταρρύθμιση ασχολείται με τη μέθοδο διορισμού, αξιολόγησης και προαγωγής των δικαστών και την δυνατότητα ελέγχου των αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου, αφού μπορεί να έχει σημαντικό αντίκτυπο στην ανεξαρτησία της δικαιοσύνης και στην αντίληψη της κοινής γνώμης για την ανεξαρτησία. Το ίδιο ισχύει και με τη διασφάλιση της λογοδοσίας στο δικαστικό μας σύστημα και της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης στις πειθαρχικές διαδικασίες. Ορισμένα κράτη μέλη στο πλαίσιο ακεραιότητας ενίσχυσαν την εφαρμογή των γενικών αρχών δεοντολογίας σε όλες τις κατηγορίες μελών του δικαστικού σώματος, εφάρμοσαν ολοκληρωμένα συστήματα διαχείρισης της συμμόρφωσης για τα δικαστήρια, ενέκριναν νέους κώδικες δεοντολογίας για τους δικαστές, ενίσχυσαν τους κανόνες ακεραιότητας  και έλαβαν σημαντικά μέτρα για την αντιμετώπιση ισχυρισμών περί παραβίασης της δικαστικής δεοντολογίας, πειθαρχικών παραπτωμάτων ή διαφθοράς εντός του δικαστικού σώματος. Είναι πρόδηλο ότι με την σύστασης του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δύο ίσων και ανεξάρτητων δικαστηρίων, θα παρέχεται η δυνατότητα το δικαστικό μας σύστημα να διασφαλίζει επαρκώς την διαχείριση της συμμόρφωσης με τις αρχές και αξίες, όπως η λογοδοσία, ανεξαρτησία και ακεραιότητα των δικαστών μας, μέσω ενός αποτελεσματικού και ανεξάρτητου συστήματος διαχείρισης της.

Σημαντική εξέλιξη η σύσταση Ανώτατου και Συνταγματικού Δικαστηρίου όσον αφορά τους ελέγχους και τις ισορροπίες

Τα Ανώτατα Δικαστήρια και τα Συνταγματικά Δικαστήρια διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στο σύστημα ελέγχων και ισορροπιών, σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει η έκθεση για το κράτος δικαίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αναφέρεται ρητά στη  σημασία που αποδίδει στην ορθή λειτουργία του Συνταγματικού Δικαστηρίου και την ανάγκη διασφάλισης των αρμοδιοτήτων του και σημειώνει στα θετικά για την Κύπρο την σύσταση του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου. Ωστόσο, για ορισμένα κράτη μέλη καταγράφει ανησυχίες όπως είναι ο αποκλεισμός της αρμοδιότητας του Συνταγματικού Δικαστηρίου να επανεξετάζει συνταγματικούς νόμους και ο ρόλο του Συνταγματικού Δικαστηρίου στην επανεξέταση τελεσίδικων δικαστικών αποφάσεων, το οποίο ενεργεί ως άλλο ένα επίπεδο προσφυγής, που εκδικάζει επί της ουσίας κατά τον ίδιο τρόπο με τα τακτικά δευτεροβάθμια δικαστήρια και θέτει ζητήματα ως προς την ασφάλεια δικαίου. Από τα πιο πάνω προκύπτει αβίαστα ο θεσμικός έλεγχος και ισορροπητικός ρόλος που μπορεί να διαδραματίσει το Συνταγματικό Δικαστήριο σε ένα δικαστικό σύστημα το οποίο δεν λειτουργεί αποκλειστικά στα πρότυπα του κοινού δικαίου.

Είναι φανερό ότι οι βάσεις λειτουργίας του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου, όπως αυτό προνοείτο στο Σύνταγμα του 1960, είναι υγιείς και ανταποκρίνονται στις σύγχρονες αντιλήψεις δικαίου. Γι’ αυτό οι επικρίσεις ότι η σύσταση των δύο ανώτατων δικαστηρίων συνιστά πράξη αμελέτητη και ότι η σύσταση του Ανώτατου Συνταγματικού Δικαστηρίου θα δημιουργήσει σύγχυση και καθυστέρηση στην απονομή της δικαιοσύνης δεν υποστηρίζεται από τις πιο πάνω σύγχρονες αντιλήψεις. Η επικρατούσα άποψη κατά τον ουσιώδη χρόνο κατάργησης του δεν μπορεί να συνεχίζει να έχει έρεισμα όταν το Συνταγματικό Δικαστήριο διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο στους ελέγχους και την διατήρηση των αναγκαίων ισορροπιών. Η κατάργηση του γιατί έτυχε έντονης κριτικής μεταξύ του 1960 – 1963 και οι ισχυριζόμενες δικαιοδοτικές διαμάχες και στρεβλώσεις στο σύστημα, δεν μπορούν να έχουν αντίκτυπο στην σημερινή εποχή και την εξέλιξη του δικαίου, όταν το Συνταγματικά Δικαστήρια έχουν αναδειχθεί ως ο ισορροπητικός θεσμός στα δημοκρατικά πολιτεύματα με τον εξειδικευμένο έλεγχο της συνταγματικότητας των νόμων.

Λανθασμένα υποστηρίζεται ότι το παλαιό σύστημα κρίθηκε ως απαράδεκτο στην απόφαση Ibrahim. Η κατάργηση του δεν ήταν αποτέλεσμα δικαστικής απόφασης ως να κρίθηκε έκνομη η σύσταση ή και λειτουργία του. Η απόφαση έκρινε ότι το δίκαιο της ανάγκης δικαιολογούσε την έγκριση της σχετικής νομοθεσίας και την σύσταση του ενιαίου Ανώτατου Δικαστηρίου χωρίς την συμμετοχή των τ/κ βουλευτών και δικαστών αντίστοιχα, μετά την αποχώρηση τους από τα θεσμικά όργανα του κράτους. Η κατάργηση του ήταν αποτέλεσμα της αντίληψης που επικρατούσε πριν 60 χρόνια και βέβαια δεν αναμένεται να έχουμε τις ίδιες αντιλήψεις στην εποχή της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου. Γι’ αυτό η μεταρρύθμιση περιόρισε τις γνωμοδοτήσεις επί συνταγματικών ζητημάτων στις περιπτώσεις που είναι ουσιώδεις για τη διάγνωση της εκκρεμούσας υπόθεσης και εάν κρίνεται από το ίδιο σκόπιμο, ώστε να αποφεύγονται οι αδικαιολόγητες καθυστερήσεις. Με τον σαφή επίσης προσδιορισμό των νομικών θεμάτων για τα οποία ζητείται η γνωμοδότηση, των πραγματικών δεδομένων που στηρίζουν τα ερωτήματα και των λόγων που θεωρείται σκόπιμη η παραπομπή επιτρέπεται ο έλεγχος των παραπομπών, ώστε να αποφεύγεται η καταχρηστική αξιοποίηση τους. Συνεπώς ορθολογιστικά αντιμετωπίζεται το ζήτημα,  χωρίς να δημιουργείται σύγχυση και κατά τρόπο λειτουργικό.

Ατεκμηρίωτη κινδυνολογία η δυνατότητα καταστροφής του δικαίου της ανάγκης.

Σε προηγούμενη παρέμβαση έδωσα ιδιαίτερη έμφαση στην επεξήγηση της απόφασης της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου σύμφωνα με την οποία ομόφωνα οι 12 δικαστές έκριναν ως συνταγματική την σύσταση του Διοικητικού Δικαστηρίου και ότι δεν ανάτρεπε το δίκαιο της ανάγκης. Η σύσταση του Ανωτάτου Δικαστηρίου και του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου βασίζεται στο ίδιο ακριβώς σκεπτικό σύμφωνα με το οποίο οι αρμοδιότητες που ασκούνται από το ενιαίου Ανώτατο Δικαστήριο παραχωρήθηκαν στο υπό σύσταση Διοικητικό Δικαστήριο, δηλαδή αρμοδιότητες που είχαν παραχωρηθεί στο ενιαίο Ανώτατο Δικαστήριο θα παραχωρηθούν στο νέο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο. Η θέση είναι τόσο απλή που διερωτώμαι γιατί όλη αυτή η κινδυνολογία σε σημείο που υποστηρίζεται ότι «θα δώσουμε την ευκαιρία στη Τουρκική πλευρά να κατηγορήσει την Κυπριακή Δημοκρατία ότι λανθασμένα επικαλέστηκε το δίκαιο της ανάγκης τότε, ενδεχόμενα με δραματικά αποτελέσματα για την Κυπριακή Δημοκρατία».

Σύμφωνα με την απόφαση οι αρμοδιότητες και η λειτουργία του υφιστάμενου Ανωτάτου Δικαστηρίου δεν διέπονται από αυστηρό δίκαιο, η κατάληξη της Ibrahim κρίθηκε δικαστικώς ότι «δεν ήταν κατ’ ανάγκην προβλέψιμη ως θέμα αυστηρού δικαίου» και συνεπώς η λειτουργία του ενιαίου Ανωτάτου Δικαστηρίου μπορεί νόμιμα να τροποποιηθεί δια νόμου. Συνεπώς, αβάσιμα υποστηρίζεται από νομικούς κύκλους ότι η μεταρρύθμιση δυνατό να ανατρέψει το δίκαιο της ανάγκης, όταν ομόφωνα οι 12 δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε πλήρη Ολομέλεια (2018) επιβεβαίωσε την αρχή ότι το δίκαιο της ανάγκης δεν θα μπορούσε νόμιμα να αμφισβητηθεί ως ζήτημα συνταγματικής τάξης. Πρόκειται λοιπόν για συλλογισμό απλό και σαφή και διερωτώμαι εάν εκείνοι που κινδυνολογούν αντιλαμβάνονται που ενδεχόμενα να οδηγήσουν τα πράγματα με τις προκλήσεις προς την Τουρκική πλευρά. Γι’ αυτό θα αποφύγω για άλλη μια φορά τις αναφορές εάν η κυβέρνηση και οι υπεύθυνοι της, απευθύνεται κυρίως στους συντάκτες των νομοσχεδίων, έχουν μελετήσει ή κατανοήσει το δίκαιο της ανάγκης.

Η θέση μου είναι απλή και σαφής οι αρμοδιότητες και η λειτουργία του υφιστάμενου Ανωτάτου Δικαστηρίου μπορούν να τροποποιηθούν κατ’ επίκληση του δικαίου της ανάγκης και για τους λόγους που κρίνονται αναγκαίοι. Η επίκληση του δικαίου της ανάγκης είναι νομικά επιβεβλημένη για να θεμελιώνει τα πραγματικά και νομικά δεδομένα για ψήφιση των νόμων χωρίς την ψήφο των τούρκων βουλευτών και διακρίνεται από την ανάγκη και τους σκοπούς για τους οποίους αναμένεται η Βουλή των Αντιπροσώπων να ψηφίσει τα νομοσχέδια και οι οποίοι δεν ελέγχονται από το δικαστήριο.

 

 

 

 

Προάγγελος μεταρρύθμισης των κατώτερων δικαστηρίων

Είναι επιστημονικά αποδεκτό, σύμφωνα με την βιβλιογραφία και τις καλές πρακτικές, ότι μεταρρυθμίσεις που περιλαμβάνουν συνταγματικές αλλαγές, όπως είναι στη δομή της ανώτατης βαθμίδας της δικαιοσύνης, η σύσταση νέων δικαστηρίων στην ανώτατη δομή της δικαιοσύνης και νέων δικαστικών συμβουλίων αρχίζουν πάντα από την ανώτατη δομή της δικαιοσύνης, καθότι καθορίζουν το μέγεθος των αναγκαίων αλλαγών για να βελτιωθεί στο σύστημα και τον τρόπο λειτουργίας των υπολοίπων δικαστηρίων.

Καθοριστικής σημασίας είναι επίσης στην οργάνωση και λειτουργία των κατώτερων δικαστηρίων η σύσταση, λειτουργία, οι αρμοδιότητες και ο τρίτος βαθμός δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου και του Ανωτάτου Δικαστηρίου, καθώς και η σύσταση, οργάνωση και λειτουργία του Εφετείου σε χωριστά τμήματα. Ειδικότερα ο τρίτος βαθμός δικαιοδοσίας και η εκδίκαση σημαντικών συνταγματικών ζητημάτων, θεμάτων μείζονος δημοσίου συμφέροντος ή γενικότερης δημόσιας συνοχής του δικαίου, καθώς και η επιτευχθείσα εξειδίκευση αποτελούν νέα στοιχεία στο σημερινό δικαστικό σύστημα τα οποία επιδρούν ουσιωδώς στο τρόπο απονομής της δικαιοσύνης και στην οργάνωση των πρωτόδικων δικαστηρίων, αφού για λόγους ισορροπίας η εξειδίκευση θα πρέπει να επεκταθεί και στα κατώτερα δικαστήρια.

Η ενδυνάμωση της εξωτερικής ανεξαρτησίας και ακεραιότητα των δικαστηρίων και η αυτονομία των δικαστών, με τον εν δυνάμει αυτοέλεγχο που επιτυγχάνεται με την σύσταση δύο ίσων και ανεξάρτητων δικαστηρίων στην ανώτατη δομή των δικαστηρίων μας θα έχει θετικό αντίκτυπο στην λειτουργία των κατώτερων δικαστηρίων αφού καθορίζει τη ποιότητα, το μέγεθος και το βαθμό ελέγχου που δυνατό να ασκείται στα κατώτερα δικαστήρια. 

Συνεπώς, ουσιαστικές θα πρέπει να είναι οι αλλαγές και στα κατώτερα δικαστήρια, οι οποίες εκτός από τις θεσμικές αλλαγές αναφέρονται κυρίως σε μέτρα που σύμφωνα με την έκθεση των Ιρλανδών εμπειρογνωμόνων πρέπει να ληφθούν κυρίως από τα ίδια τα δικαστήρια. Μια ουσιαστική μεταρρύθμιση στην ανώτατη δομή των δικαστηρίων συνιστά έκφραση αποφασιστικότητας για αντίστοιχες αλλαγές στα κατώτερα δικαστήρια και θα διευκολύνει περαιτέρω την προώθηση και την υλοποίηση των αλλαγών και μέτρων που εισηγούνται οι Ιρλανδοί εμπειρογνώμονες.

Από τα πιο πάνω προκύπτει με βεβαιότητα ότι το συμφέρον της απονομής της δικαιοσύνης και της πολιτείας γενικότερα επιτάσσει την προώθηση της διαρθρωτικής μεταρρύθμισης που προτείνεται με τα ενώπιον σας νομοσχέδια, αντί των επικεντρωμένων αλλαγών που αδυνατούν να αντιμετωπίσουν τα ουσιαστικά προβλήματα στο δικαστικό μας σύστημα.