Κυριάκος Στυλιανού: «Αγάπες και ενοχές», εκδόσεις Κύτταρο, 2020.

Ο Κυριάκος Στυλιανού είναι ένας πολυγραφότατος, αεικίνητος και συνεχώς τελών εν εγρηγόρσει συγγραφέας. Αφού, πέρα από τη συχνή παρουσία του στον ημερήσιο Τύπο, μέσα σε δέκα χρόνια, έχει εκδώσει έξι λογοτεχνικά βιβλία, τέσσερα πεζογραφικά και δύο ποιητικά. Τα πεζογραφικά του έργα προηγήθηκαν των ποιητικών. Η πρώτη ποιητική συλλογή του εκδόθηκε το 2019 και η δεύτερη το 2020. Παρουσιάζοντας το πρώτο του ποιητικό βιβλίο από αυτήν εδώ τη στήλη εξέφραζα τη βεβαιότητα: «Είμαι σίγουρος ότι ο Κ.Σ. θα επανέλθει ποιητικά ξανά και ξανά, όπως επανήλθε πεζογραφικά επανειλημμένα…». (‘Φ’ 1.7.2019)

Όπερ και εγένετο! Ο λογοτέχνης είναι πολυγράφος, πειραματικός, ανήσυχος, ακούραστος, πληθωρικός στις εκδοτικές του καταθέσεις. Τα δε κείμενά του, πεζά και ποιητικά, είναι κατά βάση ευσύνοπτα και λιτά με μινιμαλιστική αισθητική και στυλ. 

 

Η νέα συλλογή του Κ.Σ., υπό τον τίτλο «Αγάπες και ενοχές» αρχίζει με μια ενότητα από ποιητολογικά ποιήματα. Ο ορισμός της ποίησης γίνεται μέσα από την οπτιμιστική ματιά του ποιητή, που ατενίζει το μέλλον με αισιοδοξία και δυναμισμό: « …η εξουσία των λέξεων / μύρο και φως / να αναβλύζει». (σελ. 11)

Στη συνέχεια ο Κ.Σ. πραγματεύεται τη σχέση της ποίησης με τη μνήμη, που είναι μια σχέση στοργική, γεμάτη θαλπωρή και αναζωογονητική δύναμη: «Η ποίηση ποτέ δεν βιάζεται / το βαγόνι της ζωής να προλάβει. / Βουβό το βλέμμα / στις ράγες παραμελημένης μνήμης / μπορεί και ανασαίνει». (σελ. 12) Εξάλλου, η μνήμη πάντα είναι τροφός της ποίησης, ακόμα και όταν δεν είναι αγαθή, αλλά και όταν είναι ασθενής.

Ιδού πως ο Κ.Σ. θεματοποιεί την υποψία ή μάλλον την υποδόρια ανησυχία για τη ματαιοπονία που εμπερικλείει το όποιο εγχείρημα ποιητικής πραγμάτωσης. Η ανασφάλεια που νιώθει κάθε δημιουργός, κάθε φορά που επιχειρεί να μετουσιώσει ποιητικά τις σκέψεις και τα συναισθήματά του. Αφού τα πάντα μοιάζουν ήδη να έχουν λεχθεί κατά κόρον, υπάρχει η ανάγκη μιας δικαιολογίας: « …να πεις πως δεν ήσουνα εσύ ο ένοχος / μα οι συνθήκες / που σε περισυνέλλεξαν / γυμνό και ανέστιο / σε ωκεανούς πολυφορεμένων στίχων». (σελ. 15)

Ακόμη μια ποιητολογική αναφορά ωριμότητας. Αυτή τη φορά για την ανάγκη της συμπύκνωσης, της λιτότητας και της αφαίρεσης στον ποιητικό λόγο: «Φλύαρες ιδέες / ταπεινά μαζεύονται / σαν ώριμη, μεστή γραφή / που στολίδια ξεφορτώνεται…». (σελ. 17) Μα και η γραφή του Κ.Σ. βελτιώνεται συνεχώς. Κι αυτό διότι προσπαθεί συνεχώς. Και η προσπάθεια αποφέρει αποτέλεσμα.

Ακολούθως, σε μια ευρύτερη δημοσιολογική νύξη, ο ποιητής αναφέρεται και στις περιπτώσεις όπου ο πολίτης επιλέγει την άγνοια αντί της γνώσης, προφυλάσσοντας έτσι εαυτόν από τις κακοτοπιές. Εδώ, στην κριτική προσέγγιση ενσταλάζεται και μια δόση πικρής ειρωνείας: «Μ’ αλλεπάλληλες στρώσεις σουβά, μπογιάς / και προληπτικής άγνοιας φροντίσαμε / τα δυνατά χτυπήματα στον τοίχο μας / να μην φτάσουν ποτέ στα δικά μας αυτιά». (σελ. 20)

Ο Κ.Σ. είχε πάντοτε την έφεση στην κριτική δημοσιολογικής υφής. Οι κρίσεις του, κατά κύριο λόγο, αφορούν το κοινωνικό γίγνεσθαι στο αστικό τοπίο. Ψέγει, επικρίνει, κατακρίνει ανοικτά τα όσα αρνητικά εντοπίζει στον κοινωνικό ιστό. Και η ματιά του, την ίδια ώρα, διακρίνεται και από μια καθολικότητα: « …η πολιτεία χρεωκοπημένη και αναιδής / στη ραστώνη της θλίψης της / βουλιάζει ολοένα». (σελ. 22)

Το ευσύνοπτο δεν είναι πάντα και αποφθεγματικό. Ωστόσο, εκεί όπου η λιτότητα διασταυρώνεται με την πυκνότητα, το ποιητικό αποτέλεσμα είναι επιτυχές. Οι υπαρξιακές αναζητήσεις αποτελούν πάντοτε βασική συνιστώσα της ποιητικής κάθε δημιουργού. Και ο Κ.Σ. δεν αποτελεί εξαίρεση: «Τίποτα πιο νοσταλγικό από την αρχή / τίποτα πιο ειρηνικό από το τέλος του κύκλου». (σελ. 39)

Οι αλήθειες που αναδεικνύει μέσα από την ποίησή του ο Κ.Σ. είναι απλές. Μοιάζουν απλοϊκές αλλά δεν είναι. Διότι, ακόμα και οι αυτονόητες αλήθειες, χρήζουν αισθητικής μετάπλασης, ποιητικής μετουσίωσης. Εδώ μια απλή, λιτή, αλλά την ίδια ώρα και βαθιά, ανάγνωση της αγάπης: «Σε περιμένω. / Χαμηλά βρίσκομαι / και σε περιμένω… / …Δεν είναι έτσι η αγάπη; / Μια κατάβαση / ένα βλέμμα που κατηφορίζει;». (σελ. 47)

Ο ποιητής επιλέγει μια υπαρξιακή κατακλείδα για την ολοκλήρωση της συλλογής του. Μια κατακλείδα με φιλοσοφική προδιάθεση και μεταφυσικό υπόβαθρο. Το αρχέγονο ερώτημα, του σώματος και της ψυχής, απαντάται με απλότητα και ευθύτητα, ως εξής: «Το σώμα ανθεκτικό / σαν αιωνόβιο δέντρο που βαθαίνει στον ίσκιο μας. / Πάψε όμως μονάχα αυτό να εμπιστεύεσαι. / Η ψυχή μόνο γνωρίζει τις ατέλειες». (σελ. 52)

Συνολικά, εκτιμώ ότι στην ποίηση του Κ.Σ. παρατηρείται μια σταδιακή ωρίμανση και εμβάθυνση, που έχει περισσότερο να κάμει με τη νοηματοδότηση και το περιεχόμενο των στίχων του, παρά με τη φόρμα και το τεχνοτροπικό του στυλ. Θεωρώ ότι σταδιακά θα επέλθουν βελτιωτικές αλλαγές τόσο στις υφολογικές προσεγγίσεις,  όσο και στους συμβολισμούς, αλλά και τις τεχνικές του ποιητή. Κι αυτό διότι έχουμε να κάνουμε μ’ ένα δημιουργό επίμονο, εργασιομανή και πολυγράφο.

[email protected]