Υπό το φως της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία, οι εμπειρογνώμονες – αναλυτές προσπαθούν να κάνουν δύσκολες εκτιμήσεις για το μέλλον του ενεργειακού τομέα στην Ευρώπη. 

Η γεωπολιτική ένταση των τελευταίων μηνών ενέτεινε την προσοχή στις υποδομές φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη. Το ενδιαφέρον για εναλλακτικές λύσεις, αντί του ρωσικού φυσικού αερίου, έχει ενταθεί. Η Ευρωπαϊκή Ένωση εξαρτάται επί του παρόντος από τη Ρωσία για το 40% της κατανάλωσης φυσικού αερίου.

Ο Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς ανακοίνωσε μια σειρά ενεργειακών επενδύσεων, συμπεριλαμβανομένης της κατασκευής δύο τερματικών σταθμών υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG), ενώ οι υπουργοί Ενέργειας της ΕΕ συζητούν και άλλα μέτρα για την άμβλυνση της ενεργειακής κρίσης.

Στην Ε.Ε. έχουν ήδη κατασκευαστεί και αναβαθμιστεί αρκετά έργα τους τελευταίους μήνες, όπως ο υποθαλάσσιος αγωγός φυσικού αερίου Medgaz, από την Αλγερία στην Ισπανία. Επίσης, δύο άλλα έργα που υποστηρίζονται επί του παρόντος από την Ε.Ε, είναι η αναβάθμιση των υφιστάμενων υποδομών φυσικού αερίου στη Βουλγαρία, για τη σύνδεση της Ρουμανίας και της Σερβίας, όπως και η διασύνδεση φυσικού αερίου Πολωνίας και Δανίας. Τα δύο έργα θα πρέπει να τεθούν σε λειτουργία μέχρι το τέλος του 2022. Η βουλγαρική κυβέρνηση πιέζει επίσης για την άμεση ολοκλήρωση του αγωγού φυσικού αερίου που συνδέει την Ελλάδα και τη Βουλγαρία. Η ICGB, η εταιρεία που είναι υπεύθυνη για τη διασύνδεση Ελλάδας – Βουλγαρίας, ανακοίνωσε ότι η διασύνδεση IGB θα μπορούσε να εξάγει φυσικό αέριο σε χώρες της νοτιοανατολικής Ευρώπης, καθώς και στην Ουκρανία. «Η σημερινή κλιμάκωση της ουκρανικής κρίσης καθιστά το μελλοντικό ρόλο της IGB ακόμη πιο σημαντικό σε μεγαλύτερη κλίμακα», τα εμπλεκόμενα μέρη στο έργο σκοπεύουν να το επισπεύσουν και να το ολοκληρώσουν μέχρι τον Ιούλιο του 2022.

Οι διασυνδέσεις είναι κεντρικά κομμάτια του γεωπολιτικού παζλ και θα διαμορφώσουν τα αυριανά ενεργειακά συστήματα, θα καθορίσουν τα μελλοντικά εμπορικά πρότυπα και μαζί με όλα τα νέα έργα ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, θα περιορίσουν τις συνέπειες της αναπόφευκτης ενεργειακής κρίσης στην Ευρώπη.

Το ερώτημα που τίθεται από τους εμπειρογνώμονες είναι αν οι πιο πάνω κινήσεις θα είναι αρκετές για να αμβλυνθούν οι ανησυχίες της Ε.Ε. για την ενεργειακή ασφάλεια και την προσιτή τιμή της ενέργειας τον επόμενο χειμώνα, ιδίως εάν η Ρωσία σταματήσει εντελώς τις παραδόσεις φυσικού αερίου στην ΕΕ.

Εκ των πραγμάτων, οι διαθέσιμες βραχυπρόθεσμες επιλογές για την αύξηση της παραγωγής ενέργειας ώστε να επιτευχθεί ο στόχος για προσιτές τιμές είναι να χρησιμοποιηθεί στο μέγιστο δυνατό βαθμό η υπάρχουσα πυρηνική ισχύς και να αυξηθεί η χρήση της ηλεκτροπαραγωγής με άνθρακα. Ο άνθρακας, το φυσικό αέριο, το πετρέλαιο και η πυρηνική ενέργεια δεν είναι τέλεια υποκατάστατα, αλλά υπάρχει κάποια αλληλοεπικάλυψη της ζήτησης, ιδίως στην ηλεκτροπαραγωγή. 

Το υγροποιημένο φυσικό αέριο δεν μπορεί δυστυχώς να αποτελέσει λύση βραχυπρόθεσμα. Αν υπήρχαν περισσότεροι τερματικοί σταθμοί εισαγωγής υγροποιημένου φυσικού αερίου, θα μπορούσε να επιτελέσει αυτό το ρόλο στις αγορές ενέργειας. Αλλά οι επενδύσεις σε νέους τερματικούς σταθμούς υγροποιημένου φυσικού αερίου χρειάζονται περισσότερο από ένα χρόνο για να υλοποιηθούν, ενώ οι υπάρχοντες τερματικοί σταθμοί έχουν περιορισμένη πλεονάζουσα χωρητικότητα.

Οι εθνικές κυβερνήσεις θα πρέπει πιθανότατα να αναλάβουν την τελική ευθύνη των άμεσων παρεμβάσεων, συμπεριλαμβανομένης της επιτάχυνσης των εγκρίσεων ενεργειακών  επενδύσεων.

«Μπορεί να υπάρξουν μέτρα σε εθνικό επίπεδο που μπορούν να ληφθούν για να βοηθήσουν στην ενεργειακή ασφάλεια βραχυπρόθεσμα, όπως η ταχύτερη σύνδεση έργων που βρίσκονται ήδη σε προχωρημένο στάδιο ανάπτυξης ή η εγκατάσταση εφεδρικών πόρων έκτακτης ανάγκης», δήλωσε στη DW ο Άντριου Κιν, διευθυντής του Ινστιτούτου Ενέργειας στο University College του Δουβλίνου.

Τα κράτη μέλη, ενώ εργάζονται πάνω σε εθνικές πολιτικές, καλούνται επίσης να επιτρέψουν στην πολιτική διαδικασία της ΕΕ να επιταχύνει τις επενδύσεις σε νέες ενεργειακές υποδομές. Μια πρώτη δοκιμή θα είναι τα λεγόμενα έργα κοινού ενδιαφέροντος (PCIs), τα οποία περιλαμβάνουν έργα που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει χαρακτηρίσει ως βασική προτεραιότητα για τη διασύνδεση των υποδομών του ενεργειακού συστήματος της ΕΕ. Τα έργα αυτά είναι επιλέξιμα για να λάβουν δημόσια κονδύλια. Ο κατάλογος των PCI αναθεωρείται κάθε δύο χρόνια.

Ο δρόμος που ακολουθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση φαίνεται να είναι ο σωστός, αλλά η πιθανότατα πλήρους απεξάρτησης της Ευρώπης σε σύντομο χρονικό διάστημα δεν είναι εφικτή. Όσον αφορά την Κύπρο το ΚΕΒΕ τονίζει την ανάγκη να προχωρήσει με πολύ πιο γρήγορους ρυθμούς η ολοκλήρωση των έργων για μεταφορά υγροποιημένου φυσικού αερίου στην περιοχή του Βασιλικού όπως επίσης τα διάφορα σχέδια του Υπουργείου Ενέργειας, Εμπορίου και Βιομηχανίας, για εγκατάσταση συστημάτων ΑΠΕ για βιομηχανικούς και οικιστικούς σκοπούς, αξιοποιώντας την ηλιακή ενέργεια που υπάρχει σε αφθονία στην χώρα μας.

* Λειτουργός Υπηρεσιών, Εμπορίου και Ψηφιοποίησης, ΚΕΒΕ