Αν η Ρούλα Γεωργακοπούλου είχε παιδιά, μπορεί τώρα να ήταν γιαγιά. Ο αναγνώστης που παρακάμπτει τα μεζεδάκια του ληξιαρχείου και ορμάει κατευθείαν στο ψητό (σερβίρεται σαββατιάτικα στην εφημερίδα «Τα Νέα»), θα ζοριστεί να μαντέψει τα χρονάκια της.

Κάποιο πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέυ καμωμένο από λέξεις γερνά σ’ ένα ξεχασμένο file στο λάπτοπ της, αφού εδώ και δεκαετίες η γραφίδα της καθρεφτίζεται αρυτίδωτη στο αρχειακό κάτοπτρο. Χρονογράφος-επιφυλλιδογράφος με σπιντάτο λόγο και ιδιοσυγκρασιακή άρθρωση που σπανίως ψευδίζει ναρκισσευόμενη, σατιρική και γκρινιάρα, γλυκόπικρη και σαρδόνια, στο άνθος της τρίτης ηλικίας ενέσκηψε και ως πεζογράφος, διατηρώντας το μπρίο, τον σουρεαλισμό και τη λόξα της, απρόσβλητη από τη γνωστή ασθένεια που θερίζει τους του επιζήλου ISBN οψίμως αξιωθέντες˙ τη λογοτεχνίτιδα.

Τηρουμένων των αναλογιών, μια λεπταίσθητη Φραν Λίμποβιτς αν θήτευε στον Ρήγα ή, ας πούμε, μια underground Έλενα Ακρίτα που δεν στοχεύει το θυμικό του μέσου όρου. Για πολλούς, η στήλη της αποτελεί την κορωνίδα της φεμινιστικής αρθρογραφίας. Ενδεχομένως η ίδια να αποτασσόταν την ιεράρχηση, πάντως δεν θα αρνούνταν τον προσδιορισμό. «Κανονικά θα έπρεπε να είμαι μια πολύτεκνη φεμινίστρια», δήλωσε σε μια συνέντευξη. «Κι εγώ φεμινίστρια είμαι, δεν έχω άλλη ταυτότητα», είπε σε μια άλλη. 

Στο γύρισμα του αιώνα, διατηρούσε μονόστηλο στα «Νέα» και ο Γιώργος Σκούρτης. Το όνομά του πιθανώς λέει ελάχιστα στους νεότερους -ουδείς τον διαβάζει πια, σπανιότατα παίζεται στο σανίδι-, όμως ο συγγραφέας των «Νταντάδων» ήταν κάποτε το toast της θεατρικής (και της νυχτερινής) Αθήνας. Τα έργα του, λαϊκά, πολιτικά, ιλαροτραγικά («Τέρμα τα όνειρα. Όλα είναι ωραία εδώ μέσα.»), με γλώσσα σπαρταριστή και αγοραία, έκαναν μπαμ με το καλημέρα της Μεταπολίτευσης και το ωστικό τους κύμα άνοιξε το δρόμο για τους hardcore διαλόγους και την in-yer-face δραματουργία που επιχωριάζουν εσχάτως στο ελληνικό ρεπερτόριο. To σουξέ του διήρκησε: ανέβηκε κατ’ επανάληψιν από τον Κουν, το Εθνικό, το ΚΘΒΕ, μέχρι κι απ’ τον ΘΟΚ («Ο Καραγκιόζης παρά λίγο Βεζύρης» σκην. Βλ. Καυκαρίδης, «Η Υποταγή», σκην. Ν. Σιαφκάλλης, «Οι Ηθοποιοί», σκην. Α. Πάντζης) – μη σας ξεγελούν οι τίτλοι, δεν ήταν γραμμένα ειδικά για τον ημικρατικό μας οργανισμό. Πότης, γυναικάς, ξενύχτης, βρωμόστομος και πλακατζής, κάπως ρέμπελος, ολίγον τι σεξιστής, «μια κινούμενη ανταρσία» ο Σκούρτης διηύθυνε και τη θρυλική «Ράμπα» (προσοχή: Ράμπα, όχι Ράτκα), κοντά στο θέατρο του Αρμένη. Δεν ξέρω για αργότερα, αλλά ως το 2002 τον πετύχαινες στο «Dada», στο «Decadence», στο «Εν Δελφοίς» να τα πίνει στη μπάρα ατενίζοντας πιτσιρίκες.

Όταν πέθανε ο Σκούρτης, δεν πήγε άκλαυτος. Το ΚΚΕ, ο ΣΥΡΙΖΑ, το Ποτάμι, συνάδελφοι και συνεργάτες, εξύμνησαν τον βίο και την πολιτεία του μεταστάντος˙ το Υπουργείο Πολιτισμού πρόσφερε την κηδεία δημοσία δαπάνη. Γραφιάδες του διαδικτύου προκάλεσαν αναμενόμενες καραμπόλες στέλνοντας το «Έλληνας» να τρακάρει στο «Μπουκόφσκι» ενώ στον τύπο εμφανίστηκαν χυμώδεις αναμνήσεις από αυτόπτες μάρτυρες. Η Γεωργακοπούλου τον αποχαιρέτησε, στην Athens Voice, με 3 παραγράφους. Αφού έθετε το ιστορικό πλαίσιο, όπου υπενθύμιζε πως «τον καιρό εκείνο, το θέατρο είχε παντού το πάνω χέρι και οι άντρες επίσης», σημείωνε πως τότε τους άντρες «ήταν να τους θαυμάζεις και να τους φοβάσαι» ενώ σήμερα (2018) «συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο». Ενθυμούμενη, προχωρά να πει πράγματα που σηκώνουν κάγκελο τις μισογυνικές μας γουρουνότριχες. Ακούστε: «Ευτυχώς που μας έκοψε και δεν φτιάξαμε κανένα #metoo της θεατρόφιλης. Ευτυχώς που το βουλώσαμε και κοιτάζαμε και μαθαίναμε». Ανατριχιάσατε σύγκορμοι; Έχει και συνέχεια: «Για να ευλογηθείς έπρεπε να υποταχθείς και να θαυμάσεις. Μπορείς;». Ορίστε;; Φυσικά και δεν μπορούμε! Μα μια δηλωμένη φεμινίστρια της στόφας της Ρούλας, απολογητής της φαλλοκρατίας και του mansplaining; Πεμπτοφαλαγγίτισσα, τελικά, η γυναίκα μετρίου αναστήματος;

Συνομήλικη και ισοϋψής της Καλαματιανής, η Αλεξάνδρα Ατταλίδου -πρώην εκπρόσωπος Τύπου του Ευρωκοινοβουλίου, νυν υποψήφια βουλευτής- μιλούσε τις προάλλες στο δημοφιλές podcast «Legal Matters». Αναφέρθηκε εις εαυτόν, δις, ως «πολίτισσα». Όχι, δεν έχει καταγωγή από τη βασιλεύουσα η Ατταλίδου – στην Κακοπετριά γεννήθηκε. Ανοίξαμε τον Μπαμπινιώτη. Μέχρι και τη 2η έκδοση λέει «πολίτης» σκέτο. Στην 3η μετατοπίζεται προς τον λογιοτατισμό: Ο πολίτης / η πολίτις. Και στις τρεις, «πολίτισσα» είναι -όπως όλοι ξέραμε- η Κωνσταντινουπολίτισσα. Ευρωπαΐστρια, οικολόγος, γαλλομαθής, κοσμογυρισμένη, ακτιβίστρια, η Ατταλίδου πρωτοστάτησε στο φεμινιστικώς προδρομικό (ή λανθάνον) «Οι Γυναίκες Επιστρέφουν» και συμμετέχει και σε κάποιο Ινστιτούτο Μελετών για το Φύλο. Δημιουργήθηκε αναπόφευκτα η υποψία πως δεν επρόκειτο για στιγμιαίο lapsus ή αθώο βαρβαρισμό. Η υποψία εντάθηκε όταν η επικοινωνιολόγος διατράνωσε πως πολιτεύεται με 4 πυλώνες, ένας εκ των οποίων είναι τα ανθρώπινα δικαιώματα και «η καλλιέργεια μιας εκπαίδευσης και μιας κουλτούρας στον λαό της Κύπρου για να καταλάβει ποια είναι τα σημαντικά και ποια τα ασήμαντα γιατί η δημοκρατία στην Κύπρο κινδυνεύει πραγματικά από ακρότητες». Παρεμπιπτόντως, άμα τη ανακοινώσει του ad hoc νεολογισμού «πολίτισσα», ο συμπαθής podcaster -μπας και βρεθεί ξάφνου υπόλογος για ελλειμματική κουλτούρα ή πλημμελή εκπαίδευση- έσπευσε να σιγοντάρει τη φυλετική διάκριση: «Άρα, είσαι ενεργή πολίτισσα σε όλα τα επίπεδα». Τι να κάνουμε, ο τρόμος μπρος στις ακρότητες του έμφυλου αυτοπροσδιορισμού είναι επίσης ανθρώπινο δικαίωμα. Είθισται, δε, να ασκείται ενστικτωδώς και ανεπίγνωστα. 

Εν τω μεταξύ, όπως πληροφορούμαστε λοξοκοιτάζοντας το Νέτφλιξ, η Τζόαν Ντίντιον ζει. Στην παντοκράτειρα πλατφόρμα στριμάρεται το ντοκιμαντέρ «Joan Didion: The Center Will Not Hold». Η Ντίντιον -όπως κι η Γεωργακοπούλου, ουδέποτε έλαβεν καρπόν κοιλίας- υπήρξε κορυφαία στενογράφος της αντικουλτούρας των 60s και στυλοβάτης του οριακού «New Journalism» (η μόνη γυναίκα ανάμεσα σε ταλαντούχα αλλά σοβινιστικά καθάρματα σαν τον Χάντερ Ες Τόμσον και τον Γκέυ Ταλίζ). Έγραψε νουβέλες, έγραψε θέατρο, έγραψε σενάρια, αλλά θα μείνει -έμεινε- στην ιστορία για την κατακλυσμιαία συμβολή της στη γένεση ενός μπασταρδεμένου (κι έκτοτε ανάρπαστου) non-fiction που χωνεύει το δοκίμιο, το ρεπορτάζ, την αυτοβιογραφία, τη μυθοπλασία και χρίζει πρωταγωνιστή όχι το γεγονός αλλά τον αφηγητή του. Η μικροσκοπική Καλιφορνέζα, σοφιστικέ, ντελικάτη και χαμηλόφωνη, με ορθάνοιχτο μάτι και θηλυκότατη ματιά, έβγαλε βιβλία-ορόσημα που δεν μεταφράστηκαν ποτέ στα ελληνικά (και κάποια ελάσσονα που μεταφράστηκαν είναι εξαντλημένα). Το The Women’s Movement, γραμμένο το 1972, υπάρχει στη συλλογή The White Album. Εκεί, η Ντίντιον καταθέτει τον σκεπτικισμό της για το ξακουστό «δεύτερο κύμα φεμινισμού» που ήταν τότε στα ντουζένια του. Με κρυστάλλινη, περίτεχνη και κρυφίως σαρκαστική πρόζα αποδομεί, σε μια χούφτα σελίδες, το υπόβαθρο του κινήματος το οποίο πρότασσε την αντιμετώπιση του γυναικείου πληθυσμού ως ξέχωρη κοινωνική ομάδα και παρότρυνε τις γυναίκες να προσαρμόζουν τις υπάρχουσες (αφού πατριαρχικές αφού) λέξεις και έννοιες κατά το δοκούν ώστε να τις αντιπροσωπεύουν. Στο μέσο της ανάγνωσης, η Ντίντιον συμπυκνώνει, με υποδόριο σκώμμα, το μάνιουαλ των φεμινιστριών της εποχής: «Το να πιστεύεις, στα τέλη των sixties αρχές των seventies, στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, ότι οι λέξεις είχαν κυριολεκτική σημασία όχι μόνο καθήλωνε και προσωποποιούσε το κίνημα αλλά συνιστούσε και σοβαρή αυταπάτη».  

Και να, λοιπόν, που στις αρχές των twenties, στην ακροσφαλή Κυπριακή Δημοκρατία, καταλαβαίνουμε επιτέλους τι εννοούσε ο Ζεμέκις όταν μιλούσε για επιστροφή στο μέλλον.

Φιλελεύθερα, 7.3.2021.