Η παραχώρηση πληρεξουσίου εγγράφου αποτελεί σημαντική πράξη, η οποία πρέπει να γίνεται με πολλή φειδώ και για συγκεκριμένο σκοπό, ώστε να αποφεύγεται η τυχόν χρήση του για την αφαίρεση ακίνητης ιδιοκτησίας από το πρόσωπο που το έδωσε χωρίς τη γνώση, εντολή και συγκατάθεσή του. Το Κτηματολόγιο αποδέχεται δήλωση μεταβίβασης δι’ αντιπροσώπου, εφόσον το πληρεξούσιο, εάν υπογράφτηκε στην Κύπρο, φέρει τη σφραγίδα και υπογραφή πιστοποιούντα υπαλλήλου ή του κοινοτάρχη ή εάν υπογράφτηκε στο εξωτερικό, φέρει τη σφραγίδα προξενικού υπαλλήλου της Δημοκρατίας ή άλλης χώρας της Ε.Ε. ή άλλου αρμόδιου προσώπου του οποίου η υπογραφή επικυρώνεται – apostille. Όπου η μεταβίβαση ιδιοκτησίας επιτυγχάνεται με πλαστό πληρεξούσιο έγγραφο, ο ιδιοκτήτης βρίσκεται σε δεινή θέση, αφού θα πρέπει να αποδείξει ότι η φερόμενη υπογραφή στο πληρεξούσιο έγγραφο δεν είναι δική του, αλλά ότι υπήρξε πλαστογραφία. Για να αποσείσει το βάρος απόδειξης ότι το πληρεξούσιο είναι πλαστό, εκτός από τη δική του μαρτυρία, πρέπει να προσκομίσει μαρτυρία εμπειρογνώμονα εκπαιδευμένου δικαστικής γραφολογίας που να τεκμηριώνει ότι η υπογραφή δεν είναι γνήσια. Συνήθως, ο ενδιαφερόμενος αποτείνεται στη γραφολογική υπηρεσία της Αστυνομίας που ασχολείται ειδικά με το θέμα και η επίλυση τέτοιας διαφοράς μπορεί να πάρει αρκετά χρόνια.

Η απόφαση που εξέδωσε ο δικαστής κ. Κ. Κωνσταντίνου ημερ.26.6.2020 είναι χαρακτηριστική της δύσκολης θέσης που βρίσκεται ο ιδιοκτήτης, ο οποίος ήγειρε αγωγή το 2010 και αξίωνε ότι η μεταβίβαση τού διαμερίσματός του στον εναγόμενο ήταν άκυρη και παράνομη, διάταγμα επανεγγραφής του διαμερίσματος στο όνομά του και ακύρωσης της υποθήκης που επακολούθησε της μεταβίβασής του. Συγκεκριμένα, ο ιδιοκτήτης ισχυριζόταν ότι η μεταβίβαση και εγγραφή του διαμερίσματος στο όνομα του εναγόμενου επιτεύχθηκε με τη χρήση πλαστού πληρεξουσίου εγγράφου, εν αγνοία και χωρίς τη συγκατάθεσή του. Το πληρεξούσιο έγγραφο, όπως ισχυριζόταν, ήταν άκυρο με βάση τον ισχύοντα τότε νόμο, αφού ο πιστοποιών υπάλληλος που πιστοποίησε σε αυτό την πλαστογραφημένη υπογραφή του δεν ήταν προσωπικά γνωστός του και το πληρεξούσιο δεν έφερε την υπογραφή δύο μαρτύρων. Ο εναγόμενος ισχυριζόταν ότι αγόρασε το διαμέρισμα με πωλητήριο έγγραφο, το οποίο υπέγραψε ο πατέρας του ως πληρεξούσιος αντιπρόσωπος του ιδιοκτήτη και του το μεταβίβασε αντί δηλωμένου τιμήματος πώλησης και διατείνετο ότι ήταν καλόπιστος αγοραστής. Ταυτόχρονα, το διαμέρισμα υποθηκεύτηκε για μεγαλύτερο ποσό προς εξασφάλιση ισχυριζόμενου στεγαστικού δανείου του εναγόμενου.

Το Δικαστήριο αποδέχθηκε τη μαρτυρία του ιδιοκτήτη, όπως και του γραφολόγου της Αστυνομίας, κρίνοντας ότι η μεταβίβαση του διαμερίσματος στο όνομα του εναγόμενου είναι άκυρη και παράνομη, το διαμέρισμα θα πρέπει να επανεγγραφεί στο όνομα του ενάγοντα ως του πραγματικού ιδιοκτήτη του και την ίδια τύχη θα έχει και η υποθήκη δυνάμει της οποίας ο εναγόμενος κατά τη μεταβίβαση του διαμερίσματος το υποθήκευσε προς όφελος της τράπεζας. Το Δικαστήριο απέρριψε τη θέση του εναγόμενου ότι αγόρασε το διαμέρισμα καθ’ όλα νόμιμα από τον νόμιμο αντιπρόσωπο του ιδιοκτήτη δυνάμει έγκυρου πληρεξουσίου εγγράφου, το οποίο δήθεν υπέγραψε ο ιδιοκτήτης ενώπιον πιστοποιούντα υπαλλήλου. Για την αξίωσή του ότι κατέβαλε το χρέος του ιδιοκτήτη στην τράπεζα πριν τη μεταβίβαση, το Δικαστήριο τόνισε ότι ο εναγόμενος ενέταξε την καταβολή του χρέους ως μέρος της ενιαίας εκδοχής του ότι όλα έγιναν σύννομα, η οποία όμως αποδείχθηκε αναξιόπιστη, κατασκευασμένη και ψευδής. Παρέπεμψε στη νομολογία που αναφέρει ότι «ένας διάδικος, ο οποίος απευθύνεται στο δικαστήριο προτείνοντας και προωθώντας μια πλαστή εκδοχή, σε περίπτωση απόρριψης της εκδοχής αυτής, δεν μπορεί να επιζητεί απονομή δικαιοσύνης σε βάση άλλη από εκείνη που κάλεσε το Δικαστήριο να αποδεχθεί».

Ο εναγόμενος, όπως αναφέρεται στην απόφαση, προώθησε τη θέση ότι απέκτησε το διαμέρισμα του ενάγοντα καθ’ όλα νόμιμα, δυνάμει έγκυρης σύμβασης, την οποία συνήψε με τον ενάγοντα μέσω του πληρεξουσίου αντιπροσώπου του δυνάμει του επίμαχου πληρεξουσίου εγγράφου και ότι σε αυτό το πλαίσιο κατέβαλε το ποσό που αξίωνε εναντίον του ιδιοκτήτη. Ωστόσο, εκείνο που αποδείχθηκε είναι ότι απέκτησε τον τίτλο ιδιοκτησίας του ακινήτου με δόλο και ότι κατέβαλε το συγκεκριμένο ποσό για να καλύψει το δόλο του. Με αυτά ως δεδομένα, το Δικαστήριο αδυνατούσε να αντιληφθεί επί τη βάσει ποιας αρχής δικαίου νομιμοποιείται ο εναγόμενος να επιζητεί την προστασία του Δικαστηρίου και αποκατάσταση, για οποιοδήποτε ποσό κατέβαλε, από τη στιγμή που η ενέργειά του αποτελεί μέρος της όλης δόλιας συμπεριφοράς του σε βάρος της περιουσίας του ενάγοντα και εξέδωσε τα διατάγματα.

*Δικηγόρος στη Λάρνακα