Καλή συνεργασία φαίνεται ότι υπήρξε και υπάρχει μεταξύ του Χρηματοοικονομικού Επιτρόπου και τραπεζών σε σχέση με τις εκποιήσεις. Ο Επίτροπος δεν έχει αρμοδιότητα και ούτε δικαιούται στην πραγματικότητα να παρέμβει για ακύρωση εκποίησης, αλλά, όπως διευκρινίζεται, οι σχετικές υπηρεσίες που προσφέρει, κατά καιρούς, συνιστούν κυρίως απόρροια της εκδήλωσης καλής πίστης από τις τράπεζες. Για την περίοδο 31.12.2019 – 20.4.2021 υποβλήθηκαν στον Παύλο Ιωάννου 62 αιτήματα για αναστολή εκποίησης ακινήτου και διευθέτησε την ακύρωση ή αναστολή εκποίησης για 35 περιπτώσεις, που αναλογούν σε ποσοστό 56,45%. Το 2020 τα αιτήματα αναστολής εκποιήσεων ήταν 10, οι ακυρώσεις εκποιήσεων 5, δηλαδή ποσοστό 50%. Το 2019 τα αιτήματα για αναστολή εκποίησης ήταν 41, οι αναστολές εκποιήσεων 24, ποσοστό 58,54%.

Δυο άλλες κατηγορίες παραπόνων που έχει να διαχειριστεί το Γραφείο του Χρηματοοικονομικού Επιτρόπου αφορά τον τερματισμό δανείου και τη δέσμευση λογαριασμού. Για την πρώτη κατηγορία περιπτώσεων, υποβλήθηκαν παράπονα που αφορούν τον τερματισμό πιστωτικών διευκολύνσεων, χωρίς να ακολουθηθούν οι διαδικασίες και οι πρόνοιες της νομοθεσίας.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Οι πιο πολλοί παραπονούμενοι δικαιώνονται

Για τη δεύτερη κατηγορία, τα παράπονα των πελατών αφορούσαν ποσά χρημάτων δεσμευμένα σε λογαριασμούς πελατών τα οποία δεν ήταν διαθέσιμα προς ανάληψη. Πρόκειται για δεσμευμένα ποσά σε λογαριασμούς καρτών που αφορούν αγορές με κάρτα και αναλήψεις μετρητών από άλλη τράπεζα ή δεσμευμένα ποσά σε καταθετικούς λογαριασμός είτε για οφειλές είτε λόγω ύπαρξης μη εξυπηρετούμενων χορηγήσεων από τον δικαιούχο του. Από τα παράπονα των πελατών ενώπιον του Χρηματοοικονομικού Επιτρόπου δεν θα μπορούσαν να απουσιάζουν οι δανειακές συμβάσεις που εμπεριέχουν καταχρηστικές ρήτρες και επιβαρύνουν τον δανειολήπτη. Αφορούν κυρίως είτε παράνομες χρεώσεις είτε παράνομο τρόπο υπολογισμού των ετήσιων τόκων.

Σε σχέση με τις υπερχρεώσεις των πιστωτικών διευκολύνσεων κατά κύριο λόγο τα παράπονα αφορούν: Υπερχρεώσεις τόκων λόγω μονομερούς αύξησης του επιτοκίου κατά παράβαση του περί ελευθεροποίησης του επιτοκίου και συναφών θεμάτων νόμος του 1999. Χρησιμοποίηση βασικού επιτοκίου/δείκτη επιτοκίου άλλου από αυτό που προνοούσε η δανειακή σύμβαση κατά παράβαση του περί συμβάσεων νόμου. Σε αυτή την κατηγορία εμπίπτουν και τα λάθη που εντοπίστηκαν από τον Χρηματοοικονομικό Επίτροπο με τα πρώην ΣΠΙ εντελώς αυθαίρετα, μονομερώς και αντισυμβατικά υιοθέτησαν δικό τους βασικό επιτόκιο σε βάρος του δανειολήπτη. Έγιναν παράπονα για αντισυμβατικό και άρα αυθαίρετο τρόπο υπολογισμού του τόκου κατά παράβαση του περί συμβάσεων νόμου. Παράνομη διαδικασία υπολογισμού των ετήσιων τόκων, ιδίως σε συμβάσεις στις οποίες εφαρμόζεται ο περί καταναλωτικής πίστης (συμφωνίες στεγαστικών δανείων και ενοικιαγορών) νόμος του 2001. Επίσης έγιναν παράπονα, για παράνομο και καταχρηστικό καθορισμός βασικού επιτοκίου και για παράνομες επιβαρύνσεις και προμήθειες.    Θεανώ Θειοπούλου