Κάθε συναλλαγή περιέχει το στοιχείο της εμπιστευτικότητας, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για πώληση περιουσιακών στοιχείων, μετοχών ή στην περίπτωση αντιπροσώπευσης, δικαιόχρησης ή εργοδότησης. Κατ’ ανάλογο τρόπο, στο στάδιο των διαπραγματεύσεων συνήθως ο πωλητής παραδίδει στον προτιθέμενο αγοραστή έγγραφα και επαγγελματικές πληροφορίες εμπιστευτικού περιεχομένου, για να τον βοηθήσει στην ολοκλήρωση της δέουσας επιμέλειας με την προοπτική αγοράς. Ακόμη και το ίδιο το γεγονός ότι ο πωλητής είναι πρόθυμος να πωλήσει, όπως και η αναφορά στο τίμημα, είναι εμπιστευτικής φύσης μέχρι την ολοκλήρωση της συναλλαγής. Γι’ αυτό είναι επιθυμητό σ’ αυτές τις περιπτώσεις να διαφυλάσσεται η εμπιστευτικότητα με την υπογραφή σχετικής συμφωνίας που να προστατεύει τον πωλητή και να απαγορεύει στον προτιθέμενο αγοραστή ή τους υπαλλήλους, αντιπροσώπους ή τους επαγγελματικούς του συμβούλους, να αποκαλύψουν έγγραφα και πληροφορίες σε σχέση με την προτιθέμενη συναλλαγή. 

Επιπρόσθετα, με τη λήξη των διαπραγματεύσεων, είτε ολοκληρώνεται η συναλλαγή με την υπογραφή συμφωνίας είτε όχι, επιβάλλεται υποχρέωση για επιστροφή των εγγράφων και πληροφοριών που έχουν παραδοθεί. Επίσης, είναι προτιμητέο όπως μια τέτοια συμφωνία εμπιστευτικότητας και μη αποκάλυψης στοιχείων να υπογράφεται πριν την αποκάλυψη των πληροφοριών, παρόλο που ο σκοπός της είναι να καλύψει και πληροφορίες που έχουν ήδη αποκαλυφθεί. Με τον τρόπο αυτό το πρόσωπο που λαμβάνει τις εμπιστευτικές πληροφορίες δεν μπορεί άδικα να βρεθεί σε πλεονεκτική θέση εκμεταλλευόμενος τα δεδομένα, όπως άλλωστε επιβάλλει η αρχή της επιείκειας και το δίκαιο των συμβάσεων. 

Δέσμευση για εμπιστευτικότητα συνήθως ενσωματώνεται και σε έγγραφα που περιέχουν την επικεφαλίδα των όρων μιας προτιθέμενης συμφωνίας, όπως επίσης χρησιμοποιείται σχεδόν σ’ όλες τις εμπορικές ρυθμίσεις. Πέραν από τον πωλητή, δέσμευση μπορεί να ζητήσει και ο αγοραστής όπου προτίθεται να δώσει στον πωλητή εμπιστευτικές πληροφορίες. Σε μια συμφωνία εμπιστευτικότητας, ο παραλήπτης αναλαμβάνει την υποχρέωση να διαφυλάξει μυστικές τις συγκεκριμένες πληροφορίες και έγγραφα, καθώς επίσης να τις χρησιμοποιήσει αποκλειστικά και μόνο για το σκοπό που παραχωρούνται. Για σκοπούς προστασίας των στοιχείων, λαμβάνονται μέτρα όπως η σφράγιση ενός εγγράφου με τη λέξη ‘‘ΕΜΠΙΣΤΕΥΤΙΚΟ’’ και η προσθήκη της υπογραφής με τη σφραγίδα του προσώπου που το παραχωρεί, η αποστολή αντιγράφου με αρίθμηση και με τρόπο που να μην επιτρέπει περαιτέρω επεξεργασία, η αναφορά των συγκεκριμένων προσώπων που θα λάβουν γνώση του στοιχείου και θα έχουν πρόσβαση σ’ αυτό, οι οποίοι συγχρόνως δεσμεύονται με την υποχρέωση να τηρήσουν την εμπιστευτικότητα.

Στην περίπτωση που κρίνεται αναγκαίο να δοθεί εμπιστευτική πληροφορία ή έγγραφο σε τρίτο μη εξουσιοδοτημένο πρόσωπο, ο παραλήπτης υποχρεούται πρώτα να εξασφαλίσει τη γραπτή έγκριση του προσώπου που το έχει παραχωρήσει και στη συνέχεια να επιβάλει στον τρίτο την τήρηση της εμπιστευτικότητας. Μάλιστα εάν τυχόν υπάρξει μη εξουσιοδοτημένη, αμελής ή απρόσεκτη αποκάλυψη εμπιστευτικής πληροφορίας ή εγγράφου, ο παραλήπτης υποχρεούται να δώσει αμέσως γραπτή ενημέρωση για το γεγονός αυτό. Η συμφωνία εμπιστευτικότητας ισχύει για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, αλλά τα δικαιώματα και οι υποχρεώσεις που δημιουργούνται από αυτή, ανεξάρτητα από τη λήξη ή τον τερματισμό της, διατηρούνται και μετά για όσο χρόνο καθορίζεται σ’ αυτή.  

Η θεραπεία του παροχέα των πληροφοριών όταν υπάρξει παραβίαση της εμπιστευτικότητας συνίσταται στην εξασφάλιση απαγορευτικού διατάγματος που να εμποδίζει τη μη εξουσιοδοτημένη αποκάλυψη και σε αποζημιώσεις, παρόλο που είναι δύσκολο για τον παροχέα να αποδείξει ζημιά. Τα κριτήρια επιτυχίας μιας τέτοιας απαίτησης είναι οι παρεχόμενες πληροφορίες να έχουν γίνει εμπιστευτικές, να έχουν αποκαλυφθεί υπό περιστάσεις που να δημιουργούν καθήκον τήρησης της εμπιστευτικότητας και ότι γίνεται μη εξουσιοδοτημένη χρήσης τους προς βλάβη του παροχέα. Το τίμημα μιας τέτοιας συμφωνίας είναι συνήθως η εμπιστευτικότητα και η ανάληψη υποχρέωσης για μη αποκάλυψη από τον παραλήπτη, είναι όμως δυνατό να προστεθεί και η υποχρέωση για πληρωμή ενός ονομαστικού ποσού. Ο παροχέας αποφεύγει την ανάληψη ευθύνης ως προς την ακρίβεια και την πληρότητα των πληροφοριών και δηλώνει ότι δεν προβαίνει σε υποσχέσεις ή παραστάσεις αναφορικά με αυτές ούτε και για τον εκσυγχρονισμό τους. 

Στην περίπτωση που η προτιθέμενη συναλλαγή δεν ολοκληρωθεί, ο παραλήπτης καλείται να επιστρέψει ή να καταστρέψει όλες τις πληροφορίες, αντίγραφα, σημειώσεις και αρχεία που έχουν ετοιμαστεί και να τα διαγράψει από τα ηλεκτρονικά του αρχεία όπου αποθηκεύτηκαν, δίδοντας σχετική βεβαίωση ότι το έχει πράξει. Η σύναψη συμφωνίας τήρησης εμπιστευτικότητας αποτελεί πλέον συνήθη πρακτική ιδιαίτερα σε μεγάλες συναλλαγές. Η υποχρέωση τήρησης εμπιστευτικότητας μπορεί να διατυπωθεί σε έγγραφη συμφωνία ή να λάβει τη μορφή επιστολής. 

* Δικηγόρος στη Λάρνακα