Το Διοικητικό Δικαστήριο επικύρωσε την απόφαση του Ιατρικού Συμβουλίου Κύπρου, με την οποία ανακλήθηκε η αναγνώριση του τίτλου ειδικότητας δύο αδελφών γιατρών από τη Λευκορωσία. Αρχικά το Ιατροσυμβούλιο είχε αναγνωρίσει στις 19/2/2015 μετά την κατάθεση πιστοποιητικών, την ειδικότητα των δύο γυναικών ως γενικών γιατρών.
 
Όμως, μετά από καταγγελία του συζύγου της μίας ότι δεν ήταν στη Λευκορωσία κατά τις συγκεκριμένες ημερομηνίες που είχε δηλώσει ότι παρακολουθούσε τη μεταπτυχιακή της εκπαίδευση, αλλά στην Κύπρο και υποστήριξε μάλιστα ότι και οι δύο είχαν εγκυμοσύνες και τοκετούς στην Κύπρο, το Ιατροσυμβούλιο απέστειλε την καταγγελία στην Αστυνομία που σχημάτισε ποινικό φάκελο. Προέβη επίσης και σε άλλες ενέργειες, όπου επιβεβαιώθηκε η αυθεντικότητα των τίτλων σπουδών των δύο αιτητριών. Τελικά, το Ιατροσυμβούλιο αφού άκουσε τις δύο αιτήτριες, τους γυναικολόγους που τους εξέταζαν στην Κύπρο και γείτονές τους, αποφάσισε να ανακαλέσει την αναγνώριση ειδικότητας στις δύο αδελφές, με επιστολή του ημερομηνίας 30/1/2019. Ως αποτέλεσμα της απόφασης αυτής καταχώρησαν προσφυγή προσβάλλοντάς την.  
 
Στο δικαστήριο ο συνήγορος των αιτητριών υποστήριξε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη κατά πλάνη περί τον Νόμο και καθ’ υπέρβαση εξουσίας, αφού κατά τον ισχυρισμό ελήφθη στη βάση του άρθρου 12 του περί Εγγραφής Ιατρών Νόμου, Κεφ. 250, το οποίο εφαρμόζεται στις περιπτώσεις που εγγεγραμμένος ιατρός έχει καταδικαστεί για οποιοδήποτε αδίκημα το οποίο αποτελεί αδίκημα ηθικής αισχρότητας, που δεν είναι η περίπτωση, ή κριθεί ότι είναι ένοχος ατιμωτικής ή επονείδιστης συμπεριφοράς, όπου το Ιατρικό Συμβούλιο μπορεί να διατάξει τη διαγραφή του ιατρού από το Μητρώο Ιατρών.
 
Κατά την εισήγηση, πουθενά στις διατάξεις τού εν λόγω άρθρου, στο οποίο στηρίχθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση δεν προδιαγράφεται η δυνατότητα ανάκλησης ειδικότητας και συνεπώς, η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί. Ισχυρίστηκε επίσης ότι το Ιατροσυμβούλιο ενήργησε ως ερευνητική/ ανακριτική αρχή και ταυτόχρονα ήταν κατήγοροι και τελικά οιονεί δικαστικό όργανο εκδίκασης της υπόθεσης.
 
Στην απόφασή του το Διοικητικό Δικαστήριο τόνισε ότι ενώπιον του Ιατρικού Συμβουλίου παρουσιάστηκαν γεγονότα που δημιουργούσαν αμφιβολίες αναφορικά με την τήρηση, εκ μέρους των αιτητριών, του χρόνου εκπαίδευσης που απαιτείται εκ των σχετικών Κανονισμών να συμπληρωθεί, προκειμένου να αναγνωριστεί τίτλος ιατρικής ειδικότητας. «Είναι ξεκάθαρο από τα ενώπιόν μου στοιχεία, αναφέρεται, ότι το Ιατρικό Συμβούλιο προέβη σε διερεύνηση, όχι της γνησιότητας του τίτλου ειδικότητας, που δεν ήταν άλλωστε εντός της εξουσίας του Συμβουλίου, αλλά ανάρμοστης συμπεριφοράς εκ μέρους των αιτητριών, οι οποίες ουσιαστικά δεν είχαν συμπληρώσει τον απαιτούμενο εκ της εθνικής νομοθεσίας χρόνο εκπαίδευσης για απόκτηση της
 
ειδικότητας, αφού είχαν παρουσιάσει βεβαίωση από εκπαιδευτικό ίδρυμα ότι βρίσκονταν στη Λευκορωσία για πρακτική εξάσκηση για την απόκτηση της ειδικότητας, ενώ από στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν του, βρίσκονταν στην Κύπρο για μεγάλα εξ αυτών χρονικά διαστήματα».
Προστίθεται επίσης ότι ενώ το Ιατροσυμβούλιο ζήτησε από τις αιτήτριες όπως προσκομίσουν στοιχεία που να αποδεικνύουν τους ισχυρισμούς τους ότι η φοίτησή τους για απόκτηση της ειδικότητάς τους, ήτο συνεχής και πλήρης, όπως την είχαν παρουσιάσει στις αιτήσεις που υπέβαλαν για αναγνώριση ειδικότητας, αφού από την έρευνα την οποία διεξήγαγαν οι καθ’ ων η αίτηση και από τα στοιχεία που έλαβαν από το Τμήμα Αρχείου Πληθυσμού και Μετανάστευσης, όσο και από την Αστυνομία, προέκυπτε η συμπλήρωση μόνον επτά μηνών εκπαίδευσης, αντί τεσσάρων ετών. «Κανένα όμως στοιχείο δεν παρουσιάστηκε από τις αιτήτριες που να αποδεικνύει το αντίθετο και/ή τους ισχυρισμούς τους, παραμένοντας ουσιαστικά αυτοί μετέωροι».
 
Περαιτέρω, το δικαστήριο διαπιστώνει ότι οι αιτήτριες έτυχαν μίας καθόλα δίκαιης δίκης, αφού ζητήθηκε η διερεύνηση των γεγονότων που εκτίθεντο στη γραπτή καταγγελία που είχε υποβληθεί εναντίον τους και είχαν την ευκαιρία να θέσουν διά ζώσης τις θέσεις τους και να δώσουν εξηγήσεις σε σχέση με γεγονότα και άλλα δεδομένα, με την υποστήριξη του δικηγόρου τους, ενώ αδυνατούσαν να προσκομίσουν στοιχεία ικανά που να αποδεικνύουν τους ισχυρισμούς τους.
 
Πηγή: Φιλελεύθερος