Δύσκολα η αποχή θα επανέλθει σε χαμηλότερα επίπεδα σε εκλογικές αναμετρήσεις εκτιμά ο αναλυτής Χριστόφορος Χριστοφόρου, σχολιάζοντας το γεγονός ότι 34,28% των ψηφοφόρων απείχαν από τις βουλευτικές εκλογές το 2021. Μιλώντας στον «Φ», ο κ. Χριστοφόρου ανέφερε ότι ανέμενε μεγαλύτερα ποσοστά στην αποχή, αλλά τον διέψευσε η κάλπη. Αιτιολογώντας την άποψή του εξήγησε ότι σε περιόδους κρίσης οι αποκομμένοι και απομονωμένοι που ζουν τα δικά τους οικονομικά προβλήματα, δεν συμμετέχουν στις εκλογές και τις απαξιώνουν. Πρόσθεσε ότι την Κυριακή υπήρξε κινητοποίηση από κάποια κόμματα και κρατήθηκε σε αυτό το επίπεδο. Θα αλλάξει η κατάσταση, είπε, όταν τα κόμματα αποφασίσουν να προσφέρουν πραγματικό νόημα στις εκλογές παρουσιάζοντας συγκεκριμένα προγράμματα, που να απαντούν στα προβλήματα των πολιτών και της κοινωνίας. 

Σχολιάζοντας τα αποτελέσματα των εκλογών, ο κ. Χριστοφόρου ανέφερε ότι λόγω του εκλογικού ορίου στο 3,6%, το 14% των ψήφων που πήραν κάποια κόμματα δεν έχουν μετατραπεί σε έδρες για εκπροσώπηση στη Βουλή. Σημείωσε ότι το 2015 το εκλογικό όριο από 1/56 (1,8%) ανήλθε σε 3,6 %, πράγμα που έχει σαν αποτέλεσμα να μείνουν έξω από τη Βουλή 9 έδρες που αντιστοιχούν στο 14% και να διαμοιραστούν σε άλλα κόμματα. 

Τα μεγάλα κόμματα, συμπλήρωσε, οικειοποιούνται τις έδρες που τους επιτρέπει το ψηλό όριο. Σχολίασε ότι με βάση την κατανομή στις βουλευτικές εκλογές του 2016, αν ίσχυε το προηγούμενο σύστημα χωρίς το όριο, μία έδρα θα πήγαινε στους Οικολόγους και δεύτερη στην ΕΔΕΚ, ενώ τις πήραν το ΔΗΚΟ και το ΑΚΕΛ). 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: 

Επομένως, είπε, η αντιπροσωπευτικότητα της εκλογής στο αναλογικό σύστημα αμφισβητούνται με αυτό το αποτέλεσμα. Χαρακτήρισε λανθασμένη την πρόνοια του νόμου και εισηγήθηκε ότι πρέπει να επανέλθει στην προηγουμένη μορφή, «του 2015 και αν τα μεγάλα κόμματα επιθυμούν να έχουν κάποιο έλεγχο στην πολιτική ζωή μπορούν να το πετύχουν παρουσιάζοντας ουσιαστικά προγράμματα και προτάσεις οι οποίες θα προσφέρουν λύσεις στα προβλήματα που αντιμετωπίζει η κοινωνία ή θα έχουν ως αποτέλεσμα γενικά το κοινό καλό». 

Περαιτέρω, ανέφερε ότι ο εκλογικός νόμος, αλλά και άλλοι νόμοι για τα μέσα ενημέρωσης χρήζουν τροποποίησης για διάφορους λόγους. Ο πρώτος, σημείωσε, είναι να αρθούν οι περιορισμοί που λειτουργούν σε βάρος της δημοκρατίας (τέτοια παραδείγματα είναι η πλήρης απαγόρευση δημοσιεύσεων την παραμονή και την ημέρα των εκλογών, για οτιδήποτε έχει σχέση με τις εκλογές) και η απαγόρευση δημοσίευσης δημοσκοπήσεων 7 ημέρες πριν τις εκλογές. Για το πρώτο θέμα, πρότεινε να υπάρχει απαγόρευση σε οτιδήποτε αποτελεί προπαγάνδα ή διαφήμιση πολιτικών κομμάτων και υποψηφίων και όχι καθετί που έχει σχέση με τις εκλογές.

Σε ό,τι αφορά τις δημοσκοπήσεις, ανέφερε ότι η Κύπρος είναι από τις ελάχιστες χώρες που έχουν περιορισμούς στη δυτική Ευρώπη. Υπογράμμισε ότι από τη στιγμή που η προεκλογική εκστρατεία συνεχίζεται μέχρι την παραμονή των εκλογών, δεν υπάρχει λόγος να απαγορεύεται η ενημέρωση για τις τάσεις σε ό,τι αφορά την πρόθεση ψήφου.

Επίσης, είπε, η απαγόρευση δημιουργεί παρενέργειες, αφού δίνει την ευκαιρία σε κάποιους να λένε ότι έχουν στο χέρι δημοσκοπήσεις που δείχνουν την ανοδική/καθοδική πορεία κομμάτων, ευκαιρία για φήμες, στοιχεία που δεν συμβάλλουν σε μια σωστή ενημέρωση για τις εκλογές.

Σχολιάζοντας το εκλογικό σύστημα που έδωσε τη δυνατότητα στο ΑΚΕΛ να εκπροσωπείται με περισσότερους βουλευτές στη Λευκωσία από το πρώτο ΔΗΣΥ, και στο ΔΗΣΥ να εκπροσωπείται με περισσότερους βουλευτές στην επαρχία Κερύνειας παρά τη δεύτερη θέση, εξήγησε ότι με τον τρόπο κατανομής των εδρών διασφαλίζεται η αναλογικότητα για όλη την επικράτεια. Σε αυτή την προσπάθεια, είπε, «θυσιάζεται» η αναλογικότητα σε επαρχίες. «Μπορεί να λεχθεί ότι είναι μειονέκτημα, αλλά στην ουσία οι βουλευτές είναι εκπρόσωποι όλου του λαού. Δεν θεωρώ ότι εγείρεται σοβαρό πρόβλημα», συμπλήρωσε.