Για τη Νάσια Διονυσίου η λογοτεχνία είναι ένας τρόπος να ταράζεται, να κλονίζεται και ν’ αμφιβάλλει.

«Κάμπους» αποκαλούσαν οι Κύπριοι τα στρατόπεδα (camps) που δημιουργήθηκαν επί Αγγλοκρατίας για τους Εβραίους επιζώντες του Ολοκαυτώματος, που είχαν ανακοπεί από τους Βρετανούς στην προσπάθειά τους να φτάσουν στην Παλαιστίνη αμέσως μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Λειτουργούσαν στην περιοχή Καράολος στην Αμμόχωστο, στην Ξυλοτύμπου και τη Δεκέλεια. Στο δεύτερό της βιβλίο, τη νουβέλα «Τι είναι ένας κάμπος», η βραβευμένη συγγραφέας Νάσια Διονυσίου μέσα από τις ημερολογιακές σημειώσεις ενός Κύπριου δημοσιογράφου ξεδιπλώνει με λογοτεχνικά και μυθοπλαστικά μέσα την ιστορία των στρατοπέδων όσο και προσωπικές ιστορίες των ανθρώπων που είχαν βιώσει τις φρικαλεότητες των ναζιστικών στρατοπέδων συγκέντρωσης, ενώ παράλληλα σκιαγραφεί μια Κύπρο που βαδίζει προς το τέλος της αποικιοκρατίας.

– Ως πρόκληση, το δεύτερο βιβλίο είναι δυσκολότερο από το πρώτο, τη συλλογή διηγημάτων «Περιττή ομορφιά»; Το πρώτο μου βιβλίο, διακρίθηκε και διέγραψε μια πολύ πετυχημένη πορεία. Το να μην παγιδευτώ στις ίδιες θεματικές και στο προσωπικό ύφος που χαρακτήρισαν το πρώτο μου βιβλίο, αλλά να επινοήσω εκ νέου τον εαυτό μου, διατηρώντας ταυτόχρονα την ταυτότητα και την ιδιοπροσωπία μου, ήταν για εμένα η μεγάλη πρόκληση.

– Πώς ξεκίνησε η ιδέα για τη νουβέλα αυτή; Σε μια τυχαία συζήτηση άκουσα για την ύπαρξη τέτοιων στρατοπέδων στη χώρα μας. Μού έκανε εντύπωση που αυτό το γεγονός, το οποίο συνδέει την Κύπρο με την ιστορική διαδρομή του εβραϊσμού αλλά και γενικότερα με τη σύγχρονη ευρωπαϊκή ιστορία, δεν ήταν ευρέως γνωστό. Είχε λησμονηθεί μες στον χρόνο ή ενδεχομένως είχε παραγνωριστεί ή αποσιωπηθεί. Άρχισα τότε, στην αρχή από καθαρά προσωπικό ενδιαφέρον, ν’ αναζητώ σχετικές πληροφορίες, γεγονός που πυροδότησε την επιθυμία μου να διερευνήσω και να επεξεργαστώ λογοτεχνικά αυτό το αρχειακό και ιστορικό υλικό, ώστε να το κατανοήσω και να το προσεγγίσω στο βάθος του.

– Πόσο επιτακτικά βρίσκονται σήμερα στην επικαιρότητα τα ζητήματα με τα οποία καταπιάνεται το βιβλίο; Δυστυχώς πολύ. Ακόμη ο κόσμος δεν τελείωσε με τη μισαλλοδοξία και την ξενοφοβία, με τον ρατσισμό και τον αντισημιτισμό, με την επικράτηση των ολοκληρωτισμών και των ενστίκτων. Ακόμη πλοία γεμάτα με απελπισμένους ανθρώπους διασχίζουν τη Μεσόγειο κι ακόμη τους υποδεχόμαστε με καχυποψία, αναλγησία, εχθρότητα. Ακόμη δεν έχουμε καταλάβει πως με «το γύρισμα της μοίρας μπορεί ο ένας να βρεθεί στη μεριά του άλλου».

– Πώς τα γεγονότα στην αφήγηση συνδέονται με το επονομαζόμενο και ως «ποίημα του αιώνα», τη «Φούγκα του θανάτου» του Τσέλαν; «Η φούγκα του θανάτου», που έρχεται ως απάντηση στον αφορισμό του Τέοντορ Αντόρνο ότι το να γράψεις έστω κι ένα ποίημα μετά το Άουσβιτς είναι βαρβαρότητα και αποτελεί ένα ποίημα-μνημόσυνο για το σύνολο των θυμάτων των ναζιστικών στρατοπέδων, ανασυντίθεται στο βιβλίο. Συγκεκριμένα, ο κεντρικός αφηγητής– ένας Κύπριος δημοσιογράφος που καταγράφει τις συνθήκες στα στρατόπεδα και τις μαρτυρίες των κρατουμένων– σε ένα κράμα παραίσθησης και πραγματικότητας, συναντά τον Εβραίο ποιητή Πάουλ Τσέλαν και γίνεται μάρτυρας της αγωνίας του να δώσει φωνή στο ανείπωτο, να «μιλήσει σκιές», να αναπαραστήσει «αυτό που συνέβη» και μάλιστα χρησιμοποιώντας τη μητρική του γλώσσα, τη γερμανική, που ήταν η ίδια γλώσσα που είχαν τόσο βάρβαρα βεβηλώσει οι ναζί.

– Πώς σχετίζονται και πώς συνδέονται η ιστορία και η μνήμη; Νιώθω πως η μνήμη είναι αυτό που μας συνδέει ζωντανά με την Ιστορία, που μας κρατά συνεχώς σε εγρήγορση, υπενθυμίζοντάς μας τι σημαίνει η Ιστορία, τι κοστίζει, γιατί δεν πρέπει να επαναλαμβάνουμε τα ίδια λάθη. Και πως την Ιστορία δεν αρκεί να τη μαθαίνουμε «οριζόντια, για λαούς και για μάζες», αλλά όπως λέει ο Χρόνης Μίσσιος, «κάθετα, για τον Παύλο, για τη Ρηνιώ, για την Ελένη, για το μάστρο-Στέφανο». Κι αυτό ακριβώς είναι που κάνει η λογοτεχνία – εστιάζει και ρίχνει το φως σε αυτούς που υφίστανται την Ιστορία, αποκαλύπτοντας τις αντανακλάσεις και το ειδικό βάρος της επάνω τους ή την ευθύνη που οι ίδιοι έχουν στην εξέλιξή της, αλλά και υποδηλώνοντας από πόσες και πόσες ιστορίες είναι φτιαγμένη η μεγάλη Ιστορία του κόσμου μας. 

– Τι είναι η λογοτεχνία για σένα; Τι αναζητείς μέσα από τη συγγραφή; Είναι ο τρόπος μου να κατανοώ κι όχι να κρίνω τον κόσμο. Να βγαίνω έξω από τα δόγματα και τις επίσημες εκδοχές, να ταράζομαι, να κλονίζομαι, ν’ αμφιβάλλω. Να συναντώ τον άνθρωπο μέσα στον άνθρωπο, κάτω από τα πέπλα και τα προσωπεία του, εκεί όπου λανθάνει η ενοχή και το μεγαλείο του. Ν’ ανακαλύπτω έτσι τη συγγένειά μου με τον κάθε άλλο άνθρωπο, να επιβεβαιώνω πως «εγώ» είμαι ο «άλλος», να συνδέομαι ξανά με τη μοίρα των ανθρώπων, να νιώθω πως ανήκω, να ζω συνειδητά. Ταυτόχρονα, λογοτεχνία για εμένα σημαίνει ομορφιά, μια βαθιά αισθητική απόλαυση, το βίωμα μιας συγκίνησης ουσιαστικής κι εκείνες οι στιγμές που νιώθεις κάτι παραπάνω από άνθρωπος. Όλα αυτά είναι που αναζητώ και μέσα από τη συγγραφή.  

– Είναι η αλήθεια όπλο; Η αλήθεια δεν είναι όπλο, αλλά στόχος – «είναι ασύλληπτη, φευγαλέα και αποτελεί ζητούμενο πάντα» έχει πει ο Καμύ. Άλλωστε, για εμένα σκοπός του συγγραφέα δεν είναι να προσφέρει βεβαιότητες ή να αναπαράγει προκαταλήψεις, αλλά να θέτει ερωτήματα εξ υπαρχής και να υποκινεί τον αναγνώστη να εμπλακεί ενεργά, να εμβαθύνει, ν’ ανακαλύψει ο ίδιος την προσωπική του αλήθεια.

– Είναι επαναστατικό να γράφεις; Σ’ έναν κόσμο όπου καθετί που δεν συνεισφέρει στην οικονομία ή που αμφισβητεί την ομοιομορφία, τα ηθικά δίπολα και τους μανιχαϊσμούς θεωρείται αντιπαραγωγικό, περιττό ή ακόμα και ύποπτο, τότε ενδεχομένως ναι, το να γράφεις είναι μια μορφή αντίδρασης κι ένας τρόπος επίδρασης στην προδιαγεγραμμένη πορεία των πραγμάτων.   

– Διατηρείς την πίστη σου στην ανθρωπιά; Θα υπερισχύσει στο τέλος; Δεν ξέρω αν θα υπερισχύσει στο τέλος, αφού κι ο Χριστός σταυρώθηκε, κι ο πρίγκιπας Μίσκιν τρελάθηκε. Όμως, παρόλα αυτά διατηρώ την πίστη μου στην ανθρωπιά, γιατί αλλιώς, όχι απλώς δεν θα μπορούσα να γράψω αλλά ούτε καν να σηκωθώ από το κρεβάτι το πρωί. Γι’ αυτό και την αναζητώ αλλά και την ανακαλύπτω καθημερινά σ’ εκείνες τις μικρές στιγμές που ένας άνθρωπος υψώνει το ανάστημά του απέναντι στον φόβο και βάζει το σώμα του ανάχωμα μπροστά στην επέλαση της κάθε λογής βαρβαρότητας.