Αν διαβάσει κανείς τις πηγές και τις αναλύσεις για το Κυπριακό πρόβλημα καταλήγει αβίαστα στο συμπέρασμα ότι όλα αυτά τα χρόνια υπάρχει εμφανώς μεγάλη σύγχυση, τόσο ως προς την στρατηγική που ακολουθεί η ελληνική πλευρά, αλλά και ως προς τις θέσεις και τις διεκδικήσεις της έναντι της Τουρκίας και της Μεγάλης Βρετανίας.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.

Το Κυπριακό αποτελεί πρόβλημα παράνομης εισβολής και κατοχής. Εμπλέκονται με απόλυτο τρόπο τρίτες χώρες, γι’ αυτό και ορίζεται ως ένα πρόβλημα με διεθνείς και ευρωπαϊκές, πολιτικές, στρατιωτικές, οικονομικές και δικαιικές προεκτάσεις. Επομένως, το Κυπριακό δεν είναι διακοινοτική διαφορά. Αυτή είναι και η μόνη σωστή, επιστημονική τοποθέτηση ή επανατοποθέτηση του ζητήματος.

Φυσικά, όλα αυτά τα χρόνια η ελληνική πλευρά αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στις διακοινοτικές συνομιλίες και στην προώθηση του Κυπριακού ως ένα διακρατικό πρόβλημα. Είναι μια αντιφατική πολιτική στην οποία έχει υποπέσει ολόκληρο το πολιτικό προσωπικό σε Ελλάδα και Κύπρο με αποτέλεσμα, η ελληνική πλευρά να προσπαθεί πότε για το ένα και πότε για το άλλο. Αποτέλεσμα της αντίφασης αυτής αποτελούν η κατευναστική πολιτική και οι συνεχείς υποχωρήσεις σε κεφαλαιώδη ζητήματα του Κυπριακού με την ελπίδα ότι και η άλλη πλευρά θα πράξει αντιστοίχως. Βέβαια, κάτι τέτοιο δεν συνέβη ποτέ, αλλά ούτε και δημιουργήθηκε κάποια σοβαρή εντύπωση στην διεθνή κοινότητα ότι η αποτυχία των διαπραγματεύσεων βαραίνει την τουρκική πλευρά.

Η Τουρκία, πέρα από την ρητορική της «ειρηνευτικής επιχείρησης», αποζητά έως σήμερα, επί κυπριακού εδάφους, την στρατηγική παρουσία της στην Ανατολική Μεσόγειο. Ως προς τον στόχο της αυτό, επεδίωξε τον εδαφικό διαχωρισμό Ε/κ και Τ/κ για να ανοίξει τον δρόμο στην διζωνικότητα – πριν ακόμα από το 1974 – την μετέπειτα ίδρυση της λεγόμενης ΤΔΒΚ, την εγκαθίδρυση τουρκικού στρατού και τον εποικισμό. Παρενθετικά και σημαντικά να θυμίσουμε ότι ο εποικισμός θεωρείται έγκλημα πολέμου βάσει του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Τέταρτης Σύμβασης της Γενεύης.

Από την δεκαετία του ’90, ο Ρ. Ντενκτάς τόνιζε ότι η Τουρκία δεν θα μπορούσε να αφήσει την Κύπρο στην Ελλάδα, έστω κι αν δεν υπήρχαν Τ/κ στο νησί. Μερικά χρόνια αργότερα, ο Α. Νταβούντογλου έρχεται να τον επιβεβαιώσει ομολογώντας ότι έστω κι αν δεν υπήρχε ούτε ένας μουσουλμάνους στο νησί, η Τουρκία οφείλει να διατηρεί ένα Κυπριακό ζήτημα.

Στο ερώτημα, λοιπόν, που προκύπτει με ποιον τελικά συνομιλεί η ελληνική πλευρά, η απάντηση είναι τόσο συγκεχυμένη, όσο και η επιδιωκόμενη στρατηγική, όπως περιγράφηκε πιο πάνω. Διαπορεί, δηλαδή, ανάμεσα στο κάλεσμα της Τουρκίας να αναλάβει τις ευθύνες της για τα πεπραγμένα του 1974, αλλά ταυτόχρονα δεσμεύεται στην διαδικασία των διακοινοτικών συνομιλιών. Φυσικά και θα πρέπει να υπάρξει διάλογος ανάμεσα στους Ε/κ και στους Τ/κ, όμως, προηγείται η επίλυση της διακρατικής πτυχής του προβλήματος, γιατί, χωρίς αυτήν, οι Τ/κ θα συνεχίσουν επ’ αόριστον να υπερασπίζονται στις συνομιλίες τα στρατηγικά συμφέροντα της Τουρκίας.

Εδώ προκύπτει ένα δεύτερο ερώτημα: Με ποιον στόχο συνομιλεί η πλευρά μας; Το ζητούμενο είναι η εσωτερική οργάνωση του κράτους. Εάν αποδεχθούμε την συζήτηση που προέκυψε το τελευταίο διάστημα περί ομοσπονδίας και συνομοσπονδίας, αυτό που πρέπει να επισημανθεί είναι ότι η ομοσπονδία αφορά τον τρόπο οργάνωσης ενός κράτους εσωτερικά, ενώ η συνομοσπονδία, η οποία διαφέρει από μια χαλαρή ή αποκεντρωμένη ομοσπονδία, αφορά ξεχωριστά κράτη. Φυσικά, η συζήτηση επεκτείνεται και στην αποφυγή ενός μορφώματος με ομοσπονδιακό περίβλημα, αλλά στην πραγματικότητα να υφίστανται δυο ξεχωριστές κρατικές οντότητες, κάτι το οποίο είδαμε στο Σχέδιο Ανάν. Και στη μια και στην άλλη περίπτωση, οι προαναφερθέντες όροι αντικαθιστούν την διχοτόμηση. Το αποτέλεσμα αυτής της σύγχυσης είναι ο εγκλωβισμός της ελληνικής πλευράς σε ανύπαρκτα διλήμματα σαν κι αυτό, καθώς και η αποστέρηση ενός απευθείας διαλόγου με τον πραγματικό θύτη.

Όσον αφορά την Μεγάλη Βρετανία, πάντα διεκδικούσε την παρουσία της στην Κύπρο, την οποία και επισφράγισε με την εγκαθίδρυση των βρετανικών βάσεων. Η ΚΔ θα πρέπει να αξιοποιήσει την ευκαιρία που δημιουργήθηκε μετά και την απόφαση του Τμήματος του Διεθνούς Δικαστηρίου για το Δίκαιο της Θάλασσας: Το Ηνωμένο Βασίλειο δεν μπορεί να διατηρεί οποιαδήποτε κυριαρχία επί του Αρχιπελάγους Τσάγκος. Ταυτόχρονα, το Τμήμα επικρίνει το ΗΒ για την μη παράδοση του εδάφους στον Άγιο Μαυρίκιο. Η απόφαση αυτή έρχεται να επιβεβαιώσει την αντίστοιχη Γνωμοδότηση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, την σχετική απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών, καθώς και την απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου της Μεγάλης Βρετανίας, η οποία είναι δεσμευτική: Οι βάσεις δεν είναι κυρίαρχες και αποτελούν αποικιοκρατικό κατάλοιπο με τη βούλα! Ακόμα δηλαδή και τα μικρά κράτη μπορούν να ευνοηθούν από τις διεθνείς συγκυρίες και να θέτουν τα μεγάλα κράτη μπροστά σε σοβαρούς προβληματισμούς, όπως είναι τα στρατηγικά συμφέροντα που πλήττονται από τυχόν απώλεια των βάσεων.

Με αυτές τις βασικές διαπιστώσεις, ο Ν. Αναστασιάδης και η διαπραγματευτική ομάδα, αφού, αποφάσισαν να αποδεχθούν την πρόσκληση του Γ.Γ. των Η.Ε., θα πρέπει να προσέλθουν στην επικείμενη «άτυπη» πενταμερή διάσκεψη της Γενεύης. Να επισημανθεί, δηλαδή, ξανά η διακρατική διάσταση του κυπριακού προβλήματος και να αποτραπεί η ανυπόστατη εξίσωση του προέδρου ενός υπαρκτού, ανεξάρτητου κράτους, μέλους της Ε.Ε. και των Η.Ε., του οποίου δεν επιθυμούμε την κατάλυση, αλλά την απελευθέρωση και την μετεξέλιξή του, με τον ηγέτη ενός κράτους – ανδρείκελου. Άλλωστε, δεν είναι η πρώτη φορά που η Τουρκία κάνει λόγο για δυο κράτη. Ο Ρ. Ντενκτάς μιλούσε για δυο συστατικά κράτη, ήδη από την δεκαετία του ’90. Ωστόσο, η ελληνική πλευρά διαθέτει την εξ ολοκλήρου εκπροσώπηση της ΚΔ δια μέσου της επίσημης αναγνώρισης του κράτους μας από την διεθνή κοινότητα και αυτό αποτελεί ένα αναξιοποίητο, αλλά ισχυρότατο, διαπραγματευτικό χαρτί, τόσο έναντι της Τουρκίας όσο και της Μεγάλης Βρετανίας. Τα πιο πάνω αποτελούν διαπραγματευτικές επιλογές της πλευράς μας και απαιτούν βασικές διαπραγματευτικές δεξιότητες που κάποια στιγμή πρέπει αμφότερες να ανακινηθούν προτού να είναι πολύ αργά για πατρίδα.

*Πολιτικός Επιστήμων