Το Γενικό Σύστημα Υγείας ΓεΣΥ, δημιουργήθηκε το 2019 με σκοπό να παρέχει το κράτος ποιοτική παροχή ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, σε όλους τους πολίτες. Σχεδόν δύο χρόνια από την δημιουργία του, το σύστημα φαίνεται σαν επιτυχία και όντως, βραχυπρόθεσμα είναι, αφού πλέον μπορούμε να βλέπουμε τον γιατρό μας και να προμηθευόμαστε, την άλλοτε πανάκριβη φαρμακευτική αγωγή μας, δωρεάν. 

Ποιο το θέμα λοιπόν; Ο νομπελίστας οικονομολόγος Μίλτον Φρίντμαν (1912-2006) στα έργα του, εξηγεί ότι τα δημόσια συστήματα υγείας, δεν είναι βιώσιμα μακροχρόνια. Το κράτος παρέχοντας δωρεάν περίθαλψη, υποτιμά την αξία της τεχνητά, ενώ στα αλήθεια η ζήτηση αυξάνεται, το κόστος αυξάνεται ανεξέλεγκτα και το κράτος παίρνει την ζημιά. Το ραγδαία αυξανόμενο κόστος της ζημιάς θα το πληρώνει, είτε ο φορολογούμενος με το εισόδημα του, επιβραδύνοντας την οικονομική ανάπτυξη, είτε οι δανειστές, αυξάνοντας το δημόσιο χρέος και υποτιμώντας τα ευρώ στις τσέπες μας. Όμως, το βάρος δεν θα το σηκώσει η γενιά που απολαμβάνει τα προνόμια του ΓεΣΥ, αλλά οι επόμενες. Επίσης το ΓεΣΥ, διοικείται από μη εκλεγόμενους γραφειοκράτες που δεν μας γνωρίζουν, αλλά παίρνουν, αποφάσεις για την υγεία μας. Αυτοί δεν έχουν ουσιαστικό κίνητρο που να συσχετίζεται με την επίδοση εργασίας τους, αφού εργάζονται στον δημόσιο τομέα. Κατά συνέπεια πιθανόν να παρατηρήσουμε και λειτουργικά προβλήματα στο σύστημα όπως σε πολλές άλλες δημόσιες υπηρεσίες.

Η περίθαλψη δεν ήταν ανέκαθεν ακριβή. Ένα παράδειγμα που επαληθεύει τους ισχυρισμούς είναι οι ΗΠΑ, όπου η κυβέρνηση είχε δημιουργήσει πρόγραμμα κοινωνικών ασφαλίσεων το 1966. Σύμφωνα με ένα άρθρο των Forbes, από το 1958 ως το 2012, οι μέρες εργασίας, απαιτούμενες για την αγορά, (με βάση τον μέσο μισθό) για ηλεκτρονικά είδη, τα οποία παρέχονται αποκλειστικά από τον ιδιωτικό τομέα, μειώθηκαν κατά 7 φορές (παρόλο τον πληθωρισμό), ενώ το κόστος για περίθαλψη αυξήθηκε κατά 4 φορές. Η ρίζα του κακού είναι η αντίληψη ότι η περίθαλψη ταξινομείται ως δικαίωμα. Η παροχή υγείας, δεν θα έπρεπε να ταξινομείται ως δικαίωμα, αλλά ως αγαθό. Όσο κυνικό και να ακούγεται, έχει την εξής λογική. Η περίθαλψη αποτελεί προϊόν εργασίας προσωπικού υγείας και το προϊόν εργασίας του άλλου ανήκει δικαιωματικά σε εκείνον και όχι σε εμάς. Ο καθορισμός της ως δικαίωμα, απλώς την κάνει λιγότερο διαθέσιμη και πιο «πολύτιμη», συνεπώς πιο δαπανηρή. 

Αν όμως, αυτή τη στιγμή καταργούσαμε το ΓεΣΥ, δεκάδες χιλιάδες κόσμος θα έμενε ξαφνικά ανασφάλιστος, δημιουργώντας τεράστια ζήτηση, επιτρέποντας στις ασφαλιστικές να την εκμεταλλευτούν. Αν ανακοινωθεί η κατάργηση του, πρέπει να δωθεί μεγάλο χρονικό περιθώριο. Γιατί; Σε αυτό το χρονικό διάστημα θα έχουμε την ευκαιρία να λάβουμε και να αξιολογήσουμε πολλαπλές προσφορές για ασφαλιστική κάλυψη, για όταν καταργηθεί το ΓεΣΥ. Όσο μεγαλύτερο το χρονικό περιθώριο για ανταγωνισμό μεταξύ ασφαλιστικών, τόση η μείωση των τιμών, η οποία συνεπάγεται με την αύξηση της προσφοράς. Τι θα γίνει με όσους δεν μπορούν να πληρώσουν, ακόμα και τις μειωμένες τιμές; 

Παρόλο που η παροχή περίθαλψης δεν θα έπρεπε να θεωρείται δικαίωμα, είναι ηθικά αρμόζον, σε μια κοινωνία όλοι να παρέχονται αυτό το βασικό αγαθό. Προσωπικά πιστεύω πως σαν κοινωνία οφείλουμε να εμπιστευόμαστε τους θεσμούς της φιλανθρωπίας και της κοινωνικής αρετής, περισσότερο από το κράτος. Ωστόσο το κράτος θα μπορούσε να δίνει γενναιόδωρα φορολογικά κίνητρα για την λεγόμενη «κερδοσκοπική φιλανθρωπία», σε εταιρίες. Τέλος την ιδιωτικοποίηση οποιασδήποτε υπηρεσίας, εκτός από μείωση τιμών, παρατηρείται και βελτίωση της ποιότητας του προσφερόμενου αγαθού (είτε είναι εξυπηρέτηση, είτε εξοπλισμός), αφού ο ιδιώτης παίρνει ρίσκο στην επένδυση του, όπως και ο υπάλληλος με την εργοδοσία του. Το ίδιο ισχύει και για την υγεία, όπου ο κάθε ασφαλιστής, ιδιοκτήτης κλινικής, γιατρός ή φαρμακοποιός θα πασχίζει να δώσει λόγο στον ασθενή να τον προτιμήσει.