«Όχι» είπε το Ανώτατο Δικαστήριο σε έφεση για μείωση της ποινής, που κατατέθηκε από 34χρονο καταδικασθέντα σε δέκα χρόνια φυλάκισης για υπόθεση ναρκωτικών. Ο εφεσείων, ο οποίος βαρύνεται και με τρεις προηγούμενες καταδίκες, είχε παραδεχθεί ενώπιον του Κακουργιοδικείου ενοχή σε έξι αδικήματα, με σοβαρότερο την παράνομη κατοχή κάνναβης με σκοπό την προμήθεια.

Σύμφωνα με τα γεγονότα, όπως αυτά εκτέθηκαν ενώπιον του Κακουργιοδικείου, ο εφεσείων δεν ήταν ο ιθύνων νους στην υπόθεση και εκτελούσε χρέη μεταφορέα των ναρκωτικών, τα οποία δεν ανήκαν σε αυτόν, αλλά σε τρίτους. Συγκεκριμένα, οι έμποροι ναρκωτικών εκμεταλλευόμενοι τον εθισμό του στα ναρκωτικά και την οικονομική του δυσπραγία, του υποσχέθηκαν το ποσό των €200 προς εξασφάλιση της δόσης του για την επίδικη μεταφορά, καθιστώντας τον υποχείριο και πειθήνιο όργανό τους.

Η ποινή εφεσιβλήθηκε ως έκδηλα υπερβολική, λαμβανομένων υπόψη των προσωπικών και οικογενειακών περιστάσεων του εφεσείοντα, ο οποίος είναι συστηματικός χρήστης ναρκωτικών ουσιών και αλκοόλ από την ηλικία των 15 ετών, ενώ προσπάθησε να ακολουθήσει πρόγραμμα απεξάρτησης, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Από σχέση που διατηρούσε απέκτησε ένα παιδί ηλικίας 2,5 ετών με το οποίο δεν φαίνεται να διατηρεί επαφή. Ο αδερφός του, ηλικίας 30 ετών, ενεπλάκη σε δυστύχημα με αποτέλεσμα να καταστεί παραπληγικός, ενώ η μητέρα του έχει υποστεί εγκεφαλικό επεισόδιο, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να εργαστεί και να λαμβάνει κρατικό επίδομα.

Στην αιτιολογία του πρώτου λόγου έφεσης αναφέρθηκε ότι ο προηγούμενος εγκλεισμός του εφεσείοντα στη φυλακή για πάρα πολλά χρόνια δεν οδήγησε στην αναμόρφωση του και κατ’ ουσία η επιβληθείσα τώρα ποινή της δεκαετούς φυλάκισης θα έχει μόνο τιμωρητικό και αποτρεπτικό χαρακτήρα, παρά αναμορφωτικό για τον εφεσείοντα. Αναφέρθηκε επίσης ότι η μακρά φυλάκιση εκφεύγει του διττού σκοπού της ποινής και ότι δεν λήφθηκαν επαρκώς υπόψη οι συνέπειες στους τρίτους, δηλαδή στην οικογένεια του. Ο δικηγόρος του εφεσείοντα ανέφερε ότι ο πρώτος λόγος έφεσης σχετίζεται με την αποτυχία του συστήματος να αναμορφώσει τον εφεσείοντα διά της επιβολής ποινών στερητικών της ελευθερίας, όπως έγινε στο παρελθόν. Απέδωσε δε στο Κακουργιοδικείο σφάλμα διότι έλαβε υπόψη τις προηγούμενες καταδίκες ως επιβαρυντικό παράγοντα και όχι ως έλλειψη μετριαστικού παράγοντα. Ανέφερε επίσης ότι το δικαστήριο παρέλειψε να προσδώσει την απαραίτητη βαρύτητα στις προσωπικές του συνθήκες και ειδικά στο γεγονός ότι η ποινή, η οποία επιβλήθηκε ήταν σκληρή προς την οικογένειά του.

Με το δεύτερο λόγο έφεσης ηγέρθηκε ζήτημα ανισότητας της ποινής εφόσον ο εφεσείων δεν ήταν ο μόνος αδικοπραγείσας και πίσω από αυτόν υπήρχαν άλλα πρόσωπα, τα οποία διέφυγαν της τιμωρίας.

Το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφασή του αναφέρει πως σε ό,τι αφορά στις προηγούμενες καταδίκες, το Κακουργιοδικείο τις έλαβε υπόψη στην ορθή τους διάσταση, ήτοι ως επιβαρυντικό παράγοντα υπό την έννοια ότι το βεβαρημένο ποινικό μητρώο μειώνει τα περιθώρια επιείκειας.

Σε ό,τι αφορά στο δεύτερο λόγο έφεσης, το Εφετείο σημειώνει ότι εν προκειμένω δεν υπήρξε οποιαδήποτε μαρτυρία αναφορικά με συγκεκριμένα πρόσωπα, ώστε να μπορούσε να λεχθεί ότι δεν διώχθηκαν κατά τρόπο που να δικαιολογούσε να ληφθεί τούτο υπόψη προς όφελος του εφεσείοντα.

Ως εκ τούτου το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, κρίνοντας ότι δεν παρέχονται περιθώρια επέμβασης του.