«Λυπάμαι για τον θάνατο του φίλου σου Φλάκους αλλά δεν θέλω να υποφέρεις περισσότερο. Δεν θα τολμούσα να επιμείνω στο να μην υποφέρεις καθόλου, αν και γνωρίζω ότι αυτό είναι το καλύτερο. Αλλά ποιος μπορεί να φτάσει σ’ αυτό το ψυχικό σθένος, εκτός αν έχει ξεφύγει μακριά από την πολυπλοκότητα της τύχης;[…] Μην αφήνεις τα δάκρυα να στεγνώνουν όταν χάνεις έναν φίλο ούτε όμως να τ’ αφήνεις να σε πλημμυρίζουν. Μπορείς να δακρύζεις αλλά όχι να οδύρεσαι[…] Θέλεις να μάθεις τον λόγο της οιμωγής και του υπερβολικού θρήνου; Είναι επειδή στα δάκρυα αναζητούμε τις αποδείξεις του θρήνου και δεν αφήνουμε τη θλίψη να ακολουθήσει, μόνο την επιδεικνύουμε». Σενέκας, Ηθικές επιστολές 63.1-2

Το ζήτημα του θανάτου είναι κεντρικό τόσο στη Στωική όσο και στην Επικούρεια φιλοσοφία. Ο θάνατος, ωστόσο, δεν αφορά μόνο τον εαυτό μας. Όσο και να τον φοβόμαστε, δεν τον αισθανόμαστε. Είναι το πέρας της ζωής των αισθήσεων. Αλλά πώς μπορούμε να αποδεχτούμε τον θάνατο των αγαπημένων μας φίλων; Ο Σενέκας θα αντιμετωπίσει την απώλεια του άλλου όχι με σκληρότητα αλλά με τη λογική που βασίζεται στο αναπόδραστο του θανάτου. Η απέραντη θλίψη της βίωσης του θανάτου ενός φίλου δεν αρμόζει σε όσους ακολουθούν τη Στωική φιλοσοφία. Η θλίψη που συνοδεύει τον θάνατο του αγαπημένου μας προσώπου δεν μπορεί παρά να είναι φυσιολογική, γεγονός που ο φιλόσοφος δεν μπορεί να παραβλέψει. Η ένστασή του αφορά τη χρονική διάρκεια και το μέγεθός της. Αυτά είναι που επιδέχονται κριτική. 

Ο θρήνος έχει όριο. Για να υποστηρίξει την άποψή του ο Σενέκας ανατρέχει στον μεγαλύτερο Έλληνα ποιητή Όμηρο, σύμφωνα με τον οποίο ακόμη και η Νιόβη, αν και είχε χάσει 12 παιδιά, σκέφτηκε να τραφεί την πρώτη μέρα (Ιλιάδα Ω 602 κ.εξ.). Αλλά και στη ρωμαϊκή παράδοση απαντάται το χρονικό όριο των θρήνων: Ένας χρόνος είναι αρκετός για τις γυναίκες, χωρίς αυτό να αποτελεί υποχρέωση. Μπορούν να θρηνήσουν όσο επιθυμούν. Για τους άντρες όριο δεν υπάρχει. Ωστόσο, ο χρόνιος θρήνος δεν είναι αποδεκτός και αποτελεί αντικείμενο γελοιοποίησης (inveteratus vero deridetur).Τι προσφέρει ο οδυρμός και η οιμωγή για τον θάνατο του φίλου μας πέρα από την ικανοποίηση του εγωισμού μας;

«Θα ανεχόσουν ανθρώπους που εγκατέλειψαν τους φίλους τους, και μετά θρηνούσαν ελεεινά και δεν αγαπούν κανέναν παρά μόνο όταν τον χάσουν; Ο λόγος που θρηνούν χωρίς σταματημό είναι ότι φοβούνται πως θα υπάρχουν αμφιβολίες για την αγάπη τους. Είναι αργά για να αναζητούν την απόδειξη των αισθημάτων τους». Σενέκας, Ηθικές επιστολές 63.9

Το καλύτερο που μπορεί να κάνει κάποιος αντί να θρηνεί είναι να κρατήσει τις αναμνήσεις που είχε, τη ζωή που πέρασε με τον φίλο του. Ο Στωικός φιλόσοφος δεν διστάζει να διαφωνήσει με την άποψη του δασκάλου του, Αττάλου, ο οποίος υποστηρίζει ότι η ενθύμηση της απώλειας του φίλου μας έχει γλυκόπικρη γεύση. 

«Εγώ δεν αισθάνομαι το ίδιο. Η ανάμνηση των φίλων που έχουν φύγει είναι γλυκιά και ευχάριστη (dulcis ac blanda est). Γιατί όταν τους είχα γνώριζα ότι θα τους χάσω και τώρα που τους έχασα είναι σαν να τους έχω ακόμη μαζί μου.

Γι’ αυτό Λουκίλιε, πράξε σύμφωνα με τη σωφροσύνη σου (aequitatem) και πάψε να δίνεις λανθασμένη ερμηνεία στα δώρα της Τύχης. Η Τύχη έχει αφαιρέσει, αλλά έχει δώσει. Γι’ αυτό ας απολαύσουμε αχόρταγα τους φίλους μας, γιατί δεν γνωρίζουμε πόσο θα διαρκέσει αυτό το προνόμιο. Ας σκεφτούμε πόσο σύντομα θα τους αφήσουμε όταν πηγαίνουμε σε μακρινά ταξίδια και πόσο σύντομα θα τους δούμε όταν βρισκόμαστε στο ίδιο μέρος. Τότε θα καταλάβουμε ότι χάσαμε πολύ από τον χρόνο τους ενόσω ζούσαν». Σενέκας, Ηθικές επιστολές 63.7-8

*Καθηγήτρια Φιλοσοφίας στο 

αγγλικό ιδιωτικό σχολείο Med High

[email protected]