Ο ιστορικός ερευνητής είναι επιστήμων, χωρίς κατ’ ανάγκη πάθος για το έργο του ή τη βίωσή του. Όπως, όμως, μας λέγει ο Πλάτων στον ‘Φαίδρο’, ακόμα και η μέγιστη καλλιέργεια του αντικειμένου της όποιας ενασχόλησης —είτε με τις επιστήμες, είτε με τα γράμματα είτε με τις τέχνες— δεν οδηγεί στα ύψιστά του. Μόνο μέσω της ερωτικής μανίας, που είναι δώρο θεϊκό, μπορεί κανείς να οδηγηθεί πάνω από τη μετριότητα των ανθρωπίνων δυνατοτήτων στις έσχατες πόρτες της επιστήμης ή της τέχνης του, δηλαδή βιώνοντάς την.

Η Νάσα Παταπίου δεν είναι τυχαία μια εξαίρετη ιστορικός-ερευνήτρια. Ο έρωτάς της με την ιστορία, και δη του τόπου της, είναι γι’ αυτήν μια φοβερή πραγματικότητα που την ωθεί στην έρευνα του παρελθόντος της μέσα από τους ανθρώπους του ως ζωντανούς γνώριμούς της και δικούς της. Η επιστημονικότητα του έργου της συνδυάζεται έτσι με μια σπάνια και γνήσια επιθυμία να τους ανακαλύψει και να συνομιλήσει μαζί τους, να την εκφράσουν και να τους εκφράσει, μετέχοντας έτσι συνειδητά και αδιάλειπτα στη συνέχεια του παρελθόντος ως παρόντος.

Τον έρωτα αυτό είναι που θέλησε να αποδώσει και να μας κοινοποιήσει ποιητικά στο έργο της ‘Μελουζίνης ενώτια ή Η ωραία που έρχεται’, έναν ύμνο στα τόσα που με τόσο κόπο και αγάπη ξαναζωντανεύει από τα σκοτάδια του παρελθόντος όχι για να μπουν σε θήκες βιβλίων αλλά για να μας συνδέσουν μαζί τους και με την παράδοση που μας ενώνει, καλώντας μας ‘να ονειρευτούμε απ’ την αρχή’ μέσα από όσα η ιστορική έρευνα μας αποκαλύπτει και ‘επιστρέφουν τώρα τιμαλφή’ σ’ εμάς. ‘Ποιος είναι αυτός που δε φοβάται το σκοτάδι’, ρωτά η Νάσα, και απαντά: 

‘Είναι παράδοξο μα μόνο το σκοτάδι φέρνει στο φως χρώματα, ανάσες και αφές μαρμαρωμένες που αίφνης κινούνται σε λιβάδια χλοερά του παρελθόντος’, ξαναζώντας την αναχώρηση της Κατερίνα Κορνάρο. Με αυτές τις ανάσες του παρελθόντος είναι που συνομιλεί – με τη Δυσδαιμόνα, ‘έχοντας διασχίσει μες τη νύχτα τους αιώνες’, την Ελένη Λουκρητία Κορνάρο Πισκόπια που ακόμα ποθεί τον τόπο της, τη Μαρία την Πατρινή με τα δικά της που δεν διαφέρουν πολύ και από τα δικά μας, την ίδια τη ‘συγκάτοικό της’ Μελουζίνη που έρχεται ‘από τα βάθη τα πιο βάθη των αιώνων’ αναζητώντας ‘των απογόνων μου τα ίχνη’ όπως και η Νάσα της ομολογεί ότι ‘Αναζητώ κι εγώ τα ίχνη των προγόνων μου’, ‘Πάντα στην αναζήτηση του άλλοτε’. Αυτή η πάντα αναζήτηση του άλλοτε είναι που αποκαθιστά τους ανθρώπους και τα πράγματα στη δική μας χρονική συχνότητα και μνήμη μέσα από την αιώνια μνήμη, τις ‘δέλτους Ιστορίας’, όπως ο ταχυδρόμος του 1567 που ‘Δεν το είχε φανταστεί ποτέ πώς ένα αίτημα δικό του μπορούσε να διατρέξει τους αιώνες’. Και με πόση συγκίνηση μας εξομολογείται ότι ‘Επιθυμώ να βάλω ενδύματα μιας άλλης εποχής, να ταξιδέψω πίσω μακριά στον χρόνο, ίσως θωπείες κι αφές προγόνων μ’ αγκαλιάσουν’. 

Το ‘Μελουζίνης ενώτια’ είναι η αντίσταση της Νάσας Παταπίου στον χρόνο, που είναι και η πεμπτουσία του καταξιωμένου έργου της στην ιστορική έρευνα. Όπως λέγει στον Αλέξανδρο, ‘Γιατί δεν αντιστάθηκες στον χρόνο –καθώς κι εγώ μαζί σου’. Στη συλλογή αυτή μάς τα λέγει αυτά ποιητικά, διότι η ποίηση ‘είναι αλήθεια τόσο δυνατή, πώς συγκινεί ώστε να διασχίζει τους αιώνες’. Και αυτό, για να επανέλθουμε στον Πλάτωνα, είναι πάντα έργο της ερωτικής μανίας, του έρωτα στον οποίο και αφιερώνει η Νάσα ένα αριστουργηματικό ποίημα της συλλογής της, που, ως ‘Κομιστής φωτός’, ‘Τον χρόνο καταργεί’ και ‘δίνει φτερά στο σώμα’. Αυτά τα φτερά του έρωτα φόρεσε εδώ και χρόνια η Νάσα Παταπίου, ‘πλήρως υποταγμένη’ στην υπηρεσία της ιστορικής έρευνας που τώρα και τόσο ποιητικά απέδωσε. 

*Πρώην Πρόεδρος του Ανωτάτου Δικαστηρίου.