Διάβασα το άρθρο του δημοσιογράφου Ανδρέα Παράσχου στην εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ (24/012/19) και στο οποίο ασκεί έντονη κριτική της θέσης του Γενικού Εισαγγελέα επειδή δεν κατονόμασε τα έντυπα που του ασκούν, εργολαβικά, έναν ‘αήθη και ανελέητο πόλεμο’ για τον χειρισμό διαφόρων ποινικών υποθέσεων. Δηλώνω, από την αρχή του παρόντος σημειώματός μου, ότι όλοι μας θα ήμασταν πιο ευτυχείς εάν κατονόμαζε αυτούς που γνωρίζει ή που υπονοεί ότι του ασκούν αυτόν τον αήθη και ανελέητο πόλεμο. Ανεξάρτητα, όμως, η σοβαρότητα των αναφορών ή καταγγελιών του δεν μπορεί να μειωθεί ή να απαξιωθεί, με οιονδήποτε τρόπο, όπως ο κ. Παράσχος –και άλλοι– προσπάθησε να κάνει με το άρθρο του, επειδή δεν κατονόμασε τα έντυπα ή τους πολίτες που τον υποσκάπτουν. 
Η σοβαρότητα των αναφορών του Γενικού Εισαγγελέα δεν μπορεί να υποβαθμιστεί ή να μειωθεί μ’ αυτό το υπεραπλουστευμένο επιχείρημα του δημοσιογράφου ότι, για να είχαν σοβαρότητα και αξιοπιστία τα λεγόμενά του, θα έπρεπε να τους είχε κατονομάσει, αλλιώς, όπως λένε και οι πολιτικοί, μένει έκθετος στο λαό. Ο λαός, όπως κι εσείς, που διαβάζει και παρακολουθεί τα τεκταινόμενα στον δημόσιο βίο μπορεί να υπολογίσει ποιους εννοεί ο Γενικός Εισαγγελέας. Λέτε στο άρθρο σας ότι «προφανώς, ο κ. Κληρίδης θεωρούσε ότι ο δείκτης ευφυΐας όλων ημών των υπολοίπων είναι πολύ κατώτερος του δικού του και πως τα όσα είπε θα τα καταπίναμε αμάσητα». Αντίθετα, ο Γενικός Εισαγγελέας γνωρίζει ότι το IQ του πολίτη είναι υψηλό και μπορεί να κρίνει, με αντικειμενικότητα και χωρίς εμπάθεια, αυτά που δήλωσε. Εσείς που σίγουρα (χωρίς ίχνος ειρωνείας) το IQ σας είναι υψηλό, να θεωρήσω ότι δεν έχετε αντιληφθεί ποιους εννοούσε; Είμαι σίγουρος ότι γνωρίζετε, ως ένας καταξιωμένος, λόγιος, μάλιστα, δημοσιογράφος, αλλά προσπαθείτε, μ’ αυτό το ‘ευλογοφανές’ επιχείρημα ότι όφειλε να τους κατονομάσει, να μειώσετε τη σοβαρότητα και αλήθεια των αναφορών του. Αυτό, όμως, δεν είναι άδικο για το Γενικό Εισαγγελέα; Και τι λέει, άραγε, η δημοσιογραφική δεοντολογία και συνείδησή σας;
Διάβασα τα ερωτήματα που ρητορικά υποβάλατε στον Γενικό Εισαγγελέα και από τα οποία, όμως, εύλογα ο αναγνώστης μπορεί να διακρίνει ότι αφήνουν υπονοούμενα κατά του κ. Κληρίδη. Ένα από τα ερωτήματά σας, αφού αναφέρεστε σε ορισμένα έγγραφα που αφορούν υποθέσεις (FOCUS), είναι εάν «υπήρξε αντίτιμο για να μην πάνε ενώπιον της Δικαιοσύνης». Για να υποβάλλετε τέτοια ερωτήματα, συνειρμικά, μπορεί να υπολογίσει ο αναγνώστης ότι εσείς πρέπει να έχετε απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα και, επομένως, γνωρίζετε, για να ρωτάτε, και το «αντίτιμο» που εισέπραξε για να μην οδηγήσει τις υποθέσεις στο δικαστήριο. Δεν είναι λογικό τότε ο αναγνώστης να σας ρωτήσει, με τη σειρά του, καλά, εσείς, που επικρίνετε τον Γενικό Εισαγγελέα, γιατί δεν λέτε αυτά που γνωρίζετε ώστε να τον εκθέσετε, αλλά, ταυτόχρονα, να μάθουν και οι πολίτες αυτά που ξέρετε; Εάν είναι εκτεθειμένος επειδή δεν κατονομάζει αυτούς που υπονοεί, με τον ίδιο τρόπο, άραγε, δεν είναι και όσοι, που ενώ γνωρίζουν αυτούς που υπονοεί, ποιούν την νήσσαν;
Χωρίς να αμφισβητώ την αξία και επιστημονική κατάρτιση των προηγούμενων Γενικών Εισαγγελέων, οι οποίοι ήταν όλοι εγνωσμένου κύρους νομικές προσωπικότητες και οι οποίοι διαχειρίστηκαν, με επάρκεια, τις, κατά τον ουσιώδη εκείνο χρόνο, υποθέσεις, όπως αυτές προέκυπταν μέσα από το τότε κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον. Οι υποθέσεις, όμως, τις οποίες κλήθηκε ο τωρινός Γενικός Εισαγγελέας να διαχειριστεί ήταν και είναι ασύγκριτα δυσανάλογες σε όγκο, δυσκολία, πολυπλοκότητα, σοβαρότητα και φύση. Αυτή είναι μια αντικειμενική αλήθεια και πραγματικότητα. Ο κ. Κληρίδης κλήθηκε να διαχειριστεί μια πρωτόγνωρη οικονομική κρίση, με κούρεμα καταθέσεων, κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος (Λαϊκή – Συνεργατισμός) διαχείριση μιας πρωτοφανούς σ’ έκταση διαφθοράς σ’ ολόκληρο το οικονομικό και κοινωνικό οικοδόμημα, σε θεσμούς και ‘καταξιωμένους μύθους’ (τραπεζίτες, δημάρχους, βουλευτές κ.ά.) και πολλά άλλα σοβαρότατα ποινικά αδικήματα. Εάν οι νομικές δυσκολίες στην ολοκλήρωση κάποιων ποινικών υποθέσεων και στην προώθησή τους στη Δικαιοσύνη δεν μπορούν να γίνουν κατανοητές και, αυθαίρετα, τους αποδίδεται σκοπιμότητα και ‘αντίτιμο’, τότε, αυτό που μπορεί, επιεικώς, να λεχθεί, σε τέτοιες απόψεις, είναι κακοπιστία. 
Αναμένεται, μέσα στο διεφθαρμένο οικονομικό, τραπεζικό και κοινωνικό περιβάλλον ότι ο κάθε πολίτης, ανεξάρτητα από αξίωμα, θα σεβαστεί τουλάχιστον τους φορείς που τιμούν τον θεσμό που υπηρετούν, τους οποίους ο κάθε πολίτης ή πολίτες γνωρίζουν ποιοι είναι.
 
*Δικηγόρος- [email protected]