«Cyprus Avenue» του Ντέιβιντ Άιρλαντ σε σκηνοθεσία Πάρι Ερωτοκρίτου.

Ήταν μεγάλη η απορία μου όταν διάβηκα το ανοιχτό στόρι της παλιάς αποθήκης στην οδό Άρεως στην Παλιά Λευκωσία, για το πώς διαρρυθμίστηκε ο νέος χώρος του Sputnik (in orbit). Αλλά ακόμη μεγαλύτερη ήταν η απορία για τον βαθμό στον οποίο το έργο του Ντέιβιντ Άιρλαντ «Cyprus Avenue» συναντά το κοινό του νησιού και στο περιεχόμενο πέρα από τον τίτλο. Η αφίσα με το κοιμώμενο βρέφος που αιωρείται έχοντας καλυμμένο το κεφάλι με μια μαύρη μπαλακλάβα με τη σημαία της Ιρλανδίας, υπόσχεται πολλά και τίποτα. Με την είσοδο στο φουαγιέ παίρνεις μια γεύση από τις χαρακτηριστικές, «ομιλούσες» τοιχογραφίες του Μπέλφαστ, πριν πάρεις τη θέση σου σε απόσταση αναπνοής- κυριολεκτικά- από το κύριο σημείο της δράσης.

Η καλλιτεχνική ομάδα έχει βαλθεί να σε εντάξει βαθιά στο κλίμα της ιρλανδικής πόλης με το παλιό πράσινο λαντ ρόβερ να δεσπόζει παρκαρισμένο σε μια γωνιά του χώρου εν είδει παρασκηνίου. Ήταν μια από τις τελευταίες παγωμένες μέρες αυτού του μαρτυρικού Μάρτη κι ένα κρύο ρεύμα που βρήκε τον τρόπο να διεισδύσει κάτω από το ύψος των γονάτων άρχισε κάποια στιγμή να μας βάζει κυριολεκτικά στο κλίμα του Μπέλφαστ περισσότερο από οτιδήποτε άλλο.

Το έργο, που παραπέμπει στη φερώνυμη οικιστική οδό στην πρωτεύουσα του Όλστερ, ξεκινά με το ύφος και τον ρυθμό μιας πηχτά σκοτεινής πολιτικής σάτιρας, αλλά αυτό είναι μόνο η αρχή. Πρόθεση του Ιρλανδού συγγραφέα είναι να δοκιμάσει τις αντοχές του κοινού. Όχι μόνο με το βιτριολικό, διαβρωτικό μαύρο χιούμορ που χαρακτηρίζει το συγκρουσιακό ύφος μιας ολόκληρης γενιάς συγγραφέων, με κύριο εκπρόσωπο τον Μάρτιν ΜακΝτόνα, που τσιτώνει το κοινό αποτυπώνοντας με τα πιο μελανά χρώματα την κοινωνική και οικογενειακή αναλγησία.

Ο Άιρλαντ πηγαίνει ένα βήμα παραπέρα –και μερικές δεκαετίες πίσω- για να κλείσει το μάτι στον Έντουαρντ Μποντ και το «Saved» και να επιστρέψει στο επιτακτικό Tώρα ώστε να πραγματευτεί ότι η ωμή, ανεξέλεγκτη και φαυλοκυκλική βία βασιλεύει κι έχει διεισδύσει τόσο βαθιά στην καθημερινότητα, που φτάσαμε να την καταναλώνουμε με απάθεια από τον καναπέ μας. Το έργο είναι προορισμένο να ταράξει, να ενοχλήσει, να μας κάνει να αισθανθούμε πόσο άρρωστοι είμαστε.

Με όχημα ένα κράμα φαντασιοπληξίας και παρωδιακής υπερβολής και μέσα από τα μονοπάτια της πρόκλησης, μάς οδηγεί επιδέξια, σχεδόν ύπουλα σ’ ένα πολύ σκοτεινό και απειλητικό μέρος, για γερά νεύρα και στομάχια. Κάποια στιγμή, καθώς το νυστέρι της σάτιρας κόβει όλο και πιο βαθιά, κόβεται και το γέλιο. Δίνει τη θέση του στο σοκ, τον αποτροπιασμό, τη φρίκη. Όμως, όσο απροσδόκητο μοιάζει, τόσο αναπόδραστο είναι το αποτέλεσμα του τυφλού δογματισμού. Ο αμίλητος και απαθής θεατής δεν κάθεται πια άνετα στο κάθισμά του, γιατί ο Άιρλαντ τον έκανε να αισθανθεί συνένοχος.

Ακόμη κι αν στην ανηφορική του πορεία, το έργο μοιάζει να «θυσιάζει» και να αποδυναμώνει το συμπαγές πολιτικό και κοινωνικό του μήνυμα για μια αναπάνταχη εκτροπή προς το σπλάτερ, αυτό μοιάζει να συμβαίνει επί τούτου. Τα πάντα όσα βλέπουμε διαδραματίζονται στο μυαλό ενός κοινωνιοπαθή φανατικού, που χάνει τα λογικά του μέσα σε μια αιθάλη εθνικιστικού παροξυσμού και ταυτοτικής ανασφάλειας και οδηγείται στη δολοφονική φρενίτιδα και στην αυτοκαταστροφή.

Ο Βαρνάβας Κυριαζής σηκώνει το πελώριο βάρος ενός «μοναχικού» ηγετικού ρόλου, αντανακλώντας τη δυσθυμία του βιομηχανοποιημένου, εκτρεφόμενου μίσους και της εύλογης πορείας του. Το γεγονός ότι η κλινική του ολιγοφρενία οδηγεί στην ψύχωση, κάνοντάς τον να βλέπει στο πρόσωπο της νεογέννητης εγγονής του τα «κοροϊδευτικά ιρλανδικά μάτια» του Τζέρι Άνταμς, έχει σημείο εκκίνησης τον κλονισμό των βαθιά ριζωμένων βρετανιστικών του πεποιθήσεων.

Η παραγωγή δεν διστάζει να μας πετάξει στο πρόσωπο με τον πιο παραστατικό τρόπο όσα έχουμε σκεφτεί αλλά δεν θέλουμε να δούμε και προτιμούμε να τα προσπεράσουμε παθητικά. Αλλά όσο φρικτά κι αν είναι, ωχριούν μπροστά στην πραγματικότητα.

Ελεύθερα, 3.4.2022