Η επόμενη μέρα της επίτευξης συμφωνίας στο ΝΑΤΟ, μετά την άρση του «βέτο» της Τουρκίας για την ένταξη Φινλανδίας και Σουηδίας, άνοιξε τη συζήτηση για τα ανταλλάγματα που διασφάλισε ο Ταγίπ Ερντογάν για να αλλάξει τη στάση του. Ο επίκουρος καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πανεπιστήμιο Λευκωσίας, Μιχάλης Κοντός, αναλύει στον «Φ» το τι σημαίνει η συμφωνία αυτή. 

«Πρωτίστως», αναφέρει, «η Τουρκία εξασφάλισε τη συνεργασία της Φινλανδίας και της Σουηδίας στο ζήτημα της αντιμετώπισης των κουρδικών αυτονομιστικών δυνάμεων, αλλά και των εσωτερικών του αντιπάλων, του κινήματος Γκιουλέν. Είναι πολύ σημαντικό π.χ. το γεγονός ότι στο μνημόνιο που υπέγραψαν οι τρεις χώρες γίνεται λόγος για δημιουργία νομικού πλαισίου έκδοσης καταζητουμένων, κυρίως από τη στιγμή που ο χαρακτηρισμός της οργάνωσης FETÖ ως τρομοκρατικής δεν στηρίζεται σε διεθνώς αποδεκτά κριτήρια. Τα μόνα απτά και χειροπιαστά κέρδη εντοπίζονται σε αυτό το σημείο και δεν θα πρέπει να εκπλήττουν διότι η δομή σχέσεων και συμφερόντων κατά τη δεδομένη συγκυρία κατέτεινε προς αυτή την ”ανταλλαγή”».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: 

 

Εξηγεί πως «από εκεί και πέρα είναι σαφές ότι ο κ. Ερντογάν επιχείρησε να διευρύνει την ακτίνα των πιθανών διπλωματικών κερδών κατά το προηγούμενο χρονικό διάστημα σε τρία τουλάχιστον πεδία: στο ζήτημα της αναβάθμισης των F-16, στην επαπειλούμενη νέα εισβολή στη Συρία και στο θέμα της κυριαρχίας των νησιών του Αιγαίου. Από αυτά τα τρία πεδία, σε αυτό το στάδιο, είναι πιστεύω εφικτή μόνο η εξασφάλιση μιας ισχυρής δήλωσης υποστήριξης από την αμερικανική κυβέρνηση στο θέμα των F-16. Βέβαια αυτό δεν θα σημαίνει και το τέλος της διαδρομής, καθ’ ότι θα εκκρεμεί η έγκριση του Κογκρέσου, όπου η Τουρκία δεν αντιμετωπίζεται με την ίδια θέρμη.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα και η Κύπρος επηρεάζονται από τυχόν προσπάθεια της Σουηδίας και της Φινλανδίας να προωθήσουν τη συμμετοχή της Τουρκίας στη διαρθρωμένη αμυντική συνεργασία της ΕΕ (PESCO), η οποία περιλαμβάνεται (με προσεγμένη επιλογή λέξεων) στο προαναφερθέν μνημόνιο. Και αυτό όμως το θέμα δεν μπορεί να λυθεί σε επίπεδο συνόδου κορυφής του ΝΑΤΟ, αλλά θα πρέπει να διέλθει μέσα από τις συμπληγάδες της ομοφωνίας σε επίπεδο ΕΕ. Όπως και η δέσμευση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το 2016, για αναθέρμανση της τουρκικής ενταξιακής πορείας εις αντάλλαγμα (μεταξύ άλλων) της συνεργασίας της Τουρκίας στο θέμα της επανέκδοσης προσφύγων από τη Συρία, έτσι και αυτό το θέμα λειτουργεί πιστεύω περισσότερο ως διακήρυξη καλών προθέσεων και όχι ως δείκτης μιας πραγματικής προοπτικής», καταλήγει.