Τα προβλήματα και η αβεβαιότητα που προκαλεί πανευρωπαϊκά η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, με αποκορύφωμα την ενεργειακή κρίση και τις κυρώσεις που επιβλήθηκαν σε Ρωσία και Λευκορωσία, αποτυπώνονται στις προβλέψεις του κυπριακού Προγράμματος Σταθερότητας 2022-2025, το οποίο απεστάλη στην Κομισιόν και δημοσιεύθηκε χθες, με αναθεωρημένα στοιχεία για τον πήχη της ανάπτυξης (προς τα κάτω) και του πληθωρισμού (προς τα πάνω).

Οι νέες εκτιμήσεις του Υπουργείου Οικονομικών, οι οποίες ετοιμάστηκαν εν μέσω της αβεβαιότητας που προκαλούν ο πόλεμος και η ενεργειακή κρίση προβλέπουν:

● Η ανάπτυξη για το 2022 έχει αναθεωρηθεί προς τα κάτω, σε σύγκριση με τον προβλεπόμενο ρυθμό 4% για το 2022 , λόγω της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία με τη σχετική αβεβαιότητα ως προς τη διάρκεια της και τις οικονομικές επιπτώσεις. Η ανάπτυξη του πραγματικού ΑΕΠ προβλέπεται πλέον σε 2,7% το 2022, 3,8% το 2023, 3,4% το 2024 και 3% το 2025. Κι όλα αυτά υπό την προϋπόθεση να μην υπάρξει περαιτέρω επιδείνωση.

● Ο πληθωρισμός, όπως μετράται με τον δείκτη τιμών καταναλωτή, εκτιμάται ότι θα αυξηθεί σημαντικά το 2022, λόγω της ψηλής τιμής πετρελαίου, ενέργειας και φυσικού αερίου. Ο δείκτης θα παρουσιάσει αύξηση στο 4,5% (μέσος όρος για όλο το 2022) και στη συνέχεια προβλέπεται να επιβραδυνθεί στο 1,5% το 2023 και στη συνέχεια να κυμανθεί γύρω στο 2% το 2024-2025. Ήδη, όμως, τους πρώτους μήνες του 2022 ο μέσος όρος ήταν πάνω από 4,5%.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ:

  • Η ανάπτυξη για το 2022 έχει αναθεωρηθεί προς τα κάτω, σε σύγκριση με τον προβλεπόμενο ρυθμό 4% για το 2022 , λόγω της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία με τη σχετική αβεβαιότητα ως προς τη διάρκεια της και τις οικονομικές επιπτώσεις. Η ανάπτυξη του πραγματικού ΑΕΠ προβλέπεται πλέον σε 2,7% το 2022, 3,8% το 2023, 3,4% το 2024 και 3% το 2025. Κι όλα αυτά υπό την προϋπόθεση να μην υπάρξει περαιτέρω επιδείνωση.
  • Το 2022, το δημοσιονομικό ισοζύγιο αναμένεται να σημειώσει περαιτέρω βελτίωση, λαμβάνοντας υπόψη την απόσυρση της πλειοψηφίας των μέτρων που σχετίζονται με την πανδημία, τα οποία επηρέασαν αρνητικά τους λογαριασμούς της γενικής κυβέρνησης κατά 3,1 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ. Το δημοσιονομικό ισοζύγιο προβλέπεται να γίνει θετικό το 2022, φθάνοντας στο 1,6% του ΑΕΠ.
  • Το Υπουργείο Οικονομικών, λαμβάνοντας υπόψη το βασικό μακροοικονομικό σενάριο και μετά από τρία συνεχόμενα έτη δημοσιονομικών ελλειμμάτων, αναμένει ότι η δημοσιονομική θέση θα βελτιωθεί περαιτέρω από το 2022 και μετά, φτάνοντας σε πλεόνασμα περίπου 1,3% του ΑΕΠ μέχρι το τέλος της προγραμματικής περιόδου (2025), επιτρέποντας στον λόγο δημοσίου χρέους προς ΑΕΠ να συνεχίσει την καθοδική του πορεία την περίοδο 2022-2025 με ικανοποιητικό ρυθμό. Κατά την προγραμματική περίοδο 2023- 2025, ο λόγος του χρέους προς το ΑΕΠ προβλέπεται να συνεχίσει την πτωτική του τάση, με πτώση σε περίπου 88,2%, 81% και 76,7% μέχρι το τέλος του έτους 2023, 2024 και 2025 αντίστοιχα.

Αντίκτυπος πολέμου

Το Υπουργείο Οικονομικών σημειώνει ότι η Κύπρος ξεκινά από ισχυρή θέση το 2022 και η ανάπτυξη θα υποστηριχθεί από την εγχώρια ζήτηση, την ιδιωτική και κρατική κατανάλωση και ενισχύεται από την υλοποίηση σημαντικού αριθμού έργων που περιλαμβάνονται στο Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.

Εξηγεί ότι ο αντίκτυπος του πολέμου στις τιμές των εμπορευμάτων (πετρέλαιο, φυσικό αέριο και άλλα σημαντικά υλικά), μαζί με τον αντίκτυπο των οικονομικών κυρώσεων, διαφέρει μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ. Η Κύπρος εισάγει κυρίως πετρέλαιο από άλλες χώρες (όπως Ελλάδα, Ιταλία, Ολλανδία) και όχι τη  Ρωσία. Επομένως, σημειώνει το Υπουργείο Οικονομικών, η Κύπρος δεν έχει άμεση εξάρτηση από το φυσικό αέριο της Ρωσίας. Παρόλα αυτά, επηρεάζεται έμμεσα από την αύξηση της τιμής του πετρελαίου. Η πραγματική οικονομία της Κύπρου ενδέχεται να επηρεαστεί από την εισβολή μέσω των ακόλουθων καναλιών:

  • Εξαγωγή υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένου του τουρισμού και άλλων υπηρεσιών (μεταφορικές, οικονομικές και άλλες επιχειρηματικές υπηρεσίες), στις οποίες η Ρωσία κατέχει σημαντικό μερίδιο.
  • Εισαγωγές πετρελαίου λόγω των υψηλών διεθνών τιμών του πετρελαίου (η Κύπρος εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από το πετρέλαιο).
  • Πληθωρισμός σε όλα τα εμπορεύματα, συμπεριλαμβανομένων των βασικών αγαθών, που επηρεάζει την κατανάλωση
  • Διαταραχές της εφοδιαστικής αλυσίδας και καθυστερήσεις στις αποστολές πρώτων και ενδιάμεσων υλών.
  • Πιθανή αύξηση των επιτοκίων και συνεπώς του κόστους δανεισμού (επηρεάζοντας τις επενδύσεις και πιθανή δημιουργία νέων ΜΕΔ).
  • Έμμεσες επιπτώσεις μέσω άλλων χωρών της ΕΕ (αγοραστική δύναμη πολιτών της ΕΕ, επηρεάζει τον τουρισμό από άλλες χώρες προορισμούς επίσης).
  • Εμπιστοσύνη των καταναλωτών και της αγοράς (ρωσοφοβία / αντιρωσικό συναίσθημα).
  • Από όλα τα πιθανά κανάλια επηρεασμού της Κύπρου, το Υπουργείο Οικονομικών σημειώνει ότι δυο είναι τα πιο σημαντικά, ο τουρισμός και ο πληθωρισμός.

Λιγότερα ξοδεύουν οι Ρώσοι – Εφικτή η κάλυψη της απώλειας

Το Υπουργείο Οικονομικών αναφέρει ότι η Ρωσία έχει σημαντικό μερίδιο στις συνολικές αφίξεις, ειδικά τα τελευταία χρόνια. Από το 2010 και μετά, οι αφίξεις των Ρώσων τουριστών αυξάνονται τα έτη 2015-2019 και το μερίδιο των αφίξεων στο σύνολο ανήλθε σε 21,3% και των Ουκρανών τουριστών στο 1,9%. Για το 2022, αναμένονταν (προς και από την Κύπρο) περίπου 1,6 εκατομμύρια επιβάτες από τη Ρωσία και την Ουκρανία (1,3 και 0,3 εκατομμύρια αντίστοιχα), που μεταφράζονται σε 800.000 αφίξεις. Παρά το γεγονός ότι η Ρωσία είναι η δεύτερη μεγαλύτερη αγορά αφίξεων, οι Ρώσοι πολίτες δεν έρχονται μεμονωμένα αλλά κυρίως από οργανωμένους tour operators και η κατά κεφαλήν δαπάνη τους δεν είναι τόσο υψηλή σε σύγκριση με επισκέπτες από χώρες της ΕΕ. Σημειωτέον, η μέση ημερήσια δαπάνη τους (συνολικά 69,8 ευρώ και για πακέτα 76,6 ευρώ το 2019) είναι κάτω από το μέσο ημερήσιο (συνολικά 75 ευρώ και για πακέτα γύρω στα 92 ευρώ το 2019). Χώρες όπως η Ελβετία και το Ισραήλ, για παράδειγμα, έχουν τις ημερήσιες κατά κεφαλήν δαπάνες τους κοντά στο 110 ευρώ. Αυτός είναι ο κύριος λόγος για τον οποίο ο πραγματικός αντίκτυπος των χαμένων Ρώσων τουριστών στο ΑΕΠ γίνεται μικρότερος, όπως φαίνεται από την πλευρά των εσόδων. Από τις 800.000 αφίξεις που χάνονται, ένα μέρος από αυτές περίπου 200.000 – 300.000 μπορούν να αντικατασταθούν από άλλες χώρες (Βέλγιο, Ελβετία, Σκανδιναβία κ.λπ.), σύμφωνα με τις προσπάθειες που καταβάλλονται από το Υφυπουργείο Τουρισμού.