Απορρίφθηκε σήμερα από το Διοικητικό Δικαστήριο η προσφυγή της εταιρείας ΟΣΥΠΑ (αστικά λεωφορεία Πάφου) κατά την απόφασης του Συμβουλίου Προσφορών του Υπουργείου Μεταφορών με την οποία είχε απορρίψει την προσφορά της εταιρείας με την οποία διεκδικούσε να αναλάβει τις νέες συμβάσεις μεταφορών για την περίοδο  2020-2030.

Οι προσφορές προκηρύχθηκαν στις 23.7.2019 και υποβλήθηκαν στις 25.10.2019.  Η εταιρεία είχε υποβάλει με την προσφορά της τραπεζική εγγύηση συμμετοχής που έληγε στις 25.12.2019, αντί στις 25.12.2020 που καθόριζαν οι όροι του διαγωνισμού. Είχε δηλαδή διάρκεια ισχύος 2 αντί 14 μήνες. Η Επιτροπή Αξιολόγησης και ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Μεταφορών εισηγήθηκαν κατακύρωση της προσφοράς στον ΟΣΥΠΑ, θέση με την διαφώνησε το Συμβούλιο Προσφορών το οποίο, υιοθετώντας τη θέση των παρατηρητών του, δηλαδή του Γενικού Εισαγγελέα, του Γενικού Ελεγκτή και της Γενικής Λογίστριας, κατέληξε στο ότι ο όρος για την εγγυητική είναι ουσιώδης και συνεπώς η προσφορά του ΟΣΥΠΑ θα έπρεπε να απορριφθεί.

Στην αγόρευση τους, οι δικηγόροι του ΟΣΥΠΑ ισχυρίστηκαν ότι ο Γενικός Ελεγκτής είναι προκατειλημμένος εναντίον της εταιρείας και ότι αναρμοδίως συμμετείχε στη διαδικασία. Υποστήριξαν επίσης, ότι η απόκλιση στη διάρκεια ισχύος της εγγυητικής ήταν επουσιώδης και ότι, αφ’ ης στιγμής η Επιτροπή Αξιολόγησης τους ζήτησε να προσκομίσουν διορθωμένη εγγυητική, το Συμβούλιο Προσφορών δεσμευόταν από την πράξη αυτή στο πλαίσιο της αρχής της «καλής πίστης».

Στη μακροσκελή απόφαση του ο Δικαστής Φίλιππος Κωμοδρόμος απέρριψε καθ’ ολοκληρία όλους τους ισχυρισμούς των αιτητών. Όπως εξήγησε, τα στοιχεία που προσκόμισαν οι αιτητές  συνίστανται σε αντίγραφα δημοσιευμάτων στον ημερήσιο τύπο, αντίγραφα από δημοσιεύσεις σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αντίγραφα αλληλογραφίας και άλλων εγγράφων, τα οποία δεν προκύπτει να σχετίζονται, τουλάχιστον άμεσα και/ή ευθέως, με την υπό εξέταση υπόθεση. Όπως εξήγησε ο δικαστής, σύμφωνα με τον Κανονισμό 19 της Κ.Δ.Π. 201/2007, ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, ο Γενικός Ελεγκτής της Δημοκρατίας και ο Γενικός Λογιστής της Δημοκρατίας ή ο εκπρόσωπος εκάστου εξ’ αυτών, «έχουν δικαίωμα να παρακάθονται στις συνεδρίες των Συμβουλίων Προσφορών, των Επιτροπών Αξιολόγησης και των Διαχειριστικών Επιτροπών ως παρατηρητές, να εκφράζουν τις απόψεις τους και να ζητούν όπως αυτές καταγράφονται, ανάλογα με την περίπτωση, στα τηρούμενα πρακτικά ή στην έκθεση αξιολόγησης». Ο Δικαστής υποδεικνύει και τα εξής: «Εξετάζοντας προσεκτικά το πρακτικό της συνεδρίας του Συμβουλίου Προσφορών, ημερομηνίας 28.11.2019 διαπιστώνω, εν πρώτοις, ότι στην εν λόγω συνεδρία δεν παρέστη ο ίδιος ο Γενικός Ελεγκτής, αλλά εκπρόσωπος της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, το όνομα του οποίου καταγράφεται στο εν λόγω πρακτικό ως παρατηρητή (όπως και της εκπροσώπου του Γενικού Λογιστηρίου) και ο οποίος, με την έναρξη της συνεδρίας, έδωσε τη γραπτή θέση της Υπηρεσίας. Το υπό αναφορά έγγραφο, με τίτλο «ΘΕΣΗ ΕΛΕΓΚΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ» σαφώς και δεν συνιστά γνωμοδότηση, ως ισχυρίζονται οι αιτητές, αλλά έγγραφο με την καταγραφή των θέσεων και/ή απόψεων της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, το οποίο και αποτελεί μέρος των πρακτικών της συνεδρίας. Εξάλλου, δεν αποτελεί άγνωστη πρακτική η κατ’ αυτό τον τρόπο καταγραφή θέσης στα πρακτικά μιας συνεδρίας συλλογικού οργάνου, ήτοι με την υποβολή γραπτού σημειώματος και/ή εγγράφου, στο οποίο να καταγράφονται οι θέσεις και απόψεις μιας Υπηρεσίας. Ούτε βεβαίως και απαγορεύεται στο περιεχόμενο των εν λόγω θέσεων, ενδεχομένως προς επίρρωσή τους, να περιλαμβάνεται και η διατύπωση νομικής άποψης, ως διατείνονται ουσιαστικά οι αιτητές, ενώ σε καμία περίπτωση αυτό, δηλαδή η διατύπωση νομικής θέσης και/ή άποψης, δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως άσκηση δικηγορίας, ως ο ισχυρισμός των αιτητών. Στη βάση του συνόλου των ενώπιον μου στοιχείων, κρίνω ότι ο συγκεκριμένος ισχυρισμός των αιτητών περί έλλειψης αμεροληψίας δεν στοιχειοθετείται και σε κάθε περίπτωση δεν θεμελιώνεται επαρκώς, κατέληξε ο δικαστής για το θέμα αυτό.

Ως προς το θέμα της εγγυητικής, το δικαστήριο επισημαίνει ότι η απόφαση της Επιτροπής Αξιολόγησης, δεν ακολουθήθηκε από το Συμβούλιο Προσφορών, το οποίο, κρίνοντας ότι η ορθή υποβολή της εγγύησης συμμετοχής θεωρείται ουσιώδης όρος, απέρριψε την προσφορά των αιτητών και δεν προχώρησε στην περαιτέρω εξέτασή της. Αφού παραθέτει εκτενή νομολογία ως προς το τι συνιστά ουσιώδη όρο ενός διαγωνισμού, το δικαστήριο καταλήξει ότι η υποβολή ορθής και/ή έγκυρης εγγύησης συμμετοχής αποτελούσε ουσιώδη όρο του Διαγωνισμού και κακίζει την απόφαση της Επιτροπής Αξιολόγησης να ζητήσει από την εταιρεία διόρθωση της εγγυητικής της.

Ως προς τον ισχυρισμό των αιτητών, ότι το Συμβούλιο Προσφορών δεσμευόταν από την πράξη της Επιτροπής Αξιολόγησης ο δικαστής σημειώνει:

«Δεδομένου λοιπόν του πιο πάνω πλέγματος διατάξεων, είναι σαφές ότι η υπό της Επιτροπής Αξιολόγησης αναζήτηση διευκρινίσεων και η όποια, εντός αυτού του πλαισίου, ληφθείσα απόφαση της Επιτροπής δεν δεσμεύει το Συμβούλιο Προσφορών, το οποίο, κατ’ ενάσκηση της αποφασιστικής του αρμοδιότητας, λαμβάνει την τελική απόφαση επί της ανάθεσης της σύμβασης και έχει την εξουσία να αποκλίνει και να μην κάνει αποδεκτή τη σχετική εισήγηση της Επιτροπής. Διαφορετική ερμηνευτική προσέγγιση, ως αυτή που οι αιτητές εισηγούνται, θα οδηγούσε σε διαπιστώσεις αντίθετες από τα υπό της Κ.Δ.Π. 201/2007 προβλεπόμενα και εύλογα θα ήγειρε το ερώτημα ποιος ο λόγος ύπαρξης του πιο πάνω διαχωρισμού μεταξύ των αρμοδιοτήτων των δυο οργάνων (Επιτροπής και Συμβουλίου), όταν η Επιτροπή θα μπορούσε με τις ενέργειες και/ή τις αποφάσεις της να υποκαταστήσει το Συμβούλιο στην ενάσκηση των δικών του, αποφασιστικών, αρμοδιοτήτων.»

Ως προς το θέμα της παραβίασης της αρχής της καλής πίστης, ο δικαστής Κωμοδρόμος σημειώνει επίσης τα εξής πολύ ενδιαφέροντα:

«Περαιτέρω, ως προς τον ισχυρισμό περί παραβίασης της αρχής της καλής πίστης, αλλά και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου, επισημαίνεται ότι, δεδομένης της ύπαρξης συγκεκριμένου νομοθετικού-κανονιστικού πλαισίου (περιλαμβανομένων και των ουσιωδών όρων του Διαγωνισμού), δυνάμει του οποίου ενήργησαν οι καθ’ ων η αίτηση στην παρούσα περίπτωση, ως έχει εκτεθεί ανωτέρω, η αρχή της καλής πίστης, ναι μεν σκοπεί στον αποκλεισμό της αυθαιρεσίας στη διοικητική λειτουργία, δεν υπερφαλαγγίζει, ωστόσο, και δεν μπορεί να μεταβάλει την αρχή της σύννομης λειτουργίας της Διοίκησης, ώστε να οδηγεί σε καταστρατήγηση της αρχής της νομιμότητας».