Παρά την επιβολή πολύ αυστηρών μέτρων περιορισμού στην Ελλάδα,  που επιδημιολογικά είναι πια στην κατηγορία «βαθύ κόκκινο», ο ιός έχει τρυπώσει παντού και τα κρούσματα αντί να λιγοστεύουν αυξάνονται. Η πάγια διάγνωση μέχρι στιγμής είναι ότι αυτό οφείλεται στην αδιαμφισβήτητη πια ευκολία αναμετάδοσης από τους μεταλλαγμένους ιούς. Περισσότεροι άνθρωποι κολλούν, περισσότεροι νοσούν. Περισσότεροι νοσηλεύονται, είτε σε κλίνες αυξημένης φροντίδας, είτε σε μονάδες εντατικής θεραπείας. Και η μόνη καλή είδηση εδώ, είναι ότι έχουμε κατά μέσο όρο λιγότερους θανάτους απ’ ό,τι στα δύο πρώτα κύματα.  

Αυτό οφείλεται κατά βάση σε δύο παράγοντες. (1) ότι το προσωπικό της πρώτης γραμμής, κυρίως γιατροί αλλά και νοσηλευτές, έχουν καλύτερη γνώση της νόσου, αρτιότερη διαχείριση κάθε περιστατικού, έχουν εξελίξει διαδικασίες, πρωτόκολλα και θεραπευτική αγωγή, με την βοήθεια εδώ και ενός κορτιζονούχου φαρμάκου που βοηθά τον βαριά άρρωστο ασθενή. Και (2) ότι ό εμβολιασμός έχει ήδη θωρακίσει ένα πολύ ευάλωτο τμήμα του πληθυσμού, ηλικιωμένους και ευπαθείς ομάδες, που χάναμε σε μεγάλους αριθμούς το πρώτο διάστημα.

Προχθές Παρασκευή, είχα μια μακρά συνομιλία με γιατρό, μέλος της επιστημονικής ομάδας που συμβουλεύει το Υπουργείο Υγείας για την εξέλιξη της νόσου. Μου ζήτησε για λόγους προφανείς να μην αναφέρω το όνομά του. Δεν έχει αντίρρηση όμως να εξηγήσω στους αναγνώστες μας την άποψή του σχετικά με τη λήψη των τελευταίων αυστηρών μέτρων, δεδομένης της δύσκολης, πράγματι, κατάστασης που περιέγραψα πριν. 

Κατ’ αρχάς συμφωνεί ότι πρέπει να γίνει λοκντάουν. Διαφωνεί όμως με τη λεγόμενη «οριζόντια λύση του». Συγκεκριμένα, βάσει στοιχείων που έχει συλλέξει σε όλη την επικράτεια και που έθεσε υπ’ όψη της Επιτροπής, θεωρεί ότι η μεγάλη πηγή διάδοσης του ιού δεν είναι ούτε από το ότι κυκλοφορεί τόσος κόσμος στους δρόμους και από τα καταστήματα που είναι ανοικτά, ούτε και από μικρές ή μεγαλύτερες ομάδες νεαρών κυρίως ανθρώπων που συνευρίσκονται σε πλατείες ή έξω από καφετέριες για να νιώσουν ότι έστω και έτσι κοινωνικοποιούνται. 

Το μεγάλο κακό, λέει ο φίλος κ. Καθηγητής, γίνεται στους χώρους εργασίας. Συγκεκριμένα, σε γραφεία και εργοστάσια μικρών ή μεγάλων ιδιωτικών εταιρειών και επιχειρήσεων, όπου η τηλεργασία δεν «δουλεύει» στο επίπεδο που έπρεπε, όπως συμβαίνει στο δημόσιο, ας πούμε, αλλά κυρίως σε σχεδόν όλες τις άλλες χώρες της ΕΕ. Έκανα λοιπόν ένα γρήγορα δημοσιογραφικό ψάξιμο στο θέμα, αφήνοντας απέξω αυτούς που κάνουν χειρωνακτική εργασία στα εργοστάσια (μηχανήματα, αποθήκευση, επισκευή, συσκευασία, αποστολή, διανομή, κ.λπ.). Επικοινώνησα συνολικά με 12 εργαζόμενους και εργαζόμενες, γνωρίζοντας τους μισούς, και τους άλλους μισούς από συστάσεις φίλων. Δουλεύουν σε μεγάλη αντιπροσωπεία αυτοκινήτων στην Αθήνα, σε εταιρεία κινητής τηλεφωνίας, σε ναυτιλιακή εταιρεία στον Πειραιά, σε ταξιδιωτικό γραφείο στη Κρήτη, σε μεγάλη εκδοτική εταιρεία, σε λογιστήριο ιδιωτικού νοσοκομείου, σε τμήμα ανθρώπινου προσωπικού σε μεγάλη διαφημιστική εταιρεία, σε εταιρεία εισαγωγής καλλυντικών, και άλλα.

Σχεδόν όλοι αυτοί μου είπαν ότι η δουλειά τους θα μπορούσε άνετα να γίνει εξ ολοκλήρου από το σπίτι, αλλά «το αφεντικό επιμένει ότι θέλει να είμαστε στο γραφείο, να μας βλέπει ώστε, όταν μας χρειαστεί να μας φωνάζει αμέσως στο γραφείο του». Δύο από τους δώδεκα μου είπαν ότι ζήτησαν από τη Διεύθυνση να τους βοηθήσει οικονομικά να ενισχύσουν την ταχύτητα του κομπιούτερ τους στο σπίτι, και επειδή αυτή αρνήθηκε, αναγκάζονται να πηγαίνουν στη δουλειά επί τόπου. 

Υπό κανονικές συνθήκες, θα μπορούσαμε άνετα να συζητήσουμε για τα υπέρ και κατά της τηλεργασίας. Και σίγουρα ο παράγοντας της διαπροσωπικής επαφής, και της δια ζώσης παρουσίας στον εργασιακό χώρο είναι σημαντικός. Σημαντικότατος. Όμως δεν είμαστε «υπό κανονικές συνθήκες». Και αυτή η εμμονή ιδιοκτητών και διευθυντικών στελεχών,  «θέλω όλο τον κόσμο στο γραφείο», έστω και αν τηρούνται τα μέτρα (μάσκα, απόσταση, κλπ), είναι παραλογισμός. Και, όπως μου λέει ο φίλος κ. Καθηγητής της Επιτροπής, πρέπει να καταγγελθεί και να σταματήσει. 

Όλοι αυτοί οι εργαζόμενοι, το ξέρουμε πια από τα στοιχεία που παίρνουμε από τις εισαγωγές των νοσοκομείων, είναι «ορθάνοικτοι» στον κίνδυνο να μολυνθούν. Θα μεταφέρουν τον ιό στο σπίτι, και αυτό είναι! Έτσι απλά εξηγείται και το γιατί, όπως μου έλεγε το Σάββατο η Καθηγήτρια Ιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών, κ. Αντωνία Κουτσούκου, Διευθύντρια της Β’ Πνευμονολογικής ΜΕΘ στο «Σωτηρία», όλο και πιο συχνά πλέον βλέπουν να εισάγονται στο νοσοκομείο ολόκληρες οικογένειες. «Αυτή τη στιγμή, έχουμε πατέρα και κόρη στην εντατική, σύζυγο και γιαγιά σε μονάδα αυξημένης φροντίδας». Πολλοί δε από τους εισαχθέντες είναι άνθρωποι που στις δουλειές τους έκαναν rapid tests μια και δύο φορές την εβδομάδα!…

(*) Αυτά που διέφυγαν της προσοχής μας, που υποτιμήθηκαν ειδησεογραφικά, που ίσως να πέρασαν απαρατήρητα, ή που αξίζει να αναδείξουμε πιο πολύ