Με μια προτροπή δικαστή του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς τη Βουλή για αναθεώρηση του ορισμού του «εικονικού γάμου», το τριμελές Εφετείο ανέτρεψε πρωτόδικη απόφαση με την οποία Ινδός κρίθηκε ένοχος για τέλεση εικονικού γάμου με Ρουμάνα. 
 
Σύμφωνα με τα γεγονότα, ο νεαρός Ινδός ήρθε στην Κύπρο το 2016 ως φοιτητής. Η «νύφη» καταγόταν από τη Ρουμανία και διέμενε μόνιμα στην Κύπρο. Η ίδια παραδέχθηκε ενοχή για την τέλεση του εικονικού γάμου, έναντι αμοιβής 2.000 ευρώ, και της επιβλήθηκε ποινή. Ο Ινδός κρίθηκε ένοχος σε κατηγορίες που είχαν ως πυρήνα την τέλεση εικονικού γάμου, όπως για παράδειγμα η απόπειρα εξασφάλισης άδειας παραμονής στην Κυπριακή Δημοκρατία ως μέλος οικογένειας πολίτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. 
 
Σύμφωνα με τα γεγονότα, ο γάμος τελέστηκε στο Δημαρχείο Λευκωσίας, τον Δεκέμβριο του 2017, δηλαδή περίπου έναν χρόνο μετά την είσοδό του στη Δημοκρατία.
 
Το Ανώτατο Δικαστήριο, εξετάζοντας την έφεση, προέβη σε ανάλυση της νομοθεσίας σύμφωνα με την οποία «“εικονικός γάμος” σημαίνει γάμο ο οποίος τελέστηκε μεταξύ πολίτου της Δημοκρατίας ή αλλοδαπού που διαμένει νόμιμα στην Κυπριακή Δημοκρατία με αλλοδαπό με αποκλειστικό σκοπό την είσοδο και παραμονή του τελευταίου στη Δημοκρατία».
 
Όπως υπέδειξε το Εφετείο, βάσει του νόμου, «το να αποδειχθεί ως αποκλειστικός σκοπός του αλλοδαπού η παραμονή του στη Δημοκρατία δεν είναι αρκετό». Ουσιαστικά, υπεδείχθη ότι πρέπει να αποδειχθεί περαιτέρω ότι σκοπός ήταν η είσοδος στη Δημοκρατία. Υπό αυτά τα δεδομένα, δεν τελείται αδίκημα αν ο αλλοδαπός, γαμπρός ή νύφη, βρισκόταν ήδη στο έδαφος της Δημοκρατίας.
 
Η απόφαση του Εφετείου καταλήγει με ένα σχόλιο του δικαστή Μιχαλάκη Χριστοδούλου, ο οποίος συμμετείχε στη σύνθεση του Εφετείου.
 Όπως σημείωσε, «(…) θεωρώ ότι ο ορισμός αυτός χρήζει επανεξέτασης από τον νομοθέτη. Και αυτό για να αποφευχθούν παράλογα και ενδεχομένως αντινομικά αποτελέσματα –όπως συμβαίνει στην παρούσα περίπτωση– όπου ο ένας εκ των δύο που τέλεσε γάμο να καταδικάζεται κατόπιν παραδοχής ότι τέλεσε εικονικό γάμο, ενώ ο δεύτερος να αθωώνεται λόγω του ορισμού που δίδεται στον “εικονικό γάμο”. Πρέπει επομένως να απασχολήσει το ζήτημα τον νομοθέτη ώστε να επαναδιατυπωθεί ο ορισμός του “εικονικού γάμου” προκειμένου να εκλείψουν παράλογα αποτελέσματα».