Οι μικροί αριθμοί κρουσμάτων δεν πρέπει να μας επαναπαύουν, τονίζει μιλώντας στον «Φ» ο επίκουρος καθηγητής Παθολογίας στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου, Κωνσταντίνος Τσιούτης. «Ούτε το καλοκαίρι πρέπει να μας επαναπαύσει» προσθέτει και σημειώνει πως «οι αριθμοί, αν και μικροί, μας δείχνουν ότι έξω στην κοινωνία ίσως να υπάρχουν δεκάδες έως εκατοντάδες αδιάγνωστα κρούσματα». Για την επιστροφή μαθητών και εκπαιδευτικών στα σχολεία, αναφέρει ότι ο σχεδιασμός πρέπει να είναι «πολύ σοβαρός». Υπογραμμίζει το γεγονός ότι ο κίνδυνος διασποράς του κορωνοϊού στα σχολεία είναι υπαρκτός και προειδοποιεί λέγοντας πως «και μηδενικά κρούσματα να έχουμε κάποιες μέρες, δεν σημαίνει ότι ο κορωνοϊός έχει εξαφανιστεί από την Κύπρο».

«Αυτό που έχουμε καταφέρει μέχρι σήμερα, ήταν να περιορίσουμε επιτυχώς τη διασπορά του κορωνοϊού και βεβαίως αυτό επιτεύχθηκε εξαιτίας των περιοριστικών μέτρων και της πειθαρχίας που είδαμε τις προηγούμενες εβδομάδες. Ωστόσο, δεν σημαίνει ότι δεν εξακολουθεί να υπάρχει διασπορά στην κοινότητα, γι’ αυτό και κατά τη δική μου άποψη αυτή η περίοδος που διανύουμε τώρα είναι ίσως η πιο κρίσιμη. Βγαίνουμε από τους περιορισμούς και πρέπει να είμαστε προσεκτικοί. Κρίσιμη είναι και η δεύτερη φάση των χαλαρώσεων, την οποία θέλουμε να ξεκινήσουμε με χαμηλή εγχώρια μετάδοση γιατί αυτό θα δώσει και σ’ εμάς και στην κυβέρνηση μεγαλύτερη ελευθερία κινήσεων», είπε και εξήγησε ότι «θα πρέπει να περάσουν τουλάχιστον πέντε με επτά μέρες μετά την πρώτη ημέρα των χαλαρώσεων, δηλαδή πριν τις 10-11 Μαΐου δεν θα έχουμε εικόνα για τη μετάδοση του κορωνοϊού κατά την πρώτη φάση. Από τις 10-11 Μαΐου θα αρχίσουμε να βλέπουμε κάποια πράγματα και ολοκληρωμένα θα έχουμε εικόνα σε δύο εβδομάδες».

«Πρέπει να αντιληφθούμε ότι με τα τωρινά δεδομένα, ο κορωνοϊός, ναι, έχει έρθει για να μείνει. Μην επαναπαυόμαστε ότι έρχεται το καλοκαίρι και θα εξαφανιστεί ο κορωνοϊός. Δεν έχουμε ενδείξεις που να δείχνουν αυτό το πράγμα. Οι περισσότερες ενδείξεις, αντίθετα, δείχνουν ότι και το καλοκαίρι θα υπάρχει και το φθινόπωρο θα υπάρχει μια νέα έξαρση κρουσμάτων, και μάλιστα το φθινόπωρο υπάρχει το ενδεχόμενο να είναι και χειρότερα, γιατί θα έχουμε και όλες τις εποχικές ιογενείς λοιμώξεις μαζί». Αυτό που κάνουμε τώρα, «όχι μόνο ως Κύπρος αλλά όλα τα κράτη και επιστρέφουμε στην κανονικότητα, είναι σαν μια πιλοτική δοκιμασία. Δοκιμάζουμε να δούμε πώς μπορούμε να επανέλθουμε ώστε και η κοινωνία και η Πολιτεία να μην πληγεί τόσο πολύ, ούτως ώστε να είμαστε ακόμα πιο έτοιμοι μετά τη δοκιμή και τα αποτελέσματά της για το Φθινόπωρο».
 
«Το θέμα των σχολείων το βάλαμε σε “παύση”»

Σχολιάζοντας την απόφαση για την επιστροφή των μαθητών στα σχολεία, ο κ. Τσιούτης ανέφερε ότι «Είχαμε συζητήσει και το θέμα των σχολείων, και το είχαμε βάλει σε “παύση” μέχρι να πλησιάσει η δεύτερη φάση, ούτως ώστε να δούμε πώς θα πάνε και τα υπόλοιπα μέτρα.
Συμφωνήσαμε για τη Γ’ Λυκείου, όπου εκεί μιλάμε ουσιαστικά για ενήλικες που μπορούν να συμμορφωθούν με τα μέτρα. Θα επανέλθουμε σε αυτό το θέμα ως επιστημονική ομάδα τώρα, διότι καταλαβαίνετε ότι όλες οι αποφάσεις για τη χαλάρωση των μέτρων λαμβάνονται από την κυβέρνηση. Η εισήγηση μας ήταν ότι θα το δούμε για τη δεύτερη φάση και όχι πριν από αυτό, και βάσει του τι θα παρατηρηθεί στις άλλες χώρες. Δεν καταλήξαμε σε ναι ή όχι. Είπαμε ότι αν θα μελετηθεί, θα μελετηθεί όσο πλησιάζουμε τις 21 Μαΐου, ούτως ώστε να έχουμε και πιο πολλά δεδομένα μπροστά μας».

Σε σχέση με τους κινδύνους που ενδεχομένως να υπάρχουν από την επιστροφή χιλιάδων μαθητών και εκπαιδευτικών στα σχολεία, εξήγησε πως «τα παιδιά κάνουν επί το πλείστον ασυμπτωματική ή με ήπια συμπτώματα νόσο, αλλά το πόσο μεταδίδουν και για το πόσο μεγάλα διαστήματα, οι διάφορες ενδείξεις που υπάρχουν έχουν αντικρουόμενα δεδομένα. Κάποιες μεγάλες επιδημιολογικές σειρές που έγιναν για παράδειγμα στην Ισλανδία και κάποιες περιοχές της Ιταλίας, έδειξαν ότι δεν υπήρχαν παιδιά που να ήταν έστω φορείς του ιού. Σε άλλες μελέτες, είχαμε παιδιά να μεταδίδουν τον ιό για δύο μέχρι και τρεις εβδομάδες. Νομίζω ότι η ουσία αυτού είναι ότι τα παιδιά είναι δυνητικά φορείς και μεταδότες του ιού και γι’ αυτό θα πρέπει να εφαρμόζονται τα μέτρα υγιεινής».

Ανησυχία για ευάλωτα μέλη της οικογένειας

Ο ίδιος προσωπικά, είπε συνεχίζοντας ο κ. Τσιούτης, θα ανησυχούσε «περισσότερο για την επαφή των παιδιών με τις γιαγιάδες και τους παππούδες τους ή άλλα μέλη της οικογένειας τους που ανήκουν στις ευάλωτες ομάδες. Το μεγάλο πρόβλημα είναι τα παιδιά εάν κολλήσουν, να μην μεταδώσουν τον ιό στους ευάλωτους μέσα στην οικογένεια τους και εκεί έχουμε παρατηρήσει από τη βιβλιογραφία ότι συμβαίνει το μεγαλύτερο ποσοστό της μετάδοσης». Γι’ αυτό, πρόσθεσε, «πρέπει να γίνει πάρα πολύ σοβαρός σχεδιασμός για τα σχολεία. Είναι όντως πάρα πολύ ιδιαίτεροι ως χώροι και τα παιδιά είναι μια πολύ ιδιαίτερη ομάδα διότι τα μικρά παιδιά δεν συμμορφώνονται και τόσο πολύ με τα μέτρα υγιεινής, οι μάσκες δεν έχουν ένδειξη για τις πολύ μικρές ηλικίες, επομένως εκεί πρέπει να υπάρχει αυστηρή τήρηση των αποστάσεων».

Προβληματισμός για τις μικρότερες ηλικίες

Σε ό,τι αφορά το άνοιγμα των σχολείων και τις προτάσεις της Επιστημονικής Επιτροπής, ο Κωνσταντίνος Τσιούτης αναφέρει: «Είχαμε κάνει εισήγηση για την Γ’ Λυκείου, διότι δεν νομίζω να υπάρξει πρόβλημα με τη συμμόρφωση αυτών των μαθητών στα μέτρα. Το θέμα είναι ο σωστός προγραγραμματισμός και η σωστή τήρηση των μέτρων με κατάλληλες οδηγίες. Ο προβληματισμός είναι για τις μικρότερες ηλικίες, σε επίπεδο Νηπιαγωγείου και Δημοτικού. Έγινε μια ευρεία συζήτηση με ανταλλαγή απόψεων. Είναι πολιτική απόφαση. Αυτό που είπαμε είναι ότι τέλος Απριλίου δεν είχαμε αρκετά δεδομένα για να κάνουμε σύσταση αν πρέπει ή όχι να ανοίξουν τα σχολεία. Ακόμη δεν έχουμε αρκετά δεδομένα και αν θα εφαρμοστεί θα πρέπει να ετοιμαστεί πλάνο για τα μέτρα προστασίας. Πρέπει να έχουμε ενώπιον μας όλα τα επιδημιολογικά δεδομένα, να γίνει αξιολόγηση. Πρέπει να γίνει πολύ σοβαρός σχεδιασμός».